συνεξανίστημι: Difference between revisions
(Bailly1_5) |
m (Text replacement - "( " to "(") |
||
(34 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syneksanistimi | |Transliteration C=syneksanistimi | ||
|Beta Code=sunecani/sthmi | |Beta Code=sunecani/sthmi | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[stir up]] or [[excite together]], Plu.2.44c.<br><span class="bld">II</span> Pass., with aor. 2 and pf.Act., [[rise and come forth with]], Id.''Ages.''12; to [[be roused to action]] or [[ready for action with]] or [[together]], ἅμα τισί Id.''Pyrrh.''11; πρός τι Id.''Dem.''18, ''Cat. Mi.''59; σ. τοῖς καιροῖς Plb.16.9.4.<br><span class="bld">2</span> [[rise in rebellion]], [[revolt along with]] or [[together]], Id.5.39.4, etc.; τινι D.C.71.27.<br><span class="bld">3</span> to [[be in enthusiastic sympathy with]], <b class="b3">τούτῳ ταῖς ὁρμαῖς</b>, of the crowd at a wrestling-match, Plb.27.9.3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> exciter avec <i>ou</i> en même temps;<br /><b>II.</b> <i>intr., à l'ao.2, au pf., au pqp. et au Moy.</i><br /><b>1</b> [[se lever avec]];<br /><b>2</b> [[se soulever avec]] : πρός τι contre qch;<br /><b>3</b> [[croître]] <i>ou</i> pousser avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐξανίστημι]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-εξανίστημι, med.-pass. intrans. συνεξανίσταμαι (praes. en fut. med., stamaor.) tegelijk uit zijn zetel opstaan. Plut. Ages. 12.9. milit. tegelijk (met...) in actie komen, met dat. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=([[ἵστημι]]), <i>mit od. [[zugleich]] [[aufstehen]] [[lassen]], Einen von seinen Wohnsitzen [[wegbringen]], [[verweisen]]; mit in [[Aufstand]] [[bringen]], [[aufwiegeln]]</i>, [[neben]] [[ἀνασοβέω]], Plut. <i>de audit</i>. 8.<br><b class="num">Med</b>. und intr. tempp. <i>mit, [[zugleich]] [[aufstehen]] und [[weggehen]], [[aufbrechen]]</i>, Plut. <i>Demetr</i>. 36, [[öfter]]; <i>sich [[zugleich]] [[empören]], [[zugleich]] einen [[Aufruhr]] [[machen]]</i>, συνεξαναστῆναι τοῖς καιροῖς, <i>bei dargebotener [[Gelegenheit]]</i>, Pol. 16.9.4, und [[öfter]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεξᾰνίστημι:'''<br /><b class="num">1</b> [[вместе или одновременно поднимать]] (οἱ κιττοὶ τοῖς [[δένδρεσι]] περιπλεκόμενοι συνεξανίστανται Plut.): τούτοις [[ἅμα]] συνεξαναστάς ἐπὶ Βέρροιαν ἤλαυνε Plut. поднявшись вместе с ними, (Пирр) двинулся на Беррею;<br /><b class="num">2</b> [[одновременно возбуждать]] (τοῖς πάθεσι τῆς ψυχῆς Plut.);<br /><b class="num">3</b> med. (aor. 2 συνεξανέστην и pf. συνεξανέστηκα) восставать, возмущаться (πρός τι Plut.): συνεξαναστῆναι τοῖς καιροῖς Polyb. восстать при благоприятствующих обстоятельствах; [[δῆμος]] ἐνθουσιῶν καὶ συνεξανιστάμενος Plut. народ, охваченный волнением и восстанием. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεξανίστημι''': [[ἐξανίστημι]], [[διεγείρω]] ἢ [[ἐξεγείρω]] [[ὁμοῦ]], Πλούτ. 2. 44C. ΙΙ. Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἐγείρομαι συγχρόνως, ἐγείρομαι καὶ [[προσέρχομαι]] μετά τινος, διάφ. γραφ. παρὰ Ξεν. Κύρ. 8. 4, 27, Πλουτ. Ἀγησ. 12, κτλ.· ἅμα τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Πύρρῳ 11· σ. τοῖς καιροῖς Πολύβ. 16. 9, 4. 2) ἐγείρομαι ἐν ἀποστασίᾳ, ἀποστατῶ, ἐπαναστατῶ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ὁ αὐτ. 5. 39, 4, κτλ.· τινι Δίων Κ. 71. 28· [[πρός]] τι Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 59, κλπ. | |lstext='''συνεξανίστημι''': [[ἐξανίστημι]], [[διεγείρω]] ἢ [[ἐξεγείρω]] [[ὁμοῦ]], Πλούτ. 2. 44C. ΙΙ. Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἐγείρομαι συγχρόνως, ἐγείρομαι καὶ [[προσέρχομαι]] μετά τινος, διάφ. γραφ. παρὰ Ξεν. Κύρ. 8. 4, 27, Πλουτ. Ἀγησ. 12, κτλ.· ἅμα τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Πύρρῳ 11· σ. τοῖς καιροῖς Πολύβ. 16. 9, 4. 2) ἐγείρομαι ἐν ἀποστασίᾳ, ἀποστατῶ, ἐπαναστατῶ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ὁ αὐτ. 5. 39, 4, κτλ.· τινι Δίων Κ. 71. 28· [[πρός]] τι Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 59, κλπ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=Α [[ἐξανίστημι]]<br /><b>1.</b> [[διεγείρω]] ή [[εξεγείρω]], [[ξεσηκώνω]] [[μαζί]] («ἀεὶ δὲ λυπεῖ τοὺς ἀκροωμένους, ἀνασοβῶν καὶ συνεξανιστὰς παρὰ γνώμην», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (μέσ. ή παθ.) <i>συνεξανίσταμαι</i><br />α) [[προσέρχομαι]] με κάποιον<br />β) [[κάνω]] [[κάτι]] ή προετοιμάζομαι για [[κάτι]] ταυτοχρόνως με κάποιον («[[Πύρρος]] τούτοις ἄμα συνεξαναστὰς ἐπὶ Βέροιαν ἦλθε», <b>Πλούτ.</b>)<br />γ) <b>μτφ.</b> συμμορφώνομαι με [[κάτι]] («συνεξανίστασθαι τοῖς καιροῖς» — να ακολουθούν τις περιστάσεις, <b>Πολ.</b>)<br />δ) εγείρομαι [[μαζί]] με άλλον σε [[αποστασία]] («τὰ ἔθνη τὰ τῷ Κασσίῶ συνεξαναστάντα», Δίων Κάσσ.)<br />ε) παραφέρομαι από ενθουσιασμό [[υπέρ]] κάποιου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνεξανίστημι:''' μέλ. <i>-αναστήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[εξεγείρω]], [[υποκινώ]] σε [[εξέγερση]] από κοινού, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., σηκώνομαι συγχρόνως, σηκώνομαι και [[προσέρχομαι]] μαζί με, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> εξεγείρομαι σε [[στάση]], [[επαναστατώ]], [[αποστατώ]] με τη [[συνέργεια]] κάποιου, στον ίδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. -αναστήσω<br /><b class="num">I.</b> to [[stir]] up [[together]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> Pass., with aor2 and perf. act., to [[rise]] up at the [[same]] [[time]], [[rise]] and [[come]] [[forth]] with, Plut.<br /><b class="num">2.</b> to [[rise]] in [[rebellion]], [[revolt]] [[together]], Plut. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:54, 13 October 2024
English (LSJ)
A stir up or excite together, Plu.2.44c.
II Pass., with aor. 2 and pf.Act., rise and come forth with, Id.Ages.12; to be roused to action or ready for action with or together, ἅμα τισί Id.Pyrrh.11; πρός τι Id.Dem.18, Cat. Mi.59; σ. τοῖς καιροῖς Plb.16.9.4.
2 rise in rebellion, revolt along with or together, Id.5.39.4, etc.; τινι D.C.71.27.
3 to be in enthusiastic sympathy with, τούτῳ ταῖς ὁρμαῖς, of the crowd at a wrestling-match, Plb.27.9.3.
French (Bailly abrégé)
I. tr. exciter avec ou en même temps;
II. intr., à l'ao.2, au pf., au pqp. et au Moy.
1 se lever avec;
2 se soulever avec : πρός τι contre qch;
3 croître ou pousser avec.
Étymologie: σύν, ἐξανίστημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εξανίστημι, med.-pass. intrans. συνεξανίσταμαι (praes. en fut. med., stamaor.) tegelijk uit zijn zetel opstaan. Plut. Ages. 12.9. milit. tegelijk (met...) in actie komen, met dat.
German (Pape)
(ἵστημι), mit od. zugleich aufstehen lassen, Einen von seinen Wohnsitzen wegbringen, verweisen; mit in Aufstand bringen, aufwiegeln, neben ἀνασοβέω, Plut. de audit. 8.
Med. und intr. tempp. mit, zugleich aufstehen und weggehen, aufbrechen, Plut. Demetr. 36, öfter; sich zugleich empören, zugleich einen Aufruhr machen, συνεξαναστῆναι τοῖς καιροῖς, bei dargebotener Gelegenheit, Pol. 16.9.4, und öfter.
Russian (Dvoretsky)
συνεξᾰνίστημι:
1 вместе или одновременно поднимать (οἱ κιττοὶ τοῖς δένδρεσι περιπλεκόμενοι συνεξανίστανται Plut.): τούτοις ἅμα συνεξαναστάς ἐπὶ Βέρροιαν ἤλαυνε Plut. поднявшись вместе с ними, (Пирр) двинулся на Беррею;
2 одновременно возбуждать (τοῖς πάθεσι τῆς ψυχῆς Plut.);
3 med. (aor. 2 συνεξανέστην и pf. συνεξανέστηκα) восставать, возмущаться (πρός τι Plut.): συνεξαναστῆναι τοῖς καιροῖς Polyb. восстать при благоприятствующих обстоятельствах; δῆμος ἐνθουσιῶν καὶ συνεξανιστάμενος Plut. народ, охваченный волнением и восстанием.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξανίστημι: ἐξανίστημι, διεγείρω ἢ ἐξεγείρω ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 44C. ΙΙ. Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἐγείρομαι συγχρόνως, ἐγείρομαι καὶ προσέρχομαι μετά τινος, διάφ. γραφ. παρὰ Ξεν. Κύρ. 8. 4, 27, Πλουτ. Ἀγησ. 12, κτλ.· ἅμα τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Πύρρῳ 11· σ. τοῖς καιροῖς Πολύβ. 16. 9, 4. 2) ἐγείρομαι ἐν ἀποστασίᾳ, ἀποστατῶ, ἐπαναστατῶ ὁμοῦ μετά τινος, ὁ αὐτ. 5. 39, 4, κτλ.· τινι Δίων Κ. 71. 28· πρός τι Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 59, κλπ.
Greek Monolingual
Α ἐξανίστημι
1. διεγείρω ή εξεγείρω, ξεσηκώνω μαζί («ἀεὶ δὲ λυπεῖ τοὺς ἀκροωμένους, ἀνασοβῶν καὶ συνεξανιστὰς παρὰ γνώμην», Πλούτ.)
2. (μέσ. ή παθ.) συνεξανίσταμαι
α) προσέρχομαι με κάποιον
β) κάνω κάτι ή προετοιμάζομαι για κάτι ταυτοχρόνως με κάποιον («Πύρρος τούτοις ἄμα συνεξαναστὰς ἐπὶ Βέροιαν ἦλθε», Πλούτ.)
γ) μτφ. συμμορφώνομαι με κάτι («συνεξανίστασθαι τοῖς καιροῖς» — να ακολουθούν τις περιστάσεις, Πολ.)
δ) εγείρομαι μαζί με άλλον σε αποστασία («τὰ ἔθνη τὰ τῷ Κασσίῶ συνεξαναστάντα», Δίων Κάσσ.)
ε) παραφέρομαι από ενθουσιασμό υπέρ κάποιου.
Greek Monotonic
συνεξανίστημι: μέλ. -αναστήσω,
I. εξεγείρω, υποκινώ σε εξέγερση από κοινού, σε Πλούτ.
II. 1. Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., σηκώνομαι συγχρόνως, σηκώνομαι και προσέρχομαι μαζί με, στον ίδ.
2. εξεγείρομαι σε στάση, επαναστατώ, αποστατώ με τη συνέργεια κάποιου, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. -αναστήσω
I. to stir up together, Plut.
II. Pass., with aor2 and perf. act., to rise up at the same time, rise and come forth with, Plut.
2. to rise in rebellion, revolt together, Plut.