ἀποτιμάω: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(1b) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
(28 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apotimao | |Transliteration C=apotimao | ||
|Beta Code=a)potima/w | |Beta Code=a)potima/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[fail to honour]], [[slight]], h.Merc.35, Call.''Fr.''103, ''IG''14.1389ii33.<br><span class="bld">2</span> Pass., to [[be disfranchised]], Phleg.''Olymp.Fr.''14.<br><span class="bld">II</span> [[value]], <b class="b3">τὰ χρήματα</b>, of the owner, J.''AJ''18.1.1:—Med., of the valuer, ibid., cf. 17.13.5; [[fix a price by valuation]], <b class="b3">δίμνεως ἀποτιμησάμενοι</b> having fixed their [[price]] at two [[mina]]e a head, [[Herodotus|Hdt.]]5.77; <b class="b3">ἀ. πολλοῦ αἰσχροὶ εἶναι</b> [[value]] it at a high price (i.e. to offer a great [[deal]]) that they may not be [[ugly]], Hp.''Art.''37:—Pass., to [[be valued]], <b class="b3">πλειόνων χρημάτων</b> Catalog. ap. D.18.106.<br><span class="bld">2</span> [[measure]], μέτρον γῆς J.''AJ''5.1.21.<br><span class="bld">III</span> as law-term,<br><span class="bld">1</span> in Act., [[mortgage]] a [[property]], D.30.28,41.7.<br><span class="bld">2</span> Pass., of the property, to [[be pledged]] or [[be mortgaged]], Id.30.4; τινὶ εἰς προῖκα ''IG''12(7).57 (Amorgos), cf. ib.2.1138. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀποτῑμάω) <b class="num">I</b> [[despreciar]], [[desestimar]] ὄφελός τι μοι ἔσσῃ, οὐδ' ἀποτιμήσω Hermes a la tortuga <i>h.Merc</i>.35, πίτυν en favor de otra planta, Call.<i>SHell</i>.265.8, cf. <i>IG</i> 14.1389.II.33 (Roma II d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[sentir desagrado]] c. gen. de precio οἱ ἄνθρωποι αἰσχροὶ μὲν εἶναι πολλοῦ ἀποτιμῶσι Hp.<i>Art</i>.37.<br /><b class="num">II</b> gener. en v. med.<br /><b class="num">1</b> [[estimar]], [[valorar]], [[evaluar]] ἔλυσάν σφεας δίμνεως ἀποτιμησάμενοι los soltaron (a los rehenes) al precio de dos minas</i> Hdt.5.77, ἀποτιμήσασθαι τῆς τε εὐδαίμονος ἰδίᾳ τὸ μέτρον γῆς καὶ τῆς ἧσσον ἀγαθῆς evaluar en particular la extensión de la tierra fértil y la de la no tan buena</i> I.<i>AI</i> 5.76, en v. pas. c. gen. de precio ἐὰν δὲ πλειόνων ἡ οὐσία ἀποτετιμημένη ᾖ χρημάτων Catálogo en D.18.106, cf. <i>POxy</i>.2112.6 (II d.C.) en <i>BL</i> 2(2).104.<br /><b class="num">2</b> [[estimar]], [[tasar]] a efectos del censo romano [[declarar el valor de]], [[hacer la estimación de]], [[censar]] propiedades y pers. ἀποτιμησόμενός τε αὐτῶν τὰς οὐσίας para hacer el censo y evaluación de sus propiedades (las de los judíos)</i> I.<i>AI</i> 18.2, cf. 17.355, Harp.s.u. ἀποτιμηταί<br /><b class="num">•</b>tb. en v. act. χρήματα I.<i>AI</i> 18.3, en v. pas. Ῥωμαίων ... ἀπετιμήθησαν μυριάδες [[ἐνενήκοντα]] καὶ μία Phleg.12.6.<br /><b class="num">III</b> [[hipotecar]] convencionalmente para garantizar la dote, abs. οὐκ ἀποτετιμηκώς D.30.28, ὅσα τις ἀπετίμησεν D.41.7<br /><b class="num">•</b>en v. pas. ἀντὶ τῆς προικὸς ἀποτετιμῆσθαι τὸ χωρίον D.30.26, ὅρος οἰκίας ἐν προικὶ ἀποτετιμημένης <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.2673.2 (IV/III a.C.), cf. <i>IG</i> 12(7).56, 57 (Arcesine III a.C.), Is.<i>Fr</i>.45, la herencia de un huérfano, Harp.s.u. ἀποτιμηταί<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[hacer el préstamo hipotecario]] ὁ μὲν δοὺς τὸ [[ἀποτίμημα]] ἐνεργετικῶς ἀποτιμᾶν, ὁ δὲ λαβὼν ἀποτιμᾶσθαι Harp.s.u. ἀποτιμηταί. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0331.png Seite 331]] 1) nicht ehren, gering achten, H. h. Merc. 35; Callim. frg. 103. – 2) Med., abschätzen u. sich zahlen lassen, ἔλυσαν, διμνέως ἀποτιμησάμενοι Her. 5, 77. – 3) im att. Recht, ein Gut nach der Schätzung zum Pfande setzen; med., es sich als Pfand geben lassen, es als Pfand annehmen, vgl. Dem. 30, 4. 8, 29; der Preis steht im gen. dabei; ἀποτιμῶμαι τὴν οἰκίαν πρὸς τὰς [[δέκα]] μνᾶς, ich lasse mir das Haus als Unterpfand auf 10 Minen, eine Hypothek für 10 M. darauf geben, Dem. 41, 5. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0331.png Seite 331]] 1) nicht ehren, gering achten, H. h. Merc. 35; Callim. frg. 103. – 2) Med., abschätzen u. sich zahlen lassen, ἔλυσαν, διμνέως ἀποτιμησάμενοι Her. 5, 77. – 3) im att. Recht, ein Gut nach der Schätzung zum Pfande setzen; med., es sich als Pfand geben lassen, es als Pfand annehmen, vgl. Dem. 30, 4. 8, 29; der Preis steht im gen. dabei; ἀποτιμῶμαι τὴν οἰκίαν πρὸς τὰς [[δέκα]] μνᾶς, ich lasse mir das Haus als Unterpfand auf 10 Minen, eine Hypothek für 10 M. darauf geben, Dem. 41, 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[ἀποτιμῶ]] :<br /><b>1</b> [[traiter sans considération]], [[mépriser]];<br /><b>2</b> <i>t. de droit att.</i> prendre hypothèque sur une propriété;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀποτιμάομαι]], [[ἀποτιμῶμαι]];<br /><b>1</b> [[évaluer pour soi]] : [[δίμνεως]] HDT à deux mines;<br /><b>2</b> [[laisser prendre hypothèque sur sa propriété]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τιμάω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποτῑμάω:'''<br /><b class="num">1</b> [[отказывать в почтении]], [[пренебрегать]], [[презирать]] HH;<br /><b class="num">2</b> med. оценивать: διμνέως ἀποτιμησάμενοι Her. назначив цену в две мины; πλειόνων χρημάτων ἀποτετιμημένος Dem. оцененный выше;<br /><b class="num">3</b> [[брать ссуду под залог имущества]], [[закладывать имущество]] Dem.;<br /><b class="num">4</b> med. [[брать в залог]], [[давать ссуду под залог]] Dem. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποτῑμάω''': δὲν τιμῶ, περιφρονῶ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 35, Καλλ. Ἀποσπ. 103, Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 33. ΙΙ. Μέσ., [[ὁρίζω]] τὴν τιμήν τινος δι’ ἐκτιμήσεως, διατιμῶ, διμνέως ἀποτιμησάμενοι, ὁρίσαντες τὴν τιμὴν αὐτῶν εἰς δύο μνᾶς δι’ ἕκαστον, Ἡρόδ. 5. 77· ἀλλ’ οἱ ἄνθρωποι αἰσχροὶ μὲν [[εἶναι]] πολλοῦ ἀποτιμῶσι, [[οὐδόλως]] ἀρέσκονται, δίδουν κάθε τι νὰ μὴ [[εἶναι]] ἀσχημόμορφοι, Ἱππ. π. Ἄρθ. 803: - Παθ., ἐκτιμῶμαι, πλειόνων χρημάτων παρὰ Δημ. 262. 4. ΙΙΙ. ὡς Ἀττικὸς δικανικὸς ὅρος, 1) ἐν τῷ ἐνεργ. ὑποθηκεύω κτήματα, περιουσίαν κατ’ ἐκτίμησιν, δανείζομαι χρήματα ἐπὶ ὑποθήκῃ, ἢ ἐνεχύρῳ, ὁ αὐτ. 871. 19., 1930. 4. 2) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[λαμβάνω]] ὡς [[ἐνέχυρον]], [[δανείζω]] ἐπὶ ὑποθήκῃ ἢ ἐνεχύρῳ, ὁ αὐτ. 871.26. 3) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ κτηματικῆς περιουσίας, ὑποθηκεύομαι ἢ δίδομαι ὡς [[ἐνέχυρον]], ὁ αὐτ. 262. 4., 865. 4, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2264 k. | |lstext='''ἀποτῑμάω''': δὲν τιμῶ, περιφρονῶ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 35, Καλλ. Ἀποσπ. 103, Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 33. ΙΙ. Μέσ., [[ὁρίζω]] τὴν τιμήν τινος δι’ ἐκτιμήσεως, διατιμῶ, διμνέως ἀποτιμησάμενοι, ὁρίσαντες τὴν τιμὴν αὐτῶν εἰς δύο μνᾶς δι’ ἕκαστον, Ἡρόδ. 5. 77· ἀλλ’ οἱ ἄνθρωποι αἰσχροὶ μὲν [[εἶναι]] πολλοῦ ἀποτιμῶσι, [[οὐδόλως]] ἀρέσκονται, δίδουν κάθε τι νὰ μὴ [[εἶναι]] ἀσχημόμορφοι, Ἱππ. π. Ἄρθ. 803: - Παθ., ἐκτιμῶμαι, πλειόνων χρημάτων παρὰ Δημ. 262. 4. ΙΙΙ. ὡς Ἀττικὸς δικανικὸς ὅρος, 1) ἐν τῷ ἐνεργ. ὑποθηκεύω κτήματα, περιουσίαν κατ’ ἐκτίμησιν, δανείζομαι χρήματα ἐπὶ ὑποθήκῃ, ἢ ἐνεχύρῳ, ὁ αὐτ. 871. 19., 1930. 4. 2) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[λαμβάνω]] ὡς [[ἐνέχυρον]], [[δανείζω]] ἐπὶ ὑποθήκῃ ἢ ἐνεχύρῳ, ὁ αὐτ. 871.26. 3) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ κτηματικῆς περιουσίας, ὑποθηκεύομαι ἢ δίδομαι ὡς [[ἐνέχυρον]], ὁ αὐτ. 262. 4., 865. 4, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2264 k. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποτῑμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αποκλείω]] κάποιον από το να τιμάται, [[ατιμάζω]], [[καταισχύνω]], [[περιφρονώ]], σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[ορίζω]] την [[τιμή]] ενός αντικειμένου ή αγαθού [[κατόπιν]] εκτιμήσεως· [[δίμνεως]] ἀποτιμησάμενοι, καθορίζοντας την [[τιμή]] τους στις [[δύο]] μνες τα [[κάθε]] ένα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> ως Αττ. [[νομικός]] όρος, Ενεργ., δανείζομαι χρήματα βάζοντας [[υποθήκη]] ή [[ενέχυρο]] — Μέσ., [[δανείζω]] χρήματα λαμβάνοντας [[υποθήκη]] ή [[ενέχυρο]] — Παθ., λέγεται για την [[ιδιοκτησία]] ή την [[περιουσία]], είμαι υποθηκευμένος, σε Δημ. | |lsmtext='''ἀποτῑμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αποκλείω]] κάποιον από το να τιμάται, [[ατιμάζω]], [[καταισχύνω]], [[περιφρονώ]], σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[ορίζω]] την [[τιμή]] ενός αντικειμένου ή αγαθού [[κατόπιν]] εκτιμήσεως· [[δίμνεως]] ἀποτιμησάμενοι, καθορίζοντας την [[τιμή]] τους στις [[δύο]] μνες τα [[κάθε]] ένα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> ως Αττ. [[νομικός]] όρος, Ενεργ., δανείζομαι χρήματα βάζοντας [[υποθήκη]] ή [[ενέχυρο]] — Μέσ., [[δανείζω]] χρήματα λαμβάνοντας [[υποθήκη]] ή [[ενέχυρο]] — Παθ., λέγεται για την [[ιδιοκτησία]] ή την [[περιουσία]], είμαι υποθηκευμένος, σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> to put [[away]] from [[honour]], to [[dishonour]], [[slight]], Hhymn.<br /><b class="num">II.</b> Mid. to fix a [[price]] by [[valuation]], διμνέως ἀποτιμησάμενοι having [[fixed]] [[their]] [[price]] at two [[minae]] a [[head]], Hdt.<br /><b class="num">III.</b> as Attic law [[term]], Act. to [[borrow]] [[money]] on [[mortgage]]; Mid. to [[lend]] on [[mortgage]]; Pass. of the [[property]], to be mortgaged, Dem. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:35, 29 May 2024
English (LSJ)
A fail to honour, slight, h.Merc.35, Call.Fr.103, IG14.1389ii33.
2 Pass., to be disfranchised, Phleg.Olymp.Fr.14.
II value, τὰ χρήματα, of the owner, J.AJ18.1.1:—Med., of the valuer, ibid., cf. 17.13.5; fix a price by valuation, δίμνεως ἀποτιμησάμενοι having fixed their price at two minae a head, Hdt.5.77; ἀ. πολλοῦ αἰσχροὶ εἶναι value it at a high price (i.e. to offer a great deal) that they may not be ugly, Hp.Art.37:—Pass., to be valued, πλειόνων χρημάτων Catalog. ap. D.18.106.
2 measure, μέτρον γῆς J.AJ5.1.21.
III as law-term,
1 in Act., mortgage a property, D.30.28,41.7.
2 Pass., of the property, to be pledged or be mortgaged, Id.30.4; τινὶ εἰς προῖκα IG12(7).57 (Amorgos), cf. ib.2.1138.
Spanish (DGE)
(ἀποτῑμάω) I despreciar, desestimar ὄφελός τι μοι ἔσσῃ, οὐδ' ἀποτιμήσω Hermes a la tortuga h.Merc.35, πίτυν en favor de otra planta, Call.SHell.265.8, cf. IG 14.1389.II.33 (Roma II d.C.)
•sentir desagrado c. gen. de precio οἱ ἄνθρωποι αἰσχροὶ μὲν εἶναι πολλοῦ ἀποτιμῶσι Hp.Art.37.
II gener. en v. med.
1 estimar, valorar, evaluar ἔλυσάν σφεας δίμνεως ἀποτιμησάμενοι los soltaron (a los rehenes) al precio de dos minas Hdt.5.77, ἀποτιμήσασθαι τῆς τε εὐδαίμονος ἰδίᾳ τὸ μέτρον γῆς καὶ τῆς ἧσσον ἀγαθῆς evaluar en particular la extensión de la tierra fértil y la de la no tan buena I.AI 5.76, en v. pas. c. gen. de precio ἐὰν δὲ πλειόνων ἡ οὐσία ἀποτετιμημένη ᾖ χρημάτων Catálogo en D.18.106, cf. POxy.2112.6 (II d.C.) en BL 2(2).104.
2 estimar, tasar a efectos del censo romano declarar el valor de, hacer la estimación de, censar propiedades y pers. ἀποτιμησόμενός τε αὐτῶν τὰς οὐσίας para hacer el censo y evaluación de sus propiedades (las de los judíos) I.AI 18.2, cf. 17.355, Harp.s.u. ἀποτιμηταί
•tb. en v. act. χρήματα I.AI 18.3, en v. pas. Ῥωμαίων ... ἀπετιμήθησαν μυριάδες ἐνενήκοντα καὶ μία Phleg.12.6.
III hipotecar convencionalmente para garantizar la dote, abs. οὐκ ἀποτετιμηκώς D.30.28, ὅσα τις ἀπετίμησεν D.41.7
•en v. pas. ἀντὶ τῆς προικὸς ἀποτετιμῆσθαι τὸ χωρίον D.30.26, ὅρος οἰκίας ἐν προικὶ ἀποτετιμημένης IG 22.2673.2 (IV/III a.C.), cf. IG 12(7).56, 57 (Arcesine III a.C.), Is.Fr.45, la herencia de un huérfano, Harp.s.u. ἀποτιμηταί
•en v. med. hacer el préstamo hipotecario ὁ μὲν δοὺς τὸ ἀποτίμημα ἐνεργετικῶς ἀποτιμᾶν, ὁ δὲ λαβὼν ἀποτιμᾶσθαι Harp.s.u. ἀποτιμηταί.
German (Pape)
[Seite 331] 1) nicht ehren, gering achten, H. h. Merc. 35; Callim. frg. 103. – 2) Med., abschätzen u. sich zahlen lassen, ἔλυσαν, διμνέως ἀποτιμησάμενοι Her. 5, 77. – 3) im att. Recht, ein Gut nach der Schätzung zum Pfande setzen; med., es sich als Pfand geben lassen, es als Pfand annehmen, vgl. Dem. 30, 4. 8, 29; der Preis steht im gen. dabei; ἀποτιμῶμαι τὴν οἰκίαν πρὸς τὰς δέκα μνᾶς, ich lasse mir das Haus als Unterpfand auf 10 Minen, eine Hypothek für 10 M. darauf geben, Dem. 41, 5.
French (Bailly abrégé)
ἀποτιμῶ :
1 traiter sans considération, mépriser;
2 t. de droit att. prendre hypothèque sur une propriété;
Moy. ἀποτιμάομαι, ἀποτιμῶμαι;
1 évaluer pour soi : δίμνεως HDT à deux mines;
2 laisser prendre hypothèque sur sa propriété.
Étymologie: ἀπό, τιμάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτῑμάω:
1 отказывать в почтении, пренебрегать, презирать HH;
2 med. оценивать: διμνέως ἀποτιμησάμενοι Her. назначив цену в две мины; πλειόνων χρημάτων ἀποτετιμημένος Dem. оцененный выше;
3 брать ссуду под залог имущества, закладывать имущество Dem.;
4 med. брать в залог, давать ссуду под залог Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτῑμάω: δὲν τιμῶ, περιφρονῶ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 35, Καλλ. Ἀποσπ. 103, Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 33. ΙΙ. Μέσ., ὁρίζω τὴν τιμήν τινος δι’ ἐκτιμήσεως, διατιμῶ, διμνέως ἀποτιμησάμενοι, ὁρίσαντες τὴν τιμὴν αὐτῶν εἰς δύο μνᾶς δι’ ἕκαστον, Ἡρόδ. 5. 77· ἀλλ’ οἱ ἄνθρωποι αἰσχροὶ μὲν εἶναι πολλοῦ ἀποτιμῶσι, οὐδόλως ἀρέσκονται, δίδουν κάθε τι νὰ μὴ εἶναι ἀσχημόμορφοι, Ἱππ. π. Ἄρθ. 803: - Παθ., ἐκτιμῶμαι, πλειόνων χρημάτων παρὰ Δημ. 262. 4. ΙΙΙ. ὡς Ἀττικὸς δικανικὸς ὅρος, 1) ἐν τῷ ἐνεργ. ὑποθηκεύω κτήματα, περιουσίαν κατ’ ἐκτίμησιν, δανείζομαι χρήματα ἐπὶ ὑποθήκῃ, ἢ ἐνεχύρῳ, ὁ αὐτ. 871. 19., 1930. 4. 2) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, λαμβάνω ὡς ἐνέχυρον, δανείζω ἐπὶ ὑποθήκῃ ἢ ἐνεχύρῳ, ὁ αὐτ. 871.26. 3) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ κτηματικῆς περιουσίας, ὑποθηκεύομαι ἢ δίδομαι ὡς ἐνέχυρον, ὁ αὐτ. 262. 4., 865. 4, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2264 k.
Greek Monotonic
ἀποτῑμάω: μέλ. -ήσω,
I. αποκλείω κάποιον από το να τιμάται, ατιμάζω, καταισχύνω, περιφρονώ, σε Ομηρ. Ύμν.
II. Μέσ., ορίζω την τιμή ενός αντικειμένου ή αγαθού κατόπιν εκτιμήσεως· δίμνεως ἀποτιμησάμενοι, καθορίζοντας την τιμή τους στις δύο μνες τα κάθε ένα, σε Ηρόδ.
III. ως Αττ. νομικός όρος, Ενεργ., δανείζομαι χρήματα βάζοντας υποθήκη ή ενέχυρο — Μέσ., δανείζω χρήματα λαμβάνοντας υποθήκη ή ενέχυρο — Παθ., λέγεται για την ιδιοκτησία ή την περιουσία, είμαι υποθηκευμένος, σε Δημ.
Middle Liddell
I. to put away from honour, to dishonour, slight, Hhymn.
II. Mid. to fix a price by valuation, διμνέως ἀποτιμησάμενοι having fixed their price at two minae a head, Hdt.
III. as Attic law term, Act. to borrow money on mortgage; Mid. to lend on mortgage; Pass. of the property, to be mortgaged, Dem.