χεῦμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
m (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=cheyma
|Transliteration C=cheyma
|Beta Code=xeu=ma
|Beta Code=xeu=ma
|Definition=ατος, τό, ([[χέω]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[that which is poured]], [[stream]], <b class="b3">χεῦμα κασσιτέροιο</b> [[stream]] of [[molten]] [[tin]], <span class="bibl">Il.23.561</span>; χεῦμα θαλάσσης <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>192.2</span> (anap.); πόντου <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>316.2</span>, <span class="title">Trag.Adesp.</span>157; ποτάμιον χεῦμα ὑδάτων <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>1304</span> (lyr.); χεῦμα Ἐρασίνου <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>1020</span>(lyr.), cf. <span class="bibl"><span class="title">Eu.</span>293</span>; <b class="b3">χεῦμα ἀκήρατον</b> [[pure]] [[spring]] [[water]], <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>471</span>; even <b class="b3">σταθερὸν χεῦμα</b> [[standing]] [[water]], <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>276</span>; also ἄνεμός ἐστιν ἠέρος ῥεῦμα καὶ χεῦμα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Flat.</span>3</span>: pl., [[stream]]s, Σκαμάνδρου <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>9.39</span>, cf. <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>1028</span> (lyr.), <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>793</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> generally, <b class="b3">χεῦμα νιφετοῖο</b> [[fall]] of [[snow]], <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>3.213</span>, cf. <span class="bibl">210</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> metaph., [[stream]], [[flow]], εὔμουσα χεῦμα <span class="title">AP</span>9.661 (Jul.Aeg.): of [[language]], Longin.13.1. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> pl., [[cast vessels]], [[bowl]]s, χεύματα ἀργύρεα κυκλοτερέα <span class="bibl">Hdt.1.51</span>, cf. <span class="bibl">Poll.10.82</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, ([[χέω]])<br><span class="bld">A</span> [[that which is poured]], [[stream]], <b class="b3">χεῦμα κασσιτέροιο</b> [[stream]] of [[molten]] [[tin]], Il.23.561; χεῦμα θαλάσσης A.''Fr.''192.2 (anap.); πόντου E.''Fr.''316.2, ''Trag.Adesp.''157; ποτάμιον χεῦμα ὑδάτων E.''Hel.''1304 (lyr.); χεῦμα Ἐρασίνου A.''Supp.''1020(lyr.), cf. ''Eu.''293; <b class="b3">χεῦμα ἀκήρατον</b> [[pure]] [[spring]] [[water]], [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''471; even <b class="b3">σταθερὸν χεῦμα</b> [[standing]] [[water]], A.''Fr.''276; also [[ἄνεμός]] ἐστιν ἠέρος ῥεῦμα καὶ χεῦμα Hp.''Flat.''3: pl., [[stream]]s, Σκαμάνδρου Pi.''N.''9.39, cf. A.''Supp.''1028 (lyr.), E.''Ph.''793 (lyr.).<br><span class="bld">2</span> generally, <b class="b3">χεῦμα νιφετοῖο</b> [[fall]] of [[snow]], [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 3.213, cf. 210.<br><span class="bld">3</span> metaph., [[stream]], [[flow]], εὔμουσα χεῦμα ''AP''9.661 (Jul.Aeg.): of [[language]], Longin.13.1.<br><span class="bld">II</span> pl., [[cast vessels]], [[bowl]]s, χεύματα ἀργύρεα κυκλοτερέα [[Herodotus|Hdt.]]1.51, cf. Poll.10.82.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br />[[καθετί]] που χύνεται και ρέει, [[ρους]], [[ρεύμα]] (α. «πολλῷ τῷ χεύματι τοῦ νάματος», Ευσ.<br />β. «[[ποτάμιον]]... χεῡμ' ὑδάτων», <b>Ευρ.</b><br />γ. «χεῡμα θαλάσσης», <b>Αισχύλ.</b><br />δ. «χεῡμα... κασσιτέροιο» — χυμένος [[κασσίτερος]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) ροή, [[ρύση]] («[[δένδρον]]... κρατεροῖς ὑπὸ μύθοις ἄρδομαι εὐμούσοις χεύμασι τηλεθάον», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br />β) ρέων [[λόγος]] («ὁ [[Πλάτων]] τοιούτῳ τινὶ χεύματι ἀψοφητὶ ῥέων...», Λογγίν.)<br /><b>2.</b> [[αγγείο]] («χεύματα ἀργύρεα κυκλοτερέα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχεῦμα</b>)</i> «χεῡμα<br />[[πρόχους]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χευ</i>- της απαθούς βαθμίδας του ρ. <i>χέω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ῥεῦ</i>-<i>μα</i>), <b>βλ.</b> και λ. <i>χέω</i>].
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br />[[καθετί]] που χύνεται και ρέει, [[ρους]], [[ρεύμα]] (α. «πολλῷ τῷ χεύματι τοῦ νάματος», Ευσ.<br />β. «[[ποτάμιον]]... χεῡμ' ὑδάτων», <b>Ευρ.</b><br />γ. «χεῡμα θαλάσσης», <b>Αισχύλ.</b><br />δ. «χεῡμα... κασσιτέροιο» — χυμένος [[κασσίτερος]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) ροή, [[ρύση]] («[[δένδρον]]... κρατεροῖς ὑπὸ μύθοις ἄρδομαι εὐμούσοις χεύμασι τηλεθάον», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br />β) ρέων [[λόγος]] («ὁ [[Πλάτων]] τοιούτῳ τινὶ χεύματι ἀψοφητὶ ῥέων...», Λογγίν.)<br /><b>2.</b> [[αγγείο]] («χεύματα ἀργύρεα κυκλοτερέα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχεῦμα</b>)</i> «χεῡμα<br />[[πρόχους]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χευ</i>- της απαθούς βαθμίδας του ρ. <i>χέω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> ([[πρβλ]]. [[ῥεῦμα]]), <b>βλ.</b> και λ. <i>χέω</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 06:50, 20 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χεῦμα Medium diacritics: χεῦμα Low diacritics: χεύμα Capitals: ΧΕΥΜΑ
Transliteration A: cheûma Transliteration B: cheuma Transliteration C: cheyma Beta Code: xeu=ma

English (LSJ)

-ατος, τό, (χέω)
A that which is poured, stream, χεῦμα κασσιτέροιο stream of molten tin, Il.23.561; χεῦμα θαλάσσης A.Fr.192.2 (anap.); πόντου E.Fr.316.2, Trag.Adesp.157; ποτάμιον χεῦμα ὑδάτων E.Hel.1304 (lyr.); χεῦμα Ἐρασίνου A.Supp.1020(lyr.), cf. Eu.293; χεῦμα ἀκήρατον pure spring water, S.OC471; even σταθερὸν χεῦμα standing water, A.Fr.276; also ἄνεμός ἐστιν ἠέρος ῥεῦμα καὶ χεῦμα Hp.Flat.3: pl., streams, Σκαμάνδρου Pi.N.9.39, cf. A.Supp.1028 (lyr.), E.Ph.793 (lyr.).
2 generally, χεῦμα νιφετοῖο fall of snow, Nonn. D. 3.213, cf. 210.
3 metaph., stream, flow, εὔμουσα χεῦμα AP9.661 (Jul.Aeg.): of language, Longin.13.1.
II pl., cast vessels, bowls, χεύματα ἀργύρεα κυκλοτερέα Hdt.1.51, cf. Poll.10.82.

German (Pape)

[Seite 1351] ατος, τό, 1) das Ausgegossene, der Guß; χεῦμα κασσιτέροιο, ein Guß oder Gußarbeit von geschmolzenem Zinn, Il. 23, 561; Fluß, Strom, Fluth, Σκαμάνδρου χεύμασιν Pind. N. 9, 39; auch übtr., κώμων P. 5, 100; Aesch. ποταμοὶ λιπαροῖς χεύμασι γαίας τόδε μειλίσσοντες οὖδας, Suppl. 1008, vgl. 998, u. oft so bei Eur. – 2) das Trankopfer und ein Gefäß zum Trankopfer, sonst χοεύς, Her. 1, 51, vgl. Poll. 6, 84. 10, 82.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. ce qui s'épanche, ce qu'on répand, particul.
1 courant (d'un fleuve);
2 libation;
II. p. suite :
1 bord d'un ouvrage en métal fondu;
2 vase pour les libations.
Étymologie: χέω.

Russian (Dvoretsky)

χεῦμα: ατος τό
1 струя, поток, течение (Σκαμάνδρου χεύματα Pind.; ποτάμιον χεῦμα ὑδάτων Eur.): χεῦμα ἀκήρατον λαβεῖν Soph. принести чистой воды (для омовения рук);
2 литье: χεῦμα κασσιτέροιο Hom. литое олово;
3 сосуд для возлияний (χεύματα ἀργύρεα Her.).

Greek (Liddell-Scott)

χεῦμα: τό, (χέω) τὸ χεόμενον, ποιητικ. ὄνομα οὐσιαστ.· δηλ. 1) ῥεῦμα, κασσιτέροιο χεῦμα, ῥεῦμα τετηκότος κασσιτέρου, Ἰλ. Ψ. 561· χεῦμα θαλάσσης Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 192· πόντου Εὐρ. Ἀποσπ. 318. 2· ποτάμιον χεῦμα ὑδάτων ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1304· χεῦμα Ἐρασίνου Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1020, πρβλ. Εὐρ. 293· χεῦμα ἀκήρατον, διαυγὲς ὕδωρ πηγαῖον, Σοφ. Ο. Κ. 471· ἔτι δὲ καί, σταθερὸν χεῦμα, στάσιμον ὕδωρ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 274· - συχνάκις ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., ῥεύματα, ὕδατα, Σκαμάνδρου Πινδ. Ν. 9. 94, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 1030, Εὐρ. Φοιν. 793. 2) καθόλου, χεῦμα νιφετοῖο, πτῶσις χιόνος, Νόνν. Δ. 3. 210, 213· μεταφορ., ῥεῦμα, ῥύσις, ῥοή, εὔμουσα χεῦμα Ἀνθ. Π. 9. 661, πρβλ. Λογγῖν. 13. 1· ἴδε ὑπόχευμα. ΙΙ. ἀγγεῖον εἰς ὃ ἐγχεῖται ὕδωρ, λεκάνη, χεύματα ἀργύρεα κυκλοτερέα Ἡρόδ. 1. 51, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 84, Κ. 82. - Καθ’ Ἡσύχ.: «χεῦμα προχοὴ» (κῶδ. προχόη).

English (Autenrieth)

ατος (χέω): that which is poured, casting, Il. 23.561†.

English (Slater)

χεῡμα stream Σκαμάνδρου χεύμασιν ἀγχοῦ (N. 9.39) met., μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν δρόσῳ μαλθακᾷ ῥανθεισᾶν κώμων ὑπὸ χεύμασιν (P. 5.100)

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
καθετί που χύνεται και ρέει, ρους, ρεύμα (α. «πολλῷ τῷ χεύματι τοῦ νάματος», Ευσ.
β. «ποτάμιον... χεῡμ' ὑδάτων», Ευρ.
γ. «χεῡμα θαλάσσης», Αισχύλ.
δ. «χεῡμα... κασσιτέροιο» — χυμένος κασσίτερος, Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. μτφ. α) ροή, ρύσηδένδρον... κρατεροῖς ὑπὸ μύθοις ἄρδομαι εὐμούσοις χεύμασι τηλεθάον», Ανθ. Παλ.)
β) ρέων λόγος («ὁ Πλάτων τοιούτῳ τινὶ χεύματι ἀψοφητὶ ῥέων...», Λογγίν.)
2. αγγείο («χεύματα ἀργύρεα κυκλοτερέα», Ηρόδ.)
3. (κατά τον Ησύχεῦμα) «χεῡμα
πρόχους».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χευ- της απαθούς βαθμίδας του ρ. χέω + κατάλ. -μα (πρβλ. ῥεῦμα), βλ. και λ. χέω].

Greek Monotonic

χεῦμα: -ατος, τό (χέω
I. αυτό που χύνεται, ρεύμα, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.
II. αυτό μέσα στο οποίο χύνεται το νερό, δοχείο, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

χεῦμα, ατος, τό, [χέω]
I. that which is poured, a stream, Il., Trag.
II. that into which water is poured, a bowl, Hdt.

English (Woodhouse)

liquid, stream

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)