κνημίς: Difference between revisions

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
m (elru replacement)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=knimis
|Transliteration C=knimis
|Beta Code=knhmi/s
|Beta Code=knhmi/s
|Definition=ῖδος, ἡ, Aeol. acc. κνᾶμιν Eust.265.18 (corrupted to [[κνῆμιν]] in Choerob. ''in Theod.''1.327); Aeol. nom. pl. κνάμῐδες Alc.15.4: ([[κνήμη]]):—<br><span class="bld">A</span> [[greave]], [[legging]], κνημῖδας μὲν πρῶτα περὶ κνήμῃσιν ἔθηκε ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυίας Il.19.369; τεῦξε δέ οἱ κνημῖδας… κασσιτέροιο 18.613; κ. ὀρειχάλκοιο φαεινοῦ Hes.''Sc.''122; <b class="b3">βόειαι κ.</b> oxhide [[leggings]], Od.24.229, cf. Plb.11.9.4; sg., Il.21.592, Luc.''Rh.Pr.'' 18.<br><span class="bld">II</span> [[spoke of a wheel]], D.S.18.27.<br><span class="bld">III</span> = [[κνημός]] ''1'', D.P.714.
|Definition=ῖδος, ἡ, Aeol. acc. κνᾶμιν Eust.265.18 (corrupted to [[κνῆμιν]] in Choerob. ''in Theod.''1.327); Aeol. nom. pl. κνάμῐδες Alc.15.4: ([[κνήμη]]):—<br><span class="bld">A</span> [[greave]], [[legging]], κνημῖδας μὲν πρῶτα περὶ κνήμῃσιν ἔθηκε ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυίας Il.19.369; τεῦξε δέ οἱ κνημῖδας… κασσιτέροιο 18.613; κ. ὀρειχάλκοιο φαεινοῦ Hes.''Sc.''122; <b class="b3">βόειαι κ.</b> oxhide [[leggings]], Od.24.229, cf. Plb.11.9.4; sg., Il.21.592, Luc.''Rh.Pr.'' 18.<br><span class="bld">II</span> [[spoke of a wheel]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]18.27.<br><span class="bld">III</span> = [[κνημός]] ''1'', D.P.714.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 07:28, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνημίς Medium diacritics: κνημίς Low diacritics: κνημίς Capitals: ΚΝΗΜΙΣ
Transliteration A: knēmís Transliteration B: knēmis Transliteration C: knimis Beta Code: knhmi/s

English (LSJ)

ῖδος, ἡ, Aeol. acc. κνᾶμιν Eust.265.18 (corrupted to κνῆμιν in Choerob. in Theod.1.327); Aeol. nom. pl. κνάμῐδες Alc.15.4: (κνήμη):—
A greave, legging, κνημῖδας μὲν πρῶτα περὶ κνήμῃσιν ἔθηκε ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυίας Il.19.369; τεῦξε δέ οἱ κνημῖδας… κασσιτέροιο 18.613; κ. ὀρειχάλκοιο φαεινοῦ Hes.Sc.122; βόειαι κ. oxhide leggings, Od.24.229, cf. Plb.11.9.4; sg., Il.21.592, Luc.Rh.Pr. 18.
II spoke of a wheel, D.S.18.27.
III = κνημός 1, D.P.714.

German (Pape)

[Seite 1460] ῖδος, ἡ (äol. accus. κνήμιν B. A. 1207, κνᾶμιν Eust. 265, 18), die Beinschiene, Bedeckung der κνήμη, also von dem Knie bis an die Knöchel reichend u. Schienbein u. Wade umschließend, wie sie die Soldaten trugen; sie bestanden aus zwei Theilen, die mit Spangen oder Schnallen an einander befestigt waren; κνημῖδας μὲν πρῶτα περὶ κνήμῃσιν ἔθηκε καλάς, ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυίας Il. 19, 369; sie scheinen von überzinntem Eisenblech gewesen zu sein, 18, 613. 21, 592; auch von Messing, ὀρείχαλκος, Hes. Sc. 122. Aber Od. 24, 227, περὶ δὲ κνήμῃσι βοείας κνημῖδας ῥαπτὰς δέδετο, sind eine Art rindslederner Stiefel od. Gamaschen gemeint, die Laertes anlegte γραπτῦς ἀλεείνων, gegen die Dornen; κνημῖδες, αἰχμῆς καὶ πετρῶν προβλήματα Aesch. Spt. 676. Nach Pol. 11, 9, 4 von ὑποδεσμοί u. κρηπῖδες unterschieden u. über diesen getragen; Heliod. 9, 15 sagt ἡ κνημὶς ἀπ' ἄκρων ταρσῶν εἰς γόνυ διήκει συνάπτουσα πρὸς τὸν θώρακα. – Die Schiene ums Rad, D. Sic. 18, 27. – Dion. Per. 714 braucht es für κνημός. – [Κναμίδες mit kurzem ι findet sich bei Alcaeus Ath. XIV, 627 b in übertragener Bdtg vom Hause.]

French (Bailly abrégé)

ῖδος (ἡ) :
jambart : βόειαι κνημῖδες OD jambières en peau de bœuf.
Étymologie: κνήμη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνημίς -ῖδος, ἡ, Aeol. κνᾶμις [κνήμη] scheenplaten; scheenbeschermers:. βοεῖαι van koeienhuid (bij landarbeid) Od. 24.229.

Russian (Dvoretsky)

κνημίς: ῖδος (ῑ) ἡ
1) кнемида, поножа, наголенник (ἑανοῦ κασσιτέροιο Hom.; ὀρειχάλκοιο Hes.);
2) pl. обмотки (περὶ κνήμῃσι βοείας κνημῖδας ῥαπτὰς δέδετο Hom.);
3) обод (по друг. спица) колеса Diod.

English (Autenrieth)

ῖδος (κνήμη): greave. The greaves were metal plates, lined with some soft material, bent around the shin-bone under the knee, and fastened by clasps at the ankle (see cut No. 36), thus only in the Iliad. In the Odyssey, Od. 24.229, the word signifies leather leggins.

Greek Monolingual

κνημίς, -ῑδος, δωρ. τ. κναμίς, ἡ (Α) κνήμη
1. μεταλλικό ή δερμάτινο κάλυμμα της κνήμης το οποίο αποτελούσε μέρος της πανοπλίας, η περικνημίδα («κνημῑδας μέν πρῶτα περὶ κνήμῃσιν ἔθηκε» Ομ. Ιλ.)
2. ακτίνα τροχού («τὰ μὲν πλάγια καὶ αἱ κνημῖδες κατακεχρυσωμέναι», Διόδ.)
3. κλιτύς όρους, κνημός.

Greek Monotonic

κνημίς: -ίδος, ἡ (κνήμη), περικνημίδα ή μέρος πανοπλίας από το γόνατο ως τον αστράγαλο, Λατ. acrea, περὶ κνήμῃσιν ἔθηκεν, σε Ομήρ. Ιλ.· οι κνημῖδες δένονταν στον αστράγαλο με πόρπες (ἐπισφύρια)· οι βόειαι κνημῖδες είναι περικνημίδες από δέρμα βοδιού, που φορούνταν από τους γεωργούς, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

κνημίς: -ῖδος, ἡ· Αἰολ. αἰτ. κνᾶμιν ἢ κνῆμιν Εὐστ. 265. 18, Α. Β. 1207· Αἰολ. ὀνομ. πληθ. κνάμῐδες, Ἀλκαῖ. 15. 4 (πρβλ. κρηπίς)· (κνήμη)· ― κνημίς, ἀνήκουσα εἰς τὴν πανοπλίαν πολεμιστοῦ καὶ χρησιμεύουσα ὡς προφυλακτικὸν τῆς κνήμης, συνίστατο δὲ ἐκ δύο τμημάτων συναρμοζομένων διὰ πορπῶν καὶ κατέβαινεν ἀπὸ τοῦ γόνατος μέχρι τῶν σφυρῶν, καὶ οὕτως ἐκάλυπτεν ὅλην τὴν κνήμην πανταχόθεν, κνημῖδας μὲν πρῶτα περὶ κνήμῃσιν ἔθηκεν Ἰλ. Γ. 330· κνημῖδας... καλὰς ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυίας αὐτόθι, πρβλ. Τ. 369· ἦσαν κατασκευασμέναι ἐκ κασσιτέρου, Σ. 613, Φ. 592· ὡσαύτως ἐξ ὀρειχάλκου, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 122· ἐν Ἰλ. οἱ Ἀχαιοὶ καλοῦνται ἀείποτε ἐϋκνήμιδες· ― ἐν Ὀδ. Ω. 229, βόειαι κνημῖδες ἦσαν εἶδος περικνημίδων ἐκ βοείου δέρματος, ἃς ὁ Λαέρτης ἐφόρει ὅπως προστατεύωσιν αὐτὸν ἐν τῇ γεωργικῇ αὐτοῦ ἐργασίᾳ· ὁ Πολύβ. 11. 9, 4 λέγει ὅτι τὰς κνημῖδας ἐφόρουν μὲ ὑποδήματα καὶ κρηπῖδας. ― Πρβλ. Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτήτων ἐν λέξ. ocrea. ΙΙ. ἡ ἀκτὶς τροχοῦ, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 115. ΙΙΙ. = κνημός, Διον. Π. 714.

Middle Liddell

κνημίς, ῖδος, ἡ, κνήμη
a greave or piece of armour from knee to ankle, Lat. ocrea, περὶ κνήμῃσιν ἔθηκεν Il.; the κνημῖδες were fastened at the ankle with clasps (ἐπισφύριἀ: βόειαι κνημῖδες are ox-hide leggings, used by labourers, Od.