συμπήγνυμι: Difference between revisions
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - " )" to ")") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ao.</i> συνέπηξα;<br /><i>litt.</i> ficher <i>ou</i> fixer ensemble ; assembler, construire ; faire coaguler;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[συμπήγνυμαι]] construire pour soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πήγνυμι]]. | |btext=<i>ao.</i> συνέπηξα;<br /><i>litt.</i> ficher <i>ou</i> fixer ensemble ; assembler, construire ; faire coaguler;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[συμπήγνυμαι]] construire pour soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πήγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συμ-πήγνυμι, Att. ξυμπήγνυμι, aor. Dor. συνέπᾱξα act. en med., met acc. samenvoegen, in elkaar zetten, bouwen:. στέγασμα een bedekking Plat. Tim. 73d. act. met acc. (caus.) doen stollen, doen stremmen; pass. intrans. met perf. συμπέπηγα hard worden, stollen. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμπήγνῡμι:''' (fut. συμπήξω; дор. aor. [[συνέπαξα]]; pf. 2 в знач. pass. συμπέπηγα)<br /><b class="num">1</b> [[сгущать]], [[уплотнять]] ([[γάλα]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[делать твердым]]: τὸ συμπαγὲν ἐκ δρόσου [[γενόμενον]] Plat. замерзшая роса;<br /><b class="num">3</b> [[слаживать]], [[складывать]], [[строить]] (τάφον Eur.): σ. σύριγγα Theocr. мастерить свирель;<br /><b class="num">4</b> [[сколачивать]], [[сбивать]] (''[[sc.]]'' ξύλα Plut.; τὸ [[ἅρμα]] Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ, και [[συμπήγνυμι]] Α<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] συμπαγές, το [[συμπυκνώνω]]<br /><b>2.</b> [[στερεώνω]], [[στερεοποιώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιδρύω]], [[συγκροτώ]], [[συστήνω]] («κατηγορείται ότι συνέπηξε [[συμμορία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]], φτειάχνω («αὐτοῦ παρ' οἴκους τούσδε συμπήξας τάφον», Ευ ρ.)<br /><b>2.</b> [[συστέλλω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[συμπηγνύομαι]] και [[συμπήγνυμαι]]<br />α) [[κατασκευάζω]] για προσωπική μου [[χρήση]]<br />β) αποτελούμαι, [[γίνομαι]] από... («[[ὅστις]] μὴ οἶδεν, ὅ τί ἐστιν [[ἄνθρωπος]] καὶ [[ὅπως]] ἐγένετο πρῶτον καὶ [[ὁπόθεν]] συνεπάγη ἐξ ἀρχῆς», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (ο β' ενεργ. παρακμ. ως μέσ. και παθ.) <i>συμπέπηγα</i><br />συντίθεμαι, [[σύγκειμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πήγνυμι]] / [[πηγνύω]] «[[μπήγω]], [[καρφώνω]], [[στερεώνω]]»]. | |mltxt=ΝΑ, και [[συμπήγνυμι]] Α<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] συμπαγές, το [[συμπυκνώνω]]<br /><b>2.</b> [[στερεώνω]], [[στερεοποιώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιδρύω]], [[συγκροτώ]], [[συστήνω]] («κατηγορείται ότι συνέπηξε [[συμμορία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]], φτειάχνω («αὐτοῦ παρ' οἴκους τούσδε συμπήξας τάφον», Ευ ρ.)<br /><b>2.</b> [[συστέλλω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[συμπηγνύομαι]] και [[συμπήγνυμαι]]<br />α) [[κατασκευάζω]] για προσωπική μου [[χρήση]]<br />β) αποτελούμαι, [[γίνομαι]] από... («[[ὅστις]] μὴ οἶδεν, ὅ τί ἐστιν [[ἄνθρωπος]] καὶ [[ὅπως]] ἐγένετο πρῶτον καὶ [[ὁπόθεν]] συνεπάγη ἐξ ἀρχῆς», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (ο β' ενεργ. παρακμ. ως μέσ. και παθ.) <i>συμπέπηγα</i><br />συντίθεμαι, [[σύγκειμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πήγνυμι]] / [[πηγνύω]] «[[μπήγω]], [[καρφώνω]], [[στερεώνω]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=and -ύω fut. -πήξω<br /><b class="num">I.</b> to put [[together]], [[construct]], [[frame]], Pind., Eur., etc.:—Mid. to [[construct]] for [[oneself]], Luc.<br /><b class="num">II.</b> to make [[solid]], [[congeal]], [[condense]], Il. | |mdlsjtxt=and -ύω fut. -πήξω<br /><b class="num">I.</b> to put [[together]], [[construct]], [[frame]], Pind., Eur., etc.:—Mid. to [[construct]] for [[oneself]], Luc.<br /><b class="num">II.</b> to make [[solid]], [[congeal]], [[condense]], Il. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:58, 13 October 2024
English (LSJ)
and συμπηγνύω (Arist.Resp. 472a34, Epicur.Nat.14.5):—
A put together, construct, frame, τάφον E. Supp.938; ψεύσταν λόγον Pi.N.5.29; στέγασμα Pl.Ti.73d; σύριγγα Theoc.8.23, etc.; τινὰ ἐξ ἄλλων Epicur.l.c.; τὴν οὐσίαν ἐκ . . Plu.2.1118e:—Med., συμπήγνυμαι = construct for oneself, δίφρον Critias 2.11, cf. Luc. D Deor.25.3, Am.53; μηχανάς App.Mith.30.
2 Pass., with pf. 2 συμπέπηγα, to be compounded, Anaxag.4, Pl.Ti.46b; of the human frame, Hp.VM20, Them.Or.21.249c.
II make solid, congeal, condense, Il.5.902 (v. sub ἐπείγω ΙΙΙ.2); σ. τὸ σῶμα Arist. l.c., cf. Pl. Ti.85d:—Pass., with pf. 2, become solid, to be condensed, ib.59e,81b,91b, etc.; of calculi in the bladder, Hp.Aë.9.
German (Pape)
[Seite 987] u. -πηγνύω (s. πήγνυμι), zusammenfügen, verbinden, fest, dicht machen; γάλα συνέπηξεν, er machte die Milch gerinnen, Il. 5, 902; συνέπαξε λόγον, Pind. N. 5, 29; συμπήξας τάφον, Eur. Suppl. 962; μετὰ τοῦ ψύχους ξυμπηγνύασι, Plat. Tim. 85 d; u. pass., wie das intr. perf. II. act., fest werden, gerinnen, μυελὸν ξυμπεπηγότα 91 a, τὸ ἐπὶ γῆς ξυμπαγέν 59 e, u. öfter, u. Sp., wie Luc. D. D. 25, 3.
French (Bailly abrégé)
ao. συνέπηξα;
litt. ficher ou fixer ensemble ; assembler, construire ; faire coaguler;
Moy. συμπήγνυμαι construire pour soi, acc..
Étymologie: σύν, πήγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-πήγνυμι, Att. ξυμπήγνυμι, aor. Dor. συνέπᾱξα act. en med., met acc. samenvoegen, in elkaar zetten, bouwen:. στέγασμα een bedekking Plat. Tim. 73d. act. met acc. (caus.) doen stollen, doen stremmen; pass. intrans. met perf. συμπέπηγα hard worden, stollen.
Russian (Dvoretsky)
συμπήγνῡμι: (fut. συμπήξω; дор. aor. συνέπαξα; pf. 2 в знач. pass. συμπέπηγα)
1 сгущать, уплотнять (γάλα Hom.);
2 делать твердым: τὸ συμπαγὲν ἐκ δρόσου γενόμενον Plat. замерзшая роса;
3 слаживать, складывать, строить (τάφον Eur.): σ. σύριγγα Theocr. мастерить свирель;
4 сколачивать, сбивать (sc. ξύλα Plut.; τὸ ἅρμα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
συμπήγνῡμι: καὶ -ύω· μέλλ. -πήξω. Πήγνυμι ὁμοῦ, συναρμόζω, κατασευάζω, τάφον Εὐρ. Ἱκέτ. 938· ψεύσταν λόγον Πινδ. Ν. 5. 53· στέγασμα Πλάτ. Τίμ. 73D· σύριγγα Θεόκρ. 8. 23, κτλ.· σ. τὴν οὐσίαν ἐκ..., Πλουτ. 2. 1118D. ― Μέσ., κατασκευάζω δι’ ἐμαυτόν, σ. δίφρον Κριτίας 1. 10, πρβλ. Λουκ. Θεῶν Διαλ. 25. 3, Ἔρωτ. 53. 2) Παθ., μετὰ β΄ πρκμ. συμπέπηγα, συντίθεμαι, σύγκειμαι, Ἀναξαγ. 4, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 46B· ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16. ΙΙ. ποιῶ τι στερεόν, συμπαγές, «πήζω» συμπυκνῶ, Ἰλ. Ε. 902 (ἴδε ἐν λέξ. ἐπείγω ΙΙΙ. 2)· σ. τὸ σῶμα Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 4, 8, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 85D· ― Παθ. μετὰ β΄ πρκμ., γίνομαι στερεός, συμπυκνοῦμαι, αὐτόθι 59E, 81B, 91A, κτλ.· ἐπὶ λιθαρίων ἐν τῇ κύστει, Ἱππ. π. Ἀέρ. 286.
Greek Monotonic
συμπήγνυμι: και -ύω, μέλ. -πήξω,
I. τοποθετώ στέρεα δίπλα δίπλα, συναρμόζω, συνδέω, κατασκευάζω, σε Πίνδ., Ευρ. κ.λπ. — Μέσ., συναρμόζω, κατασκευάζω για τον εαυτό μου, σε Λουκ.
II. στερεώνω, κάνω κάτι συμπαγές, συμπυκνώνω, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek Monolingual
ΝΑ, και συμπήγνυμι Α
1. καθιστώ κάτι συμπαγές, το συμπυκνώνω
2. στερεώνω, στερεοποιώ
νεοελλ.
ιδρύω, συγκροτώ, συστήνω («κατηγορείται ότι συνέπηξε συμμορία»)
αρχ.
1. κατασκευάζω, φτειάχνω («αὐτοῦ παρ' οἴκους τούσδε συμπήξας τάφον», Ευ ρ.)
2. συστέλλω
3. μέσ. συμπηγνύομαι και συμπήγνυμαι
α) κατασκευάζω για προσωπική μου χρήση
β) αποτελούμαι, γίνομαι από... («ὅστις μὴ οἶδεν, ὅ τί ἐστιν ἄνθρωπος καὶ ὅπως ἐγένετο πρῶτον καὶ ὁπόθεν συνεπάγη ἐξ ἀρχῆς», Ιπποκρ.)
4. (ο β' ενεργ. παρακμ. ως μέσ. και παθ.) συμπέπηγα
συντίθεμαι, σύγκειμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πήγνυμι / πηγνύω «μπήγω, καρφώνω, στερεώνω»].
Middle Liddell
and -ύω fut. -πήξω
I. to put together, construct, frame, Pind., Eur., etc.:—Mid. to construct for oneself, Luc.
II. to make solid, congeal, condense, Il.