ἱππόβοτος: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
m (LSJ1 replacement) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ippovotos | |Transliteration C=ippovotos | ||
|Beta Code=i(ppo/botos | |Beta Code=i(ppo/botos | ||
|Definition=ἱππόβοτον, ([[βόσκω]]) [[grazed by horses]], Od.4.606, E.''Andr.''1229 (anap.), ''IG''12.1034, Just.''Nov.''25.1; <b class="b3">ἡ ἱ.</b>, at Chalcis, Ael.''VH''6.1 (cf. [[ἱπποβότης]]); especially of the plain of Argos, from the rich pastures of Lerna, Il.2.287, al., B.10.80, E.''Supp.''365 (lyr.). | |Definition=ἱππόβοτον, ([[βόσκω]]) [[grazed by horses]], Od.4.606, [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''1229 (anap.), ''IG''12.1034, Just.''Nov.''25.1; <b class="b3">ἡ ἱ.</b>, at Chalcis, Ael.''VH''6.1 (cf. [[ἱπποβότης]]); especially of the plain of Argos, from the rich pastures of Lerna, Il.2.287, al., B.10.80, E.''Supp.''365 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:35, 19 October 2024
English (LSJ)
ἱππόβοτον, (βόσκω) grazed by horses, Od.4.606, E.Andr.1229 (anap.), IG12.1034, Just.Nov.25.1; ἡ ἱ., at Chalcis, Ael.VH6.1 (cf. ἱπποβότης); especially of the plain of Argos, from the rich pastures of Lerna, Il.2.287, al., B.10.80, E.Supp.365 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1259] von Rossen beweidet, gute Weide für Pferde, große Pferdeheerden habend, bes. Ἄργος, Il. 2, 287 u. öfter; vgl. Od. 4, 605; Eur. Suppl. 377; πεδίον Andr. 1230.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
riche en pâturages pour les chevaux.
Étymologie: ἵππος, βόσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἱππόβοτος:
1 служащий пастбищем для лошадей (Φθίας πεδία Eur.);
2 богатый конскими пастбищами (Ἄργος Hom., Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱππόβοτος: -ον, (βόσκω) βοσκόμενος, τρωγόμενος ὑπὸ ἵππων, ἐπὶ πλουσίας γῆς πρὸς βόσκησιν, Ὀδ. Δ. 606, Εὐρ. Ἀνδρ. 1229· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ πεδίου τοῦ Ἄργους, ἕνεκα τῶν πλουσίων νομῶν τῆς Λέρνης, Ἰλ. Β. 287, κ. ἀλλ., Εὐρ. Ἱκέτ. 365. - Ἱππόβοτος, οὕτως ἐκαλεῖτο ἡ χώρα τῶν Χαλκιδέων ἣν ἐκυρίευσαν οἱ Ἀθηναῖοι καὶ ἐκληρούχησαν εἰς δισχιλίους κλήρους, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 1.
English (Autenrieth)
(βόσκω): horse-nourishing, horse-breeding, esp. as epithet of Argos, Il. 2.287.
Greek Monolingual
ἱππόβοτος, -ον (Α)
1. (για τόπους) αυτός που τρέφει άλογα, κατάλληλος για βοσκή, για εκτροφή αλόγων («καὶ μᾶλλον ἐπήρατος ἱπποβότοιο» — και πιο χαριτωμένη από τόπο που τρέφει άλογα, Ομ. Οδ.)
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ιππόβοτος
ιστορικός της φιλοσοφίας της αρχαιότητας κατά την εποχή του Αυγούστου ή του Τιβερίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. βούβοτος, μηλόβοτος].
Greek Monotonic
ἱππόβοτος: -ον (βόσκω), αυτός που βοσκείται, που τρώγεται από άλογα, λέγεται για την πλούσια γη προς βόσκηση, εκτροφή αλόγων, σε Όμηρ., Ευρ.
Middle Liddell
ἱππό-βοτος, ον βόσκω
grazed by horses, Hom., Eur.
Mantoulidis Etymological
(=πλούσιος σέ κτηνοτροφία). Ἀπό τό ἵππος + βόσκω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.