κραιπαλάω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kraipalao
|Transliteration C=kraipalao
|Beta Code=kraipala/w
|Beta Code=kraipala/w
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> to [[be intoxicated]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>298</span>, <span class="bibl">Plb.15.33.2</span>, <span class="bibl">Ph.1.260</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Dem.</span>7</span>, Luc.Bis Acc.17, etc.; μειρακίων τινῶν -ώντων <span class="bibl">Epicur. <span class="title">Fr.</span>114</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[have a sick headache after a debauch]], κραιπαλῶν ἔτι ἐκ τῆς προτεραίας <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>176d</span>; ἐχθὲς ὑπέπινες, εἶτα νυνὶ κραιπαλᾷς <span class="bibl">Alex. 286</span>; εἰ τοῦ μεθύσκεσθαι πρότερον τὸ κραιπαλᾶν παρεγίγνεθ' ἡμῖν <span class="bibl">Id.255.1</span>; παρέξω Λέσβιον, Χῖον... ὥστε μηδένα κραιπαλᾶν <span class="bibl">Philyll.24</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[carouse]], [[revel]], <span class="bibl">D.C.77.17</span>, <span class="bibl">Alciphr.1.34</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> to [[be intoxicated]], [[be drunk]], Ar.''Pl.''298, Plb.15.33.2, Ph.1.260, Plu.''Dem.''7, Luc.Bis Acc.17, etc.; μειρακίων τινῶν κραιπαλώντων Epicur. ''Fr.''114.<br><span class="bld">2</span> [[have a sick headache after a debauch]], [[have a headache]] from [[drunkenness]], [[have a hangover]], κραιπαλῶν ἔτι ἐκ τῆς προτεραίας Pl.''Smp.''176d; ἐχθὲς ὑπέπινες, εἶτα νυνὶ κραιπαλᾷς Alex. 286; εἰ τοῦ μεθύσκεσθαι πρότερον τὸ κραιπαλᾶν παρεγίγνεθ' ἡμῖν Id.255.1; παρέξω Λέσβιον, Χῖον... ὥστε μηδένα κραιπαλᾶν Philyll.24.<br><span class="bld">3</span> [[carouse]], [[revel]], D.C.77.17, Alciphr.1.34.
}}
{{bailly
|btext=[[κραιπαλῶ]] :<br />[[avoir la tête lourde par suite de l'ivresse]].<br />'''Étymologie:''' [[κραιπάλη]].
}}
{{elnl
|elnltext=κραιπαλάω [κραιπάλη] dronken zijn, ook een kater hebben:. ἄλλως τε καὶ κραιπαλῶντα ἔτι ἐκ τῆς προτεραίας vooral als hij nog een kater van de vorige dag heeft Plat. Smp. 176d.
}}
{{elru
|elrutext='''κραιπᾰλάω:'''<br /><b class="num">1</b> [[чувствовать похмелье]] (ἐκ τῆς προτεραίας Plat.; ἀλύειν καὶ κ. Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[пьянствовать]] ([[οἰκία]] μεστὴ κολάκων κραιπαλώντων Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κραιπᾰλάω''': ([[κραιπάλη]]) ἔχω κεφαλαλγίαν μετὰ ναυτίας ὡς [[ἐπακολούθημα]] πολυποσίας, Ἀριστοφ. Πλ. 298· κραιπαλῶν ἔτι ἐκ τῆς προτεραίας Πλάτ. Συμπ. 176D· ἐχθὲς ὑπέπινες, [[εἶτα]] νυνὶ κραιπαλᾷς Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 22· εἰ τοῦ μεθύσκεσθαι πρότερον τὸ κραιπαλᾶν παραγίγνεθ’ ἡμῖν ὁ αὐτ. ἐν «Φρυγὶ» 1· παρέξω Λέσβιον, Χῖον..., [[ὥστε]] μηδένα κραιπαλᾶν Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 6. ― Τύπος τις εἰς -έω ἀπαντᾷ παρὰ Κυρίλλ.
|lstext='''κραιπᾰλάω''': ([[κραιπάλη]]) ἔχω κεφαλαλγίαν μετὰ ναυτίας ὡς [[ἐπακολούθημα]] πολυποσίας, Ἀριστοφ. Πλ. 298· κραιπαλῶν ἔτι ἐκ τῆς προτεραίας Πλάτ. Συμπ. 176D· ἐχθὲς ὑπέπινες, [[εἶτα]] νυνὶ κραιπαλᾷς Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 22· εἰ τοῦ μεθύσκεσθαι πρότερον τὸ κραιπαλᾶν παραγίγνεθ’ ἡμῖν ὁ αὐτ. ἐν «Φρυγὶ» 1· παρέξω Λέσβιον, Χῖον..., [[ὥστε]] μηδένα κραιπαλᾶν Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 6. ― Τύπος τις εἰς -έω ἀπαντᾷ παρὰ Κυρίλλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />avoir la tête lourde par suite de l’ivresse.<br />'''Étymologie:''' [[κραιπάλη]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κραιπᾰλάω:''' μόνο στον ενεστ., έχω τρομερό πονοκέφαλο ως [[συνέπεια]] πολυποσίας, σε Αριστοφ., Πλάτ.
|lsmtext='''κραιπᾰλάω:''' μόνο στον ενεστ., έχω τρομερό πονοκέφαλο ως [[συνέπεια]] πολυποσίας, σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=κραιπαλάω [κραιπάλη] dronken zijn, ook een kater hebben:. ἄλλως τε καὶ κραιπαλῶντα ἔτι ἐκ τῆς προτεραίας vooral als hij nog een kater van de vorige dag heeft Plat. Smp. 176d.
}}
{{elru
|elrutext='''κραιπᾰλάω:'''<br /><b class="num">1)</b> чувствовать похмелье (ἐκ τῆς προτεραίας Plat.; ἀλύειν καὶ κ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[пьянствовать]] ([[οἰκία]] μεστὴ κολάκων κραιπαλώντων Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />only in pres., to [[have]] a [[sick]] [[head]]-[[ache]], [[consequent]] [[upon]] a [[debauch]], Ar., Plat.
|mdlsjtxt=only in pres., to [[have]] a [[sick]] [[head]]-[[ache]], [[consequent]] [[upon]] a [[debauch]], Ar., Plat.
}}
}}

Latest revision as of 07:29, 29 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραιπᾰλάω Medium diacritics: κραιπαλάω Low diacritics: κραιπαλάω Capitals: ΚΡΑΙΠΑΛΑΩ
Transliteration A: kraipaláō Transliteration B: kraipalaō Transliteration C: kraipalao Beta Code: kraipala/w

English (LSJ)

A to be intoxicated, be drunk, Ar.Pl.298, Plb.15.33.2, Ph.1.260, Plu.Dem.7, Luc.Bis Acc.17, etc.; μειρακίων τινῶν κραιπαλώντων Epicur. Fr.114.
2 have a sick headache after a debauch, have a headache from drunkenness, have a hangover, κραιπαλῶν ἔτι ἐκ τῆς προτεραίας Pl.Smp.176d; ἐχθὲς ὑπέπινες, εἶτα νυνὶ κραιπαλᾷς Alex. 286; εἰ τοῦ μεθύσκεσθαι πρότερον τὸ κραιπαλᾶν παρεγίγνεθ' ἡμῖν Id.255.1; παρέξω Λέσβιον, Χῖον... ὥστε μηδένα κραιπαλᾶν Philyll.24.
3 carouse, revel, D.C.77.17, Alciphr.1.34.

French (Bailly abrégé)

κραιπαλῶ :
avoir la tête lourde par suite de l'ivresse.
Étymologie: κραιπάλη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κραιπαλάω [κραιπάλη] dronken zijn, ook een kater hebben:. ἄλλως τε καὶ κραιπαλῶντα ἔτι ἐκ τῆς προτεραίας vooral als hij nog een kater van de vorige dag heeft Plat. Smp. 176d.

Russian (Dvoretsky)

κραιπᾰλάω:
1 чувствовать похмелье (ἐκ τῆς προτεραίας Plat.; ἀλύειν καὶ κ. Plut.);
2 пьянствовать (οἰκία μεστὴ κολάκων κραιπαλώντων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κραιπᾰλάω: (κραιπάλη) ἔχω κεφαλαλγίαν μετὰ ναυτίας ὡς ἐπακολούθημα πολυποσίας, Ἀριστοφ. Πλ. 298· κραιπαλῶν ἔτι ἐκ τῆς προτεραίας Πλάτ. Συμπ. 176D· ἐχθὲς ὑπέπινες, εἶτα νυνὶ κραιπαλᾷς Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 22· εἰ τοῦ μεθύσκεσθαι πρότερον τὸ κραιπαλᾶν παραγίγνεθ’ ἡμῖν ὁ αὐτ. ἐν «Φρυγὶ» 1· παρέξω Λέσβιον, Χῖον..., ὥστε μηδένα κραιπαλᾶν Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 6. ― Τύπος τις εἰς -έω ἀπαντᾷ παρὰ Κυρίλλ.

Greek Monotonic

κραιπᾰλάω: μόνο στον ενεστ., έχω τρομερό πονοκέφαλο ως συνέπεια πολυποσίας, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Middle Liddell

only in pres., to have a sick head-ache, consequent upon a debauch, Ar., Plat.