μικροπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
(3)
mNo edit summary
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mikroprepis
|Transliteration C=mikroprepis
|Beta Code=mikropreph/s
|Beta Code=mikropreph/s
|Definition=ές, (πρέπω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">petty, mean, shabby</b>, opp. <b class="b3">μεγαλοπρεπής</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1123a27</span>; <b class="b3">ἡ ἀκριβολογία μικροπρεπές</b> ib.<span class="bibl">1122b8</span>; μικροπρεπὲς ἡ ἀκρίβεια <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span>53</span>, cf. <span class="bibl">60</span>, Charond. ap. Stob.4.2.24, <span class="bibl">Phalar.<span class="title">Ep.</span>118</span> (Comp.); <b class="b3">μ. [βίος</b>] Plu.2.8a. Adv. -πῶς Posidon. ap. Gal.5.471, Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>111</span>.</span>
|Definition=μικροπρεπές, ([[πρέπω]]) [[petty]], [[mean]], [[shabby]], opp. [[μεγαλοπρεπής]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1123a27; <b class="b3">ἡ ἀκριβολογία μικροπρεπές</b> ib.1122b8; μικροπρεπὲς ἡ ἀκρίβεια Demetr.''Eloc.''53, cf. 60, Charond. ap. Stob.4.2.24, Phalar.''Ep.''118 (Comp.); μικροπρεπής [[βίος]] Plu.2.8a. Adv. [[μικροπρεπῶς]] Posidon. ap. Gal.5.471, Sch.E.''Ph.''111.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0184.png Seite 184]] ές, der Ggstz von [[μεγαλοπρεπής]] und [[ἐλευθέριος]], <b class="b2">kleinlich</b>, bes. in Geldsachen, von niedriger, gemeiner Denkart; ἡ περὶ λέξιν [[ἅμιλλα]] μικροπρεπὲς φαίνεται καὶ σοφιστικόν, Plut. Nic. 1; Luc. Epist. saturn. 32 u. a. Sp. – Auch adv. μικροπρεπῶς, Schol. Eur. Phoen. 111.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0184.png Seite 184]] ές, der <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[μεγαλοπρεπής]] und [[ἐλευθέριος]], [[kleinlich]], bes. in Geldsachen, von niedriger, gemeiner Denkart; ἡ περὶ λέξιν [[ἅμιλλα]] μικροπρεπὲς φαίνεται καὶ σοφιστικόν, Plut. Nic. 1; Luc. Epist. saturn. 32 u. a. Sp. – Auch adv. μικροπρεπῶς, Schol. Eur. Phoen. 111.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />de petit esprit <i>ou</i> de petit caractère, mesquin, pointilleux, parcimonieux ; <i>en gén.</i> vulgaire.<br />'''Étymologie:''' [[μικρός]], [[πρέπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῑκροπρεπής:'''<br /><b class="num">1</b> [[мелочный]] (ἡ περὶ λέξιν [[ἅμιλλα]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[мелкий]], [[жалкий]], [[ничтожный]] (καὶ ἄλλα μικροπρεπῆ καὶ [[ἥκιστα]] ἐλευθέροις πρέποντα Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑκροπρεπής''': -ές, ([[πρέπω]]) ὡς τὸ [[μικρολόγος]], [[εὐτελής]], [[χαμερπής]], [[φειδωλός]], σχεδὸν ἰσοδύναμον τῷ Λατ. illiberalis, [[ἀνελεύθερος]], [[δουλοπρεπής]], ἀντίθ. τῷ [[μεγαλοπρεπής]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4, 2, 21, κ. ἀλλ.· ἐπὶ πραγμάτων, [[αὐτόθι]] 4. 2, 8. Ἐπίρρ. -πῶς, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 111.
|lstext='''μῑκροπρεπής''': -ές, ([[πρέπω]]) ὡς τὸ [[μικρολόγος]], [[εὐτελής]], [[χαμερπής]], [[φειδωλός]], σχεδὸν ἰσοδύναμον τῷ Λατ. illiberalis, [[ἀνελεύθερος]], [[δουλοπρεπής]], ἀντίθ. τῷ [[μεγαλοπρεπής]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4, 2, 21, κ. ἀλλ.· ἐπὶ πραγμάτων, [[αὐτόθι]] 4. 2, 8. Ἐπίρρ. -πῶς, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 111.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />de petit esprit <i>ou</i> de petit caractère, mesquin, pointilleux, parcimonieux ; <i>en gén.</i> vulgaire.<br />'''Étymologie:''' [[μικρός]], [[πρέπω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[μικροπρεπής]], Α και μτγν. τ. [[σμικροπρεπής]], -ές)<br />αυτός που συμπεριφέρεται με τρόπο που προσιδιάζει σε ασήμαντους ανθρώπους, [[χαμερπής]], [[ευτελής]], [[αναξιοπρεπής]], [[πρόστυχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανελεύθερος]], [[δουλοπρεπής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μικροπρεπές</i><br />α) το τετριμμένο, η [[κοινοτοπία]]<br />β) [[μικροψυχία]]<br />γ) το να [[είναι]] [[κανείς]] υποταγμένος σε [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μικροπρεπώς</i> (ΑΜ μικροπρεπῶς)<br />με μικροπρεπή τρόπο, με τρόπο που αρμόζει σε μικροπρεπή άνθρωπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μεγαλο</i>-<i>πρεπής</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[μικροπρεπής]], Α και μτγν. τ. [[σμικροπρεπής]], -ές)<br />αυτός που συμπεριφέρεται με τρόπο που προσιδιάζει σε ασήμαντους ανθρώπους, [[χαμερπής]], [[ευτελής]], [[αναξιοπρεπής]], [[πρόστυχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανελεύθερος]], [[δουλοπρεπής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μικροπρεπές</i><br />α) το τετριμμένο, η [[κοινοτοπία]]<br />β) [[μικροψυχία]]<br />γ) το να [[είναι]] [[κανείς]] υποταγμένος σε [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μικροπρεπώς</i> (ΑΜ [[μικροπρεπῶς]])<br />με μικροπρεπή τρόπο, με τρόπο που αρμόζει σε μικροπρεπή άνθρωπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), [[πρβλ]]. [[μεγαλοπρεπής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῑκροπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]]), αυτός που είναι [[ασήμαντος]] στις αντιλήψεις, τις ιδέες του, τσιγκούνης, [[μικροπρεπής]], σε Αριστ.
|lsmtext='''μῑκροπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]]), αυτός που είναι [[ασήμαντος]] στις αντιλήψεις, τις ιδέες του, τσιγκούνης, [[μικροπρεπής]], σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''μῑκροπρεπής:''' <b class="num">1)</b> мелочный (ἡ περὶ λέξιν [[ἅμιλλα]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> мелкий, жалкий, ничтожный (καὶ ἄλλα μικροπρεπῆ καὶ [[ἥκιστα]] ἐλευθέροις πρέποντα Luc.).
|mdlsjtxt=μῑκροπρεπής, ές [[πρέπω]]<br />[[petty]] in one's notions, [[mean]], [[shabby]], Arist.
}}
{{trml
|trtx====[[petty]]===
Armenian: մանր; Bulgarian: дребнав, дребен, незначителен; Czech: drobný, malicherný; Danish: ubetydelig; Dutch: [[kleinzielig]]; French: [[petit]], [[insignifiant]], [[mesquin]]; German: [[gering]], [[geringfügig]], [[klein]], [[kleinlich]], [[unbedeutend]], [[unwichtig]]; Greek: [[μικροπρεπής]]; Ancient Greek: [[μικκός]], [[μικός]], [[μικροπρεπής]], [[μικρός]], [[μικρόψυχος]], [[σμικρός]], [[φλαῦρος]]; Hungarian: piti, bagatell, jelentéktelen; Italian: [[meschino]], [[gretto]]; Japanese: 微小な, 凡庸な, 小さい, 狭量; Latin: [[pusillus]], [[minutus]]; Macedonian: ситен, мал; Norwegian: ubetydelig; Bokmål: smålig; Polish: błahy, drobny, małostkowy, nieistotny; Portuguese: [[fútil]], [[insignificante]], [[pequeno]], [[mesquinho]]; Romanian: mărunt, meschin; Russian: [[пустячный]], [[мелкий]], [[мелочный]]; Spanish: [[quisquilloso]], [[tiquismiquis]], [[melindroso]], [[de pitiminí]], [[detallista]], [[minucioso]], [[mezquino]]; Swedish: småaktig, småsint; Ukrainian: малий, дріб'язковий; Welsh: pitw, mân
}}
}}

Latest revision as of 08:14, 13 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικροπρεπής Medium diacritics: μικροπρεπής Low diacritics: μικροπρεπής Capitals: ΜΙΚΡΟΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: mikroprepḗs Transliteration B: mikroprepēs Transliteration C: mikroprepis Beta Code: mikropreph/s

English (LSJ)

μικροπρεπές, (πρέπω) petty, mean, shabby, opp. μεγαλοπρεπής, Arist.EN1123a27; ἡ ἀκριβολογία μικροπρεπές ib.1122b8; μικροπρεπὲς ἡ ἀκρίβεια Demetr.Eloc.53, cf. 60, Charond. ap. Stob.4.2.24, Phalar.Ep.118 (Comp.); μικροπρεπής βίος Plu.2.8a. Adv. μικροπρεπῶς Posidon. ap. Gal.5.471, Sch.E.Ph.111.

German (Pape)

[Seite 184] ές, der Gegensatz von μεγαλοπρεπής und ἐλευθέριος, kleinlich, bes. in Geldsachen, von niedriger, gemeiner Denkart; ἡ περὶ λέξιν ἅμιλλα μικροπρεπὲς φαίνεται καὶ σοφιστικόν, Plut. Nic. 1; Luc. Epist. saturn. 32 u. a. Sp. – Auch adv. μικροπρεπῶς, Schol. Eur. Phoen. 111.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de petit esprit ou de petit caractère, mesquin, pointilleux, parcimonieux ; en gén. vulgaire.
Étymologie: μικρός, πρέπω.

Russian (Dvoretsky)

μῑκροπρεπής:
1 мелочный (ἡ περὶ λέξιν ἅμιλλα Plut.);
2 мелкий, жалкий, ничтожный (καὶ ἄλλα μικροπρεπῆ καὶ ἥκιστα ἐλευθέροις πρέποντα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

μῑκροπρεπής: -ές, (πρέπω) ὡς τὸ μικρολόγος, εὐτελής, χαμερπής, φειδωλός, σχεδὸν ἰσοδύναμον τῷ Λατ. illiberalis, ἀνελεύθερος, δουλοπρεπής, ἀντίθ. τῷ μεγαλοπρεπής, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4, 2, 21, κ. ἀλλ.· ἐπὶ πραγμάτων, αὐτόθι 4. 2, 8. Ἐπίρρ. -πῶς, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 111.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ μικροπρεπής, Α και μτγν. τ. σμικροπρεπής, -ές)
αυτός που συμπεριφέρεται με τρόπο που προσιδιάζει σε ασήμαντους ανθρώπους, χαμερπής, ευτελής, αναξιοπρεπής, πρόστυχος
αρχ.
1. ανελεύθερος, δουλοπρεπής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μικροπρεπές
α) το τετριμμένο, η κοινοτοπία
β) μικροψυχία
γ) το να είναι κανείς υποταγμένος σε κάτι.
επίρρ...
μικροπρεπώς (ΑΜ μικροπρεπῶς)
με μικροπρεπή τρόπο, με τρόπο που αρμόζει σε μικροπρεπή άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. μεγαλοπρεπής].

Greek Monotonic

μῑκροπρεπής: -ές (πρέπω), αυτός που είναι ασήμαντος στις αντιλήψεις, τις ιδέες του, τσιγκούνης, μικροπρεπής, σε Αριστ.

Middle Liddell

μῑκροπρεπής, ές πρέπω
petty in one's notions, mean, shabby, Arist.

Translations

petty

Armenian: մանր; Bulgarian: дребнав, дребен, незначителен; Czech: drobný, malicherný; Danish: ubetydelig; Dutch: kleinzielig; French: petit, insignifiant, mesquin; German: gering, geringfügig, klein, kleinlich, unbedeutend, unwichtig; Greek: μικροπρεπής; Ancient Greek: μικκός, μικός, μικροπρεπής, μικρός, μικρόψυχος, σμικρός, φλαῦρος; Hungarian: piti, bagatell, jelentéktelen; Italian: meschino, gretto; Japanese: 微小な, 凡庸な, 小さい, 狭量; Latin: pusillus, minutus; Macedonian: ситен, мал; Norwegian: ubetydelig; Bokmål: smålig; Polish: błahy, drobny, małostkowy, nieistotny; Portuguese: fútil, insignificante, pequeno, mesquinho; Romanian: mărunt, meschin; Russian: пустячный, мелкий, мелочный; Spanish: quisquilloso, tiquismiquis, melindroso, de pitiminí, detallista, minucioso, mezquino; Swedish: småaktig, småsint; Ukrainian: малий, дріб'язковий; Welsh: pitw, mân