εὐμήχανος: Difference between revisions

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evmichanos
|Transliteration C=evmichanos
|Beta Code=eu)mh/xanos
|Beta Code=eu)mh/xanos
|Definition=Dor. [[εὐμάχανος]] [μᾱ], [[εὐμήχανον]],<br><span class="bld">I</span> of persons, [[skilful in contriving]], [[inventive]], opp. [[ἀμήχανος]], A.''Eu.''381 (lyr.), [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 344d, etc.: c. gen., εὐμήχανος λόγου Id.''Cra.''408b; ἁλίων εὐ. ἔργων Opp.''H.'' 4.593: with a Prep., <b class="b3">εὐμήχανος πρὸς τὸν βίον</b>, of [[bird]]s, [[full of devices]] for [[support]]ing [[life]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''614b34, cf. 616b34: Sup., of the bee, ''Gp.''15.3.1; ἔν τινι D.S.20.92: <b class="b3">τὸ εὐμήχανον</b>, = [[εὐμηχανία]] ([[inventive skill]], [[skill in devising means]]), Plu.2.830c. Adv. [[εὐμηχάνως]] Ph. 1.170, Plu.''Per.''31, Aristaenet.2.15, etc.<br><span class="bld">II</span> Pass., of things, [[skilfully contrived]], [[ingenious]], ἐκ τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζων [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''759 (<b class="b3">εὐμηχάνους πορίζειν</b> Bentl.); ἐπίνοιαι [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 600a.
|Definition=Dor. [[εὐμάχανος]] [μᾱ], [[εὐμήχανον]],<br><span class="bld">I</span> of persons, [[skilful in contriving]], [[inventive]], opp. [[ἀμήχανος]], A.''Eu.''381 (lyr.), [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 344d, etc.: c. gen., εὐμήχανος λόγου Id.''Cra.''408b; ἁλίων εὐ. ἔργων Opp.''H.'' 4.593: with a Prep., <b class="b3">εὐμήχανος πρὸς τὸν βίον</b>, of [[bird]]s, [[full of devices]] for [[support]]ing [[life]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''614b34, cf. 616b34: Sup., of the bee, ''Gp.''15.3.1; ἔν τινι [[Diodorus Siculus|D.S.]]20.92: <b class="b3">τὸ εὐμήχανον</b>, = [[εὐμηχανία]] ([[inventive skill]], [[skill in devising means]]), Plu.2.830c. Adv. [[εὐμηχάνως]] Ph. 1.170, Plu.''Per.''31, Aristaenet.2.15, etc.<br><span class="bld">II</span> Pass., of things, [[skilfully contrived]], [[ingenious]], ἐκ τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζων [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''759 (<b class="b3">εὐμηχάνους πορίζειν</b> Bentl.); ἐπίνοιαι [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 600a.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 07:25, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμήχανος Medium diacritics: εὐμήχανος Low diacritics: ευμήχανος Capitals: ΕΥΜΗΧΑΝΟΣ
Transliteration A: eumḗchanos Transliteration B: eumēchanos Transliteration C: evmichanos Beta Code: eu)mh/xanos

English (LSJ)

Dor. εὐμάχανος [μᾱ], εὐμήχανον,
I of persons, skilful in contriving, inventive, opp. ἀμήχανος, A.Eu.381 (lyr.), Pl.Prt. 344d, etc.: c. gen., εὐμήχανος λόγου Id.Cra.408b; ἁλίων εὐ. ἔργων Opp.H. 4.593: with a Prep., εὐμήχανος πρὸς τὸν βίον, of birds, full of devices for supporting life, Arist.HA614b34, cf. 616b34: Sup., of the bee, Gp.15.3.1; ἔν τινι D.S.20.92: τὸ εὐμήχανον, = εὐμηχανία (inventive skill, skill in devising means), Plu.2.830c. Adv. εὐμηχάνως Ph. 1.170, Plu.Per.31, Aristaenet.2.15, etc.
II Pass., of things, skilfully contrived, ingenious, ἐκ τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζων Ar.Eq.759 (εὐμηχάνους πορίζειν Bentl.); ἐπίνοιαι Pl.R. 600a.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 habile, adroit, industrieux ; τὸ εὐμήχανον PLUT habileté industrieuse;
2 bien inventé, fait avec adresse, avec art.
Étymologie: εὖ, μηχανή.

German (Pape)

gewandt, bes. im Ersinnen von Mitteln und Wegen, um Etwas auszuführen, erfindungsreich, und von Sachen, sinnreich, mit Kunst erdacht; εὐμήχανοι καὶ τέλειοι heißen die Eumeniden Aesch. Eum. 359; ἐκ τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζων sinnreiche Auswege, Ar. Eq. 759; πολλαὶ ἐπίνοιαι καὶ εὐμήχανοι εἰς τέχνας λέγονται Plat. Rep. X.600a, vgl. Prot. 344d; τῶν δ' ἀργίων ὀρνίθων οἱ μὲν εὐμήχανοι πρὸς τὸν βίον, sich ihren Lebensunterhalt zu verschaffen, οἱ δ' ἀμηχανώτεροι Arist. H.A. 9.11; Sp., ἐν ταῖς ἐπινοίαις DS. 20.92; λόγοι Luc.; auch c. gen., ἁλίων ἔργων Opp. Hal. 4.593, wie Plat. Crat. 408b; τὸ περὶ τὰς ἐνεργείας εὐμήχανον, = εὐμηχανία, Plut. Symp. 7.1.3. –
• Adv., εὐμηχάνως δόρυ πεποιημένον, sinnreich, kunstreich, Plut. Pericl. 31; andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

εὐμήχᾰνος:
1 искусный, умелый, изобретательный (sc. Εὐμενίδες Aesch.; τινος Plat., περί τι и ἔν τινι Diod.): εὐ. λόγου Plat. искусно говорящий; εὐ. πρὸς τὸν βίον Arst. умеющий находить средства к жизни;
2 искусно придуманный, остроумный (ἐπίνοιαι Plat.): τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζειν Arph. находить остроумные выходы из затруднительных положений.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμήχᾰνος: Δωρ. εὐμάχανος ᾱ, ον. Ι. ἐπὶ προσώπων, εὐφυὴς ἐν τῷ ἐφευρίσκειν, ἐπινοητικός, ἐφευρετικός, ἀντίθετ. τῷ ἀμήχανος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 381, Πλάτ. Πρωτ. 324D, κτλ.: - μετὰ γεν., εὐμήχανος λόγου ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 408Β· ἁλίων εὐμ. ἔργων Ὀππ. Ἁλ. 4. 593: - μετὰ προθέσ., εὐμ. πρὸς τὸν βίον, ἐπὶ πτηνῶν, πλήρης ἐπινοήσεων πρὸς συντήρησιν τῆς ζωῆς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 11, 1, πρβλ. 18, 1· ἔν τινι Διόδ. 20. 92· τὸ εὐμ. = τῷ προηγ., Πλούτ. 830Β. - Ἐπίρρ. -νως, Πλουτ. Περικλ. 31, κτλ. ΙΙ. Παθ., ἐπὶ πραγμάτων, εὐφυῶς ἐπινοηθείς, ἐκ τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζων Ἀριστοφ. Ἱππ. 759· ἐπίνοιαι Πλάτ. Πολ. 600Α.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐμήχανος, -ον
Α δωρ. τ. εὐμάχανος, -ον)
(για πρόσ.) επιτήδειος στο να επινοεί, επινοητικός, ευρετικός, εφευρετικός («οἱ μὲν εὐμήχανοι πρὸς τὸν βίον, οἱ δ' ἀμηχανώτεροι» — άλλοι μεν είναι επινοητικοί για τη συντήρηση της ζωής, άλλοι δε φτωχότεροι σε επινοήσεις, Αριστοτ.)
αρχ.
1. (για πουλιά ή για μέλισσες) γεμάτος επινοήσεις για τις απαιτήσεις της ζωής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐμήχανον
η ευμηχανία
3. (για πράγματα) αυτός που εφευρέθηκε, που επινοήθηκε με ευφυΐα, με εφευρετικότητα («ἐκ τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζων», Αριστοφ.).
επίρρ...
εὐμηχάνως (ΑΜ)
με έξυπνο τρόπο, εύστροφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μηχανή.

Greek Monotonic

εὐμήχᾰνος: Δωρ. εὐ-μάχ-[ᾱ], -ον,
I. λέγεται για πρόσωπα, ικανός στην επινόηση, επινοητικός, εφευρετικός, σε Αισχύλ., Πλάτ.
II. Παθ., λέγεται για πράγματα, αυτός που επινοήθηκε έξυπνα, ευφυής, δεξιοτεχνικός, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Middle Liddell

I. of persons, skilful in contriving, ingenious, inventive, Aesch., Plat.
II. pass., of things, skillfully contrived, ingenious, Ar., Plat.

English (Woodhouse)

inventive

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)