σφαδᾴζω: Difference between revisions
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
|||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sfadazo | |Transliteration C=sfadazo | ||
|Beta Code=sfada/|zw | |Beta Code=sfada/|zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[toss the body about]], [[struggle]], of unbroken horses, A. ''Pers.''194; εἰκὸς σφαδᾴζειν ἦν ἄν, ὡς νεόζυγα πῶλον E.''Fr.''821.3, cf. 1020; σὺ δὲ σ., πῶλος ὢς εὐφορβίᾳ [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''848; of a woman, to [[be restless]], Hp.''Mul.''1.38, cf. Philostr.Jun.''Im.''16; <b class="b3">ἐσφάδαζον· διηπόρουν, ἐφρόντιζον</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; of young children, κλαίει τε καὶ κινεῖται πλημμελῶς, ὥσπερ σφαδᾴζοντα Gal.6.43; [[struggle]] in death, Plu.''Ant.''76; of wounded horses, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''7.1.37; of a dying fish, Plb.34.3.5, Ath.7.283c.<br><span class="bld">2</span> [[chafe]], [[be strongly moved]] or [[excited]], Plu.2.10c,550e; ἐπὶ τὴν μάχην Id.''Caes.''42; πρὸς τὸν ἀγῶνα Id.''Phil.''6; πρὸς δόξαν Id.2.1100a; ὑπὲρ κτημάτων Id.''Ages.''35; ὡς ἐπὶ.. συμφορᾷ Ph.2.37, cf. 396,451; ἀλόγως σφαδᾴζεις Id.1.145, cf. 460 (dub. l.).—Hdn.Gr.2.929 prescribes the form [[σφαδάιζω]] ([[σφαδᾴζω]]), cf. [[σφαδᾳσμός]], and v. [[ματᾴζω]], τερᾴζω; σφαδάιζω is written in ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1381.99. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> s'agiter convulsivement, se débattre dans les convulsions;<br /><b>2</b> bondir, s'agiter impétueusement <i>ou</i> avec violence;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> trépigner de désir.<br />'''Étymologie:''' cf. [[σπάω]], [[σφοδρός]]. | |btext=<b>1</b> [[s'agiter convulsivement]], [[se débattre dans les convulsions]];<br /><b>2</b> [[bondir]], [[s'agiter impétueusement]] <i>ou</i> avec violence;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> trépigner de désir.<br />'''Étymologie:''' cf. [[σπάω]], [[σφοδρός]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και [[σφαράζω]] και [[σφαράσσω]] Ν, και δ. γρφ. [[σφαδάζω]] και σφαδαΐζω και [[σφραδάζω]] Α<br />κινούμαι σπασμωδικά, τινάζομαι με [[σφοδρότητα]], [[σπαρταρώ]] (α. «σφάδαζε από τους πόνους» β. «οἱ δὲ ἔφευγον ἐκ του δωματίου βοῶντος καὶ σφαδάζοντος [Αντωνίου]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[άλογο]] που δεν έχει [[ακόμη]] δαμαστεί) [[χτυπώ]] τα πόδια μου, [[αντιστέκομαι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[θέλω]] να ορμήσω σε κάποιον ή σε [[κάτι]], [[δείχνω]] [[ανυπομονησία]] («ὁρῶν ἀγανακτοῦντας καὶ σφαδάζοντας ὡς καὶ διώκειν αὐτὸν ἐθέλειν», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐσφάδαζον<br />διηπόρουν, ἐφρόντιζον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], το ρ. [[σφαδάζω]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>sp</i>(<i>h</i>)<i>nd</i>- της ΙΕ ρίζας <i>sp</i>(<i>h</i>)<i>e</i>(<i>n</i>)<i>d</i>- «[[σπαράζω]], [[σπαρταρώ]]» και συνδέεται πιθ. με τα [[σφεδανός]], [[σφοδρός]], [[σφενδόνη]], [[σπόνδυλος]] / [[σφόνδυλος]], [[καθώς]] και με το αρχ. ινδ. <i>spandate</i> «[[ρίχνω]], [[εκσφενδονίζω]]». Άλλοι όμως, αφορμώμενοι από τον τ. [[σφαδασμός]]<br />[[σπασμός]] που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b>, υποστηρίζουν ότι το ρ. ανάγεται στο θ. <i>σπα</i>-<i>δ</i>- του [[σπάω]] με οδοντική [[παρέκταση]] -<i>δ</i>- ( | |mltxt=ΝΜΑ, και [[σφαράζω]] και [[σφαράσσω]] Ν, και δ. γρφ. [[σφαδάζω]] και σφαδαΐζω και [[σφραδάζω]] Α<br />κινούμαι σπασμωδικά, τινάζομαι με [[σφοδρότητα]], [[σπαρταρώ]] (α. «σφάδαζε από τους πόνους» β. «οἱ δὲ ἔφευγον ἐκ του δωματίου βοῶντος καὶ σφαδάζοντος [Αντωνίου]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[άλογο]] που δεν έχει [[ακόμη]] δαμαστεί) [[χτυπώ]] τα πόδια μου, [[αντιστέκομαι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[θέλω]] να ορμήσω σε κάποιον ή σε [[κάτι]], [[δείχνω]] [[ανυπομονησία]] («ὁρῶν ἀγανακτοῦντας καὶ σφαδάζοντας ὡς καὶ διώκειν αὐτὸν ἐθέλειν», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐσφάδαζον<br />διηπόρουν, ἐφρόντιζον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], το ρ. [[σφαδάζω]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>sp</i>(<i>h</i>)<i>nd</i>- της ΙΕ ρίζας <i>sp</i>(<i>h</i>)<i>e</i>(<i>n</i>)<i>d</i>- «[[σπαράζω]], [[σπαρταρώ]]» και συνδέεται πιθ. με τα [[σφεδανός]], [[σφοδρός]], [[σφενδόνη]], [[σπόνδυλος]] / [[σφόνδυλος]], [[καθώς]] και με το αρχ. ινδ. <i>spandate</i> «[[ρίχνω]], [[εκσφενδονίζω]]». Άλλοι όμως, αφορμώμενοι από τον τ. [[σφαδασμός]]<br />[[σπασμός]] που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b>, υποστηρίζουν ότι το ρ. ανάγεται στο θ. <i>σπα</i>-<i>δ</i>- του [[σπάω]] με οδοντική [[παρέκταση]] -<i>δ</i>- ([[πρβλ]]. [[σπαδών]]) και [[εναλλαγή]] -<i>π</i>-/-<i>φ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[σπόγγος]] / [[σφόγγος]]). Τέλος, οι δ. γρφ. <i>σφαδαΐζω</i> και <i>σφαδᾳζω</i> θεωρούνται αμφίβολες και έχουν σχηματιστεί πιθ. κατ' [[αναλογία]] [[προς]] τον τ. [[ματαΐζω]] / [[ματάζω]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σφαδᾴζω en | |elnltext=σφαδᾴζω en σφαδάζω heftig of ongecontroleerd bewegen; van paarden steigeren, bokken:; ἡ δ’ ἐσφάδαιζε het andere (paard) bokte Aeschl. Pers. 194; ὁ... ἵππος πληγεὶς σφαδᾴζων ἀποσείεται τὸν Κῦρον het paard werd geraakt, steigert en werpt Cyrus af Xen. Cyr. 7.1.37; van personen stuiptrekken, wild bewegen, kronkelen:. Plut. Ant. 76.11. overdr. (staan te) trappelen (van ongeduld):. ἐπὶ τὴν μάχην om de strijd in te gaan Plut. Caes. 42.3 = εἰς τὸν ἀγῶνα Plut. Phil. 6.10. tegenstribbelen, krampachtig vechten (om), met ὑπέρ + gen. om, ten behoeve van. Plut. Ages. 35.4. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:55, 23 March 2024
English (LSJ)
A toss the body about, struggle, of unbroken horses, A. Pers.194; εἰκὸς σφαδᾴζειν ἦν ἄν, ὡς νεόζυγα πῶλον E.Fr.821.3, cf. 1020; σὺ δὲ σ., πῶλος ὢς εὐφορβίᾳ S.Fr.848; of a woman, to be restless, Hp.Mul.1.38, cf. Philostr.Jun.Im.16; ἐσφάδαζον· διηπόρουν, ἐφρόντιζον, Hsch.; of young children, κλαίει τε καὶ κινεῖται πλημμελῶς, ὥσπερ σφαδᾴζοντα Gal.6.43; struggle in death, Plu.Ant.76; of wounded horses, X.Cyr.7.1.37; of a dying fish, Plb.34.3.5, Ath.7.283c.
2 chafe, be strongly moved or excited, Plu.2.10c,550e; ἐπὶ τὴν μάχην Id.Caes.42; πρὸς τὸν ἀγῶνα Id.Phil.6; πρὸς δόξαν Id.2.1100a; ὑπὲρ κτημάτων Id.Ages.35; ὡς ἐπὶ.. συμφορᾷ Ph.2.37, cf. 396,451; ἀλόγως σφαδᾴζεις Id.1.145, cf. 460 (dub. l.).—Hdn.Gr.2.929 prescribes the form σφαδάιζω (σφαδᾴζω), cf. σφαδᾳσμός, and v. ματᾴζω, τερᾴζω; σφαδάιζω is written in POxy.1381.99.
French (Bailly abrégé)
1 s'agiter convulsivement, se débattre dans les convulsions;
2 bondir, s'agiter impétueusement ou avec violence;
3 fig. trépigner de désir.
Étymologie: cf. σπάω, σφοδρός.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και σφαράζω και σφαράσσω Ν, και δ. γρφ. σφαδάζω και σφαδαΐζω και σφραδάζω Α
κινούμαι σπασμωδικά, τινάζομαι με σφοδρότητα, σπαρταρώ (α. «σφάδαζε από τους πόνους» β. «οἱ δὲ ἔφευγον ἐκ του δωματίου βοῶντος καὶ σφαδάζοντος [Αντωνίου]», Πλούτ.)
αρχ.
1. (για άλογο που δεν έχει ακόμη δαμαστεί) χτυπώ τα πόδια μου, αντιστέκομαι
2. μτφ. α) θέλω να ορμήσω σε κάποιον ή σε κάτι, δείχνω ανυπομονησία («ὁρῶν ἀγανακτοῦντας καὶ σφαδάζοντας ὡς καὶ διώκειν αὐτὸν ἐθέλειν», Πλούτ.)
β) (κατά τον Ησύχ.) «ἐσφάδαζον
διηπόρουν, ἐφρόντιζον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. σφαδάζω ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα sp(h)nd- της ΙΕ ρίζας sp(h)e(n)d- «σπαράζω, σπαρταρώ» και συνδέεται πιθ. με τα σφεδανός, σφοδρός, σφενδόνη, σπόνδυλος / σφόνδυλος, καθώς και με το αρχ. ινδ. spandate «ρίχνω, εκσφενδονίζω». Άλλοι όμως, αφορμώμενοι από τον τ. σφαδασμός
σπασμός που παραδίδει ο Ησύχ., υποστηρίζουν ότι το ρ. ανάγεται στο θ. σπα-δ- του σπάω με οδοντική παρέκταση -δ- (πρβλ. σπαδών) και εναλλαγή -π-/-φ- (πρβλ. σπόγγος / σφόγγος). Τέλος, οι δ. γρφ. σφαδαΐζω και σφαδᾳζω θεωρούνται αμφίβολες και έχουν σχηματιστεί πιθ. κατ' αναλογία προς τον τ. ματαΐζω / ματάζω].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφαδᾴζω en σφαδάζω heftig of ongecontroleerd bewegen; van paarden steigeren, bokken:; ἡ δ’ ἐσφάδαιζε het andere (paard) bokte Aeschl. Pers. 194; ὁ... ἵππος πληγεὶς σφαδᾴζων ἀποσείεται τὸν Κῦρον het paard werd geraakt, steigert en werpt Cyrus af Xen. Cyr. 7.1.37; van personen stuiptrekken, wild bewegen, kronkelen:. Plut. Ant. 76.11. overdr. (staan te) trappelen (van ongeduld):. ἐπὶ τὴν μάχην om de strijd in te gaan Plut. Caes. 42.3 = εἰς τὸν ἀγῶνα Plut. Phil. 6.10. tegenstribbelen, krampachtig vechten (om), met ὑπέρ + gen. om, ten behoeve van. Plut. Ages. 35.4.