τηνίκα: Difference between revisions

From LSJ

ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tinika
|Transliteration C=tinika
|Beta Code=thni/ka
|Beta Code=thni/ka
|Definition=[ῐ], Dor. τᾱνίκα, Adv. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[at that time]], [[then]], prop. answering to Relat. [[ἡνίκα]] and Interrog. πηνίκα, ὁπηνίκα; εὖτε... τηνίκα . . <span class="bibl">A.R.1.799</span>: also with the Art., ὅτε... τὸ τ. . . <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>440</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> abs., [[at that time]] [of day], <span class="bibl">Theoc.1.17</span>: c. gen., <b class="b3">τοῦ ἔτους τ</b>. [[at that time]] of the year, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>15.5</span> codd.--The Att. forms are [[τηνικάδε]], [[τηνικαῦτα]].</span>
|Definition=[ῐ], Dor. [[τανίκα]], Adv.<br><span class="bld">A</span> [[at that time]], [[then]], prop. answering to Relat. [[ἡνίκα]] and Interrog. πηνίκα, ὁπηνίκα; εὖτε... τηνίκα.. A.R.1.799: also with the Art., ὅτε... τὸ τ... [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''440.<br><span class="bld">2</span> abs., [[at that time]] [of day], Theoc.1.17: c. gen., <b class="b3">τοῦ ἔτους τ.</b> [[at that time]] of the year, Ael.''NA''15.5 codd.—The Att. forms are [[τηνικάδε]], [[τηνικαῦτα]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1108.png Seite 1108]] adv. (vgl. [[τῆνος]]), Demonstrat. zum Fragewort [[πηνίκα]], zu dieser oder jener Tageszeit, um diese bestimmte Tageszeit; Her. 1, 17. 18 u. [[oft]] u. Folgde; vgl. Lob. Phryn. 50. – Bei den Ioniern u. Sp. = dann, alsdann, da. – Buttm. Lexil. II p. 227 nimmt zur Ableitung dieser Wörter ein altes Wort ιξ oder Fιξ an, dem lat. vice entsprechend, τὴν ἴκα, hac vice, wie auch [[αὐτίκα]] = τὴν αὐτὴν ἴκα (?).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1108.png Seite 1108]] adv. (vgl. [[τῆνος]]), Demonstrat. zum Fragewort [[πηνίκα]], zu dieser oder jener Tageszeit, um diese bestimmte Tageszeit; Her. 1, 17. 18 u. [[oft]] u. Folgde; vgl. Lob. Phryn. 50. – Bei den Ioniern u. Sp. = dann, alsdann, da. – Buttm. Lexil. II p. 227 nimmt zur Ableitung dieser Wörter ein altes Wort ιξ oder Fιξ an, dem lat. vice entsprechend, τὴν ἴκα, hac vice, wie auch [[αὐτίκα]] = τὴν αὐτὴν ἴκα (?).
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />à ce moment, alors ; τὸ [[τηνίκα]] SOPH <i>m. sign.</i> ; [[τηνίκα]] τοῦ ἔτους ÉL à ce moment de l'année.<br />'''Étymologie:''' th. dém. τ-, [[ἡνίκα]].
}}
{{elru
|elrutext='''τηνίκᾰ:''' дор. [[τανίκα|τᾱνίκα]] (ῐ) (τό) adv. тогда, в (э)то время Soph., Theocr.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τηνίκα''': [ῑ], Δωρ. τᾱνίκα, Ἐπίρρ., ([[τῆνος]]) παρ’ Ἀττ., κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, [[τηνικαῦτα]], [[τότε]], [[κυρίως]] σχετικὸν τῷ ἀναφορικῷ [[ἡνίκα]], καὶ τοῖς ἐρωτημ. [[πηνίκα]], [[ὁπηνίκα]], κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, [[τότε]], [[εὖτε]]..., [[τηνίκα]]..., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 799· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] τοῦ ἄρθρ. ([[συχν]]. φέρεται τοτηνίκα), ὅτε..., τὸ [[τηνίκα]]..., Σοφ. Ο. Κ. 440. 2) ἀπολ. κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν [τῆς ἡμέρας], Θεόκρ. 1. 17· [[μετὰ]] γεν., τοῦ ἔτους τ., κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν τοῦ ἔτους, Αἰλ. π. Ζ. 15. 1. ― Οἱ ἐν [[κοινῇ]] χρήσει τύποι [[εἶναι]] [[τηνικάδε]], [[τηνικαῦτα]], Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 50. (Περὶ τῆς καταλήξεως, -ίκα, πρβλ. [[αὐτίκα]]).
|lstext='''τηνίκα''': [ῑ], Δωρ. τᾱνίκα, Ἐπίρρ., ([[τῆνος]]) παρ’ Ἀττ., κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, [[τηνικαῦτα]], [[τότε]], [[κυρίως]] σχετικὸν τῷ ἀναφορικῷ [[ἡνίκα]], καὶ τοῖς ἐρωτημ. [[πηνίκα]], [[ὁπηνίκα]], κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, [[τότε]], [[εὖτε]]..., [[τηνίκα]]..., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 799· [[ὡσαύτως]] μετὰ τοῦ ἄρθρ. (συχν. φέρεται τοτηνίκα), ὅτε..., τὸ [[τηνίκα]]..., Σοφ. Ο. Κ. 440. 2) ἀπολ. κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν [τῆς ἡμέρας], Θεόκρ. 1. 17· μετὰ γεν., τοῦ ἔτους τ., κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν τοῦ ἔτους, Αἰλ. π. Ζ. 15. 1. ― Οἱ ἐν [[κοινῇ]] χρήσει τύποι [[εἶναι]] [[τηνικάδε]], [[τηνικαῦτα]], Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 50. (Περὶ τῆς καταλήξεως, -ίκα, πρβλ. [[αὐτίκα]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />à ce moment, alors ; τὸ [[τηνίκα]] SOPH <i>m. sign.</i> ; [[τηνίκα]] [[τοῦ]] ἔτους ÉL à ce moment de l’année.<br />'''Étymologie:''' th. dém. τ-, [[ἡνίκα]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. [[τανίκα]] Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνη]] την ώρα της ημέρας, αυτήν ή εκείνην την καθορισμένη ώρα («ἧ γὰρ ἀπ' ἄγρας [[τηνίκα]] κεκμαὼς ἀμπαύεται», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (με άρθρ.) [[τότε]] («τὸ τηνίκ' ἤδη τοῡτο μὲν [[πόλις]] βίᾳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τοῡ ἔτους [[τηνίκα]]» — εκείνην την [[εποχή]] του έτους <b>(Αιλ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[τηνίκα]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>το</i>- του οριστικού άρθρου (<b>πρβλ.</b> IE <i>tod</i>, <b>βλ. λ.</b> <i>ο</i>, <i>η</i>, <i>το</i>) [[κατά]] τρόπο ανάλογο με τον χρον. σύνδ. [[ἡνίκα]] (<b>βλ. λ.</b> [[ηνίκα]])].
|mltxt=και δωρ. τ. [[τανίκα]] Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνη]] την ώρα της ημέρας, αυτήν ή εκείνην την καθορισμένη ώρα («ἧ γὰρ ἀπ' ἄγρας [[τηνίκα]] κεκμαὼς ἀμπαύεται», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (με άρθρ.) [[τότε]] («τὸ τηνίκ' ἤδη τοῦτο μὲν [[πόλις]] βίᾳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τοῦ ἔτους [[τηνίκα]]» — εκείνην την [[εποχή]] του έτους <b>(Αιλ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[τηνίκα]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>το</i>- του οριστικού άρθρου (<b>πρβλ.</b> [[IE]] <i>tod</i>, <b>βλ. λ.</b> <i>ο</i>, <i>η</i>, <i>το</i>) [[κατά]] τρόπο ανάλογο με τον χρον. σύνδ. [[ἡνίκα]] (<b>βλ. λ.</b> [[ηνίκα]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τηνίκα:''' [ῐ], Δωρ. τᾱνίκα, επίρρ. ([[τῆνος]]), συσχ. του αναφορ. [[ἡνίκα]],<br /><b class="num">1.</b> σε εκείνον τον χρόνο, [[τότε]]· επίσης, με το [[άρθρο]] ([[συχνά]] γραφόμενο [[τοτηνίκα]]), σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[εκείνη]] την ώρα (της ημέρας), σε Θεόκρ.
|lsmtext='''τηνίκα:''' [ῐ], Δωρ. τᾱνίκα, επίρρ. ([[τῆνος]]), συσχ. του αναφορ. [[ἡνίκα]],<br /><b class="num">1.</b> σε εκείνον τον χρόνο, [[τότε]]· επίσης, με το [[άρθρο]] ([[συχνά]] γραφόμενο [[τοτηνίκα]]), σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[εκείνη]] την ώρα (της ημέρας), σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τηνίκᾰ:''' дор. [[τανίκα|τᾱνίκα]] (ῐ) (τό) adv. тогда, в (э)то время Soph., Theocr.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''τηνίκα''': {tēníka}<br />'''Forms''': dor. (Theok.) [[τανίκα]]<br />'''Meaning''': [[dann]], [[zu dieser Zeit]] (S., A. R., Theok.).<br />'''Derivative''': Dazu [[τηνικαῦτα]] (ion. att.), -άδε (Pl., Plb., Ph. u.a.) ib. (wie [[ἐνθαῦτα]], -άδε).<br />'''Etymology''' : Vom Demonstr. [[το-]] (s.d.) mit derselben unklaren Bildung wie [[ἡνίκα]] (s.d. m. Lit.).<br />'''Page''' 2,894
|ftr='''τηνίκα''': {tēníka}<br />'''Forms''': dor. (Theok.) [[τανίκα]]<br />'''Meaning''': [[dann]], [[zu dieser Zeit]] (S., A. R., Theok.).<br />'''Derivative''': Dazu [[τηνικαῦτα]] (ion. att.), -άδε (Pl., Plb., Ph. u.a.) ib. (wie [[ἐνθαῦτα]], -άδε).<br />'''Etymology''': Vom Demonstr. [[το-]] (s.d.) mit derselben unklaren Bildung wie [[ἡνίκα]] (s.d. m. Lit.).<br />'''Page''' 2,894
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[at that hour]], [[at this hour]]
|woodrun=[[at that hour]], [[at this hour]]
}}
}}

Latest revision as of 06:48, 20 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηνίκα Medium diacritics: τηνίκα Low diacritics: τηνίκα Capitals: ΤΗΝΙΚΑ
Transliteration A: tēníka Transliteration B: tēnika Transliteration C: tinika Beta Code: thni/ka

English (LSJ)

[ῐ], Dor. τανίκα, Adv.
A at that time, then, prop. answering to Relat. ἡνίκα and Interrog. πηνίκα, ὁπηνίκα; εὖτε... τηνίκα.. A.R.1.799: also with the Art., ὅτε... τὸ τ... S.OC440.
2 abs., at that time [of day], Theoc.1.17: c. gen., τοῦ ἔτους τ. at that time of the year, Ael.NA15.5 codd.—The Att. forms are τηνικάδε, τηνικαῦτα.

German (Pape)

[Seite 1108] adv. (vgl. τῆνος), Demonstrat. zum Fragewort πηνίκα, zu dieser oder jener Tageszeit, um diese bestimmte Tageszeit; Her. 1, 17. 18 u. oft u. Folgde; vgl. Lob. Phryn. 50. – Bei den Ioniern u. Sp. = dann, alsdann, da. – Buttm. Lexil. II p. 227 nimmt zur Ableitung dieser Wörter ein altes Wort ιξ oder Fιξ an, dem lat. vice entsprechend, τὴν ἴκα, hac vice, wie auch αὐτίκα = τὴν αὐτὴν ἴκα (?).

French (Bailly abrégé)

adv.
à ce moment, alors ; τὸ τηνίκα SOPH m. sign. ; τηνίκα τοῦ ἔτους ÉL à ce moment de l'année.
Étymologie: th. dém. τ-, ἡνίκα.

Russian (Dvoretsky)

τηνίκᾰ: дор. τᾱνίκα (ῐ) (τό) adv. тогда, в (э)то время Soph., Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

τηνίκα: [ῑ], Δωρ. τᾱνίκα, Ἐπίρρ., (τῆνος) παρ’ Ἀττ., κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, τηνικαῦτα, τότε, κυρίως σχετικὸν τῷ ἀναφορικῷ ἡνίκα, καὶ τοῖς ἐρωτημ. πηνίκα, ὁπηνίκα, κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, τότε, εὖτε..., τηνίκα..., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 799· ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρ. (συχν. φέρεται τοτηνίκα), ὅτε..., τὸ τηνίκα..., Σοφ. Ο. Κ. 440. 2) ἀπολ. κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν [τῆς ἡμέρας], Θεόκρ. 1. 17· μετὰ γεν., τοῦ ἔτους τ., κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν τοῦ ἔτους, Αἰλ. π. Ζ. 15. 1. ― Οἱ ἐν κοινῇ χρήσει τύποι εἶναι τηνικάδε, τηνικαῦτα, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 50. (Περὶ τῆς καταλήξεως, -ίκα, πρβλ. αὐτίκα).

Greek Monolingual

και δωρ. τ. τανίκα Α
επίρρ.
1. εκείνη την ώρα της ημέρας, αυτήν ή εκείνην την καθορισμένη ώρα («ἧ γὰρ ἀπ' ἄγρας τηνίκα κεκμαὼς ἀμπαύεται», Θεόκρ.)
2. (με άρθρ.) τότε («τὸ τηνίκ' ἤδη τοῦτο μὲν πόλις βίᾳ», Σοφ.)
3. φρ. «τοῦ ἔτους τηνίκα» — εκείνην την εποχή του έτους (Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τηνίκα έχει σχηματιστεί από το θ. το- του οριστικού άρθρου (πρβλ. IE tod, βλ. λ. ο, η, το) κατά τρόπο ανάλογο με τον χρον. σύνδ. ἡνίκα (βλ. λ. ηνίκα)].

Greek Monotonic

τηνίκα: [ῐ], Δωρ. τᾱνίκα, επίρρ. (τῆνος), συσχ. του αναφορ. ἡνίκα,
1. σε εκείνον τον χρόνο, τότε· επίσης, με το άρθρο (συχνά γραφόμενο τοτηνίκα), σε Σοφ.
2. απόλ., εκείνη την ώρα (της ημέρας), σε Θεόκρ.

Middle Liddell

τῆνος
1. antec. to Relat. ἡνίκα, at that time, then; also with the Art. (often written τοτηνίκἀ, Soph.
2. absol. at that time [of day], Theocr.

Frisk Etymology German

τηνίκα: {tēníka}
Forms: dor. (Theok.) τανίκα
Meaning: dann, zu dieser Zeit (S., A. R., Theok.).
Derivative: Dazu τηνικαῦτα (ion. att.), -άδε (Pl., Plb., Ph. u.a.) ib. (wie ἐνθαῦτα, -άδε).
Etymology: Vom Demonstr. το- (s.d.) mit derselben unklaren Bildung wie ἡνίκα (s.d. m. Lit.).
Page 2,894

English (Woodhouse)

at that hour, at this hour

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)