σχερός: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(nl) |
m (Text replacement - " )" to ")") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=scheros | |Transliteration C=scheros | ||
|Beta Code=sxero/s | |Beta Code=sxero/s | ||
|Definition=ὁ, found only in dat., | |Definition=ὁ, found only in dat., [[ἐν σχερῷ]]<br><span class="bld">A</span> [[in a line]], [[one after another]], [[uninterruptedly]], [[successively]], Pi.N.1.69, 11.39, I.6(5).22: written [[ἐνσχερώ]] in A.R.1.912; cf. [[ἐπισχερώ]], [[ἰσχερώ]] (perhaps for Cypr. [[ἰν σχερῷ]]).<br><span class="bld">II</span> [[σχερός]]· [[ἀκτή]], [[αἰγιαλός]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], cf. Theognost.Can.12: also [[σχερόν]], = [[κῦμα]] [[ἑτοῖμος|ἑτοῖμον]], Amerias ap.[[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1054.png Seite 1054]] ὁ, ursprünglich das feste Land, die Erdfeste, das Ufer, Gegensatz der Gewässer; als subst. nur bei den Gramm.; sonst findet sich nur ἐν σχερῷ, Pind. N. 1, 69. 11, 39 I. 5, 22, im festen Zusammenhange, ununterbrochen fort, hinter einander, von Ort u. Zeit; vgl. Ap. Rh. 1, 912 u. [[ἐνσχερώ]] u. [[ἐπισχερώ]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1054.png Seite 1054]] ὁ, ursprünglich das feste Land, die Erdfeste, das Ufer, Gegensatz der Gewässer; als subst. nur bei den Gramm.; sonst findet sich nur ἐν σχερῷ, Pind. N. 1, 69. 11, 39 I. 5, 22, im festen Zusammenhange, ununterbrochen fort, hinter einander, von Ort u. Zeit; vgl. Ap. Rh. 1, 912 u. [[ἐνσχερώ]] u. [[ἐπισχερώ]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=οῦ (ὁ) :<br />terre ferme, continent <i>primit. côte continue, longée de côte ; loc. adv.</i> • [[ἐν]] σχερῷ ([[ἐνσχερώ]]) d'une manière continue, de suite.<br />'''Étymologie:''' [[σχεῖν]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σχερός, ὁ alleen ἐν σχερῷ ononderbroken, op (een) rij. Pind. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''σχερός:''' ὁ континент, материк: перен. ἐν σχερῷ Pind. непрерывно. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[σχερός]] [[only]] in [[phrase]] ἐν σχερῷ, | |sltr=[[σχερός]] [[only]] in [[phrase]] ἐν σχερῷ, in a [[line]], [[uninterruptedly]] αὐτὸν μὰν ἐν εἰρήνᾳ τὸν ἅπαντα χρόνον ἐν σχερῷ ἡσυχίαν λαχόντ (ἐν supp. Hermann, om. codd.: ἐνσχερὼ Dindorf) (N. 1.69) ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι (ἐνσχερὼ Heyne) (N. 11.39) ἑκατόμπεδοι ἐν σχερῷ κέλευθοι (ἐνσχερὼ Franc. Portus: [[one]] [[hundred]] feet of [[uninterrupted]] [[breath]]) (I. 6.22) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br />(μόνον στη δοτ. και σε φρ.) «ἐν σχερῷ» — με συνεχή [[αλληλοδιαδοχή]], αδιάκοπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. μαρτυρείται μόνο στη δοτ. και έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>σχ</i>- του ρ. <i>ἔχω</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἔσχον]], <i>σχέσθαι</i>) με [[επίθημα]] -<i>ρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κυδοός</i>)]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br />(μόνον στη δοτ. και σε φρ.) «ἐν σχερῷ» — με συνεχή [[αλληλοδιαδοχή]], αδιάκοπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. μαρτυρείται μόνο στη δοτ. και έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>σχ</i>- του ρ. <i>ἔχω</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἔσχον]], <i>σχέσθαι</i>) με [[επίθημα]] -<i>ρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κυδοός</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον Θεόγνωστ.) «[[ἀκτή]], [[αἰγιαλός]]»<br /><b>2.</b> (στην αιτ. [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>) <i>σχερόν</i><br />«κῡμα ἑτοῖμον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[σχερός]] με σημ. «[[ακτή]]» (από αμάρτυρο αρχικό τ. [[σκερός]] με δευτερογενές δασύ [[σύμφωνο]]) έχει αναχθεί στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>ker</i>- «[[κόβω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[κείρω]]), <b>πρβλ.</b> αγγλοσαξ. <i>score</i>, αγγλ. <i>shore</i> «[[γιαλός]], όχθη». Από τη λ. [[σχερός]] παράγεται πιθ. το σύνθ. <i>πολυ</i>-[[σχεράς]] (<b>βλ.</b> και λ. [[χέραδος]]), ο τ. [[ξερόν]] και, πιθ., το όνομα του νησιού τών Φαιάκων [[Σχερία]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σχερός:''' ὁ ([[σχεῖν]]), απαντάται μόνον στη δοτ. <i>ἐν σχερῷ</i>, [[συνεχώς]], αδιαλείπτως, διαδοχικά, κατά [[παράταξη]], σε Πίνδ.· πρβλ. [[ἐπισχερώ]]. | |lsmtext='''σχερός:''' ὁ ([[σχεῖν]]), απαντάται μόνον στη δοτ. <i>ἐν σχερῷ</i>, [[συνεχώς]], αδιαλείπτως, διαδοχικά, κατά [[παράταξη]], σε Πίνδ.· πρβλ. [[ἐπισχερώ]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σχερός''': ὁ, εὕρηται μόνον ἐν τῇ δοτ., ἐν σχερῷ, τὸν ἅπαντα χρόνον, Πινδ. Ν. 1. 105., 11. 49, Ι. 6 (5). 32· φέρεται ἐνσχερὼ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 912, πρβλ. ἐπισχερῶ. ΙΙ. σχερὸς ἑρμηνεύεται: ἀκτή, αἰγιαλὸς παρ’ Ἡσύχ., πρβλ. Θεογνώστ. Καν. σ. 12. (Ἡ [[σημασία]] Ι ὑποδηλοῖ ὅτι ἡ [[λέξις]] σχετίζεται πρὸς τὸ σχεῖν, ἔχω· καὶ [[ἴσως]] τὸ [[σχερός]], μετὰ τοῦ ὀνόματος [[Σχερία]], σημαίνει [[ἁπλῶς]] συνεχὴς παραλία, ἐκτεταμένη ἀκτή). | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: ?<br />Meaning: [[ἀκτή]], [[αἰγιαλός]] (H., Theognost. Can.)<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Acc. to Hiersche Zeitschr. f. Phon. 17, 515ff., Ten. asp. 218 for <b class="b3">*σκερός</b> to OE [[score]], MLG [[schore]] [[(rocky) coast]], [[shore]] (IE <b class="b2">*sker-</b>, s. [[κείρω]]); from here with metathesis [[ξερός]] (s. v.)? On [[Σχερία]] cf. Hennig RhM 75, 266 ff. (from Phoenic. [[Schchr]] = [[Sxr]] [[trading post]]). -- Further s. [[ἐπισχερώ]]. -- The connection with [[ἐπισχερω]] is improbable, as [[σχερός]] has nothing of the idea of continuous etc. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[σχερός]], οῦ, ὁ, [[σχεῖν]]<br />[[found]] only in dat., ἐν σχερῷ in a [[line]], one [[after]] [[another]], [[uninterruptedly]], [[successively]], Pind.; cf. [[ἐπισχερώ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{FriskDe | ||
| | |ftr='''σχερός''': {skherós}<br />'''Meaning''': [[ἀκτή]], [[αἰγιαλός]] H., Theognost. ''Kan''.<br />'''Etymology''': Nach Hiersche Zeitschr. f. Phon. 17, 515ff., Ten. asp. 218 ansprechend für *[[σκερός]] zu ags. ''score'', mnd. ''schore'' ‘(felsige) Küste, Ufer’ (idg. ''sqer''-, s. [[κείρω]]); daraus mit Metathese [[ξερός]] (s. d.)? Zu [[Σχερία]] noch Hennig RhM 75, 266 ff. (aus phöniz. ''Schchr'' = ''Sxr'' [[Handelsplatz]]). — Weiteres s. [[ἐπισχερώ]].<br />'''Page''' 2,838 | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:59, 13 October 2024
English (LSJ)
ὁ, found only in dat., ἐν σχερῷ
A in a line, one after another, uninterruptedly, successively, Pi.N.1.69, 11.39, I.6(5).22: written ἐνσχερώ in A.R.1.912; cf. ἐπισχερώ, ἰσχερώ (perhaps for Cypr. ἰν σχερῷ).
II σχερός· ἀκτή, αἰγιαλός, Hsch., cf. Theognost.Can.12: also σχερόν, = κῦμα ἑτοῖμον, Amerias ap.Hsch.
German (Pape)
[Seite 1054] ὁ, ursprünglich das feste Land, die Erdfeste, das Ufer, Gegensatz der Gewässer; als subst. nur bei den Gramm.; sonst findet sich nur ἐν σχερῷ, Pind. N. 1, 69. 11, 39 I. 5, 22, im festen Zusammenhange, ununterbrochen fort, hinter einander, von Ort u. Zeit; vgl. Ap. Rh. 1, 912 u. ἐνσχερώ u. ἐπισχερώ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
terre ferme, continent primit. côte continue, longée de côte ; loc. adv. • ἐν σχερῷ (ἐνσχερώ) d'une manière continue, de suite.
Étymologie: σχεῖν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχερός, ὁ alleen ἐν σχερῷ ononderbroken, op (een) rij. Pind.
Russian (Dvoretsky)
σχερός: ὁ континент, материк: перен. ἐν σχερῷ Pind. непрерывно.
English (Slater)
σχερός only in phrase ἐν σχερῷ, in a line, uninterruptedly αὐτὸν μὰν ἐν εἰρήνᾳ τὸν ἅπαντα χρόνον ἐν σχερῷ ἡσυχίαν λαχόντ (ἐν supp. Hermann, om. codd.: ἐνσχερὼ Dindorf) (N. 1.69) ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι (ἐνσχερὼ Heyne) (N. 11.39) ἑκατόμπεδοι ἐν σχερῷ κέλευθοι (ἐνσχερὼ Franc. Portus: one hundred feet of uninterrupted breath) (I. 6.22)
Greek Monolingual
(I)
ὁ, Α
(μόνον στη δοτ. και σε φρ.) «ἐν σχερῷ» — με συνεχή αλληλοδιαδοχή, αδιάκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται μόνο στη δοτ. και έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα σχ- του ρ. ἔχω (πρβλ. ἔσχον, σχέσθαι) με επίθημα -ρός (πρβλ. κυδοός)].
(II)
ὁ, Α
1. (κατά τον Ησύχ. και τον Θεόγνωστ.) «ἀκτή, αἰγιαλός»
2. (στην αιτ. κατά τον Ησύχ.) σχερόν
«κῡμα ἑτοῖμον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχερός με σημ. «ακτή» (από αμάρτυρο αρχικό τ. σκερός με δευτερογενές δασύ σύμφωνο) έχει αναχθεί στην ΙΕ ρίζα (s)ker- «κόβω» (βλ. λ. κείρω), πρβλ. αγγλοσαξ. score, αγγλ. shore «γιαλός, όχθη». Από τη λ. σχερός παράγεται πιθ. το σύνθ. πολυ-σχεράς (βλ. και λ. χέραδος), ο τ. ξερόν και, πιθ., το όνομα του νησιού τών Φαιάκων Σχερία.
Greek Monotonic
σχερός: ὁ (σχεῖν), απαντάται μόνον στη δοτ. ἐν σχερῷ, συνεχώς, αδιαλείπτως, διαδοχικά, κατά παράταξη, σε Πίνδ.· πρβλ. ἐπισχερώ.
Greek (Liddell-Scott)
σχερός: ὁ, εὕρηται μόνον ἐν τῇ δοτ., ἐν σχερῷ, τὸν ἅπαντα χρόνον, Πινδ. Ν. 1. 105., 11. 49, Ι. 6 (5). 32· φέρεται ἐνσχερὼ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 912, πρβλ. ἐπισχερῶ. ΙΙ. σχερὸς ἑρμηνεύεται: ἀκτή, αἰγιαλὸς παρ’ Ἡσύχ., πρβλ. Θεογνώστ. Καν. σ. 12. (Ἡ σημασία Ι ὑποδηλοῖ ὅτι ἡ λέξις σχετίζεται πρὸς τὸ σχεῖν, ἔχω· καὶ ἴσως τὸ σχερός, μετὰ τοῦ ὀνόματος Σχερία, σημαίνει ἁπλῶς συνεχὴς παραλία, ἐκτεταμένη ἀκτή).
Frisk Etymological English
Grammatical information: ?
Meaning: ἀκτή, αἰγιαλός (H., Theognost. Can.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Acc. to Hiersche Zeitschr. f. Phon. 17, 515ff., Ten. asp. 218 for *σκερός to OE score, MLG schore (rocky) coast, shore (IE *sker-, s. κείρω); from here with metathesis ξερός (s. v.)? On Σχερία cf. Hennig RhM 75, 266 ff. (from Phoenic. Schchr = Sxr trading post). -- Further s. ἐπισχερώ. -- The connection with ἐπισχερω is improbable, as σχερός has nothing of the idea of continuous etc.
Middle Liddell
σχερός, οῦ, ὁ, σχεῖν
found only in dat., ἐν σχερῷ in a line, one after another, uninterruptedly, successively, Pind.; cf. ἐπισχερώ.
Frisk Etymology German
σχερός: {skherós}
Meaning: ἀκτή, αἰγιαλός H., Theognost. Kan.
Etymology: Nach Hiersche Zeitschr. f. Phon. 17, 515ff., Ten. asp. 218 ansprechend für *σκερός zu ags. score, mnd. schore ‘(felsige) Küste, Ufer’ (idg. sqer-, s. κείρω); daraus mit Metathese ξερός (s. d.)? Zu Σχερία noch Hennig RhM 75, 266 ff. (aus phöniz. Schchr = Sxr Handelsplatz). — Weiteres s. ἐπισχερώ.
Page 2,838