ἐφικτός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efiktos
|Transliteration C=efiktos
|Beta Code=e)fikto/s
|Beta Code=e)fikto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[easy to reach]], [[accessible]], [[attainable]], v.l. for [[ἀνυστόν]] in <span class="bibl">Parm.4.7</span>; οὐκ . . ἐν ὀφθαλμοῖσιν ἐφικτόν <span class="bibl">Emp.133.1</span>; οὔτε τέχνη οὔτε σοφίη ἐφικτόν, ἢν μὴ μάθῃ τις <span class="bibl">Democr.59</span>; ἐλπίδες ἐφικταί <span class="bibl">Id.58</span>, cf. <span class="bibl">Plb.12.25i</span>.<span class="bibl">9</span>, Phld.<span class="title">Herc.</span>1457.11; τὸ μέσον ἐπίπαν ἐ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>666a15</span>; ἐφικτὸς εἰκότι λόγῳ <span class="bibl">Plu.<span class="title">Thes.</span>1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἐφικτόν ἐστι</b> it is [[possible]], c. inf., <span class="bibl">Plb.9.24.5</span>; <b class="b3">καθόσον ἐφικτόν</b> to the best of one's [[power]], <span class="bibl">Arist. <span class="title">Mu.</span>391b3</span>; ὡς οὐκ ἦν ἐφικτὰ αὐτοῖς <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>5.7</span>; <b class="b3">οἱ ἐν ἐφικτῷ τόποι</b> [[within reach]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Lap.</span>25</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Ign.</span>70</span>; <b class="b3">ἐν ἐφικτῷ τῆς ἐλπίδος, τοῦ φιλῆσαι</b>, Plu.2.494e, 496c; <b class="b3">εἰς ἐφικτὸν προελθοῦσα</b> coming [[within reach]], <span class="bibl">D.H.2.38</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> Act., [[attacking]], Ποιναί <span class="title">Trag.Adesp.</span>256.</span>
|Definition=ἐφικτή, ἐφικτόν,<br><span class="bld">A</span> [[easy to reach]], [[accessible]], [[attainable]], [[varia lectio|v.l.]] for [[ἀνυστόν]] in Parm.4.7; οὐκ.. ἐν ὀφθαλμοῖσιν ἐφικτόν Emp.133.1; οὔτε τέχνη οὔτε σοφίη ἐφικτόν, ἢν μὴ μάθῃ τις Democr.59; ἐλπίδες ἐφικταί Id.58, cf. Plb.12.25i.9, Phld.''Herc.''1457.11; τὸ μέσον ἐπίπαν ἐ. [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''666a15; ἐφικτὸς εἰκότι λόγῳ Plu.''Thes.''1.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἐφικτόν ἐστι</b> it is [[possible]], c. inf., Plb.9.24.5; <b class="b3">καθόσον ἐφικτόν</b> to the best of one's [[power]], Arist. ''Mu.''391b3; ὡς οὐκ ἦν ἐφικτὰ αὐτοῖς Ael.''NA''5.7; <b class="b3">οἱ ἐν ἐφικτῷ τόποι</b> [[within reach]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''De Lapidibus'' 25, cf. ''Ign.''70; <b class="b3">ἐν ἐφικτῷ τῆς ἐλπίδος, τοῦ φιλῆσαι</b>, Plu.2.494e, 496c; <b class="b3">εἰς ἐφικτὸν προελθοῦσα</b> coming [[within reach]], D.H.2.38.<br><span class="bld">III</span> Act., [[attacking]], Ποιναί ''Trag.Adesp.''256.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1119.png Seite 1119]] adj. verb. zum Vor., [[erreichbar]], wozu man gelangen kann; τὸν ἐφικτὸν εἰκότι λόγῳ χρόνον Plut. Thes. 1; [[ἔργον]], das man ausführen kann, Them. 31; [[λόγος]] ὀλίγοις ἐφ., Wenigen verständlich, Pol. 6, 5, 1; καθ' ὅσον ἐφικτὸν θεολογῶμεν περὶ τούτων, nach Kräften, so weit es möglich ist, Arist. de mund. 1 extr.; Sp., μία τις [[ὁδός]], δι' ἧς ἐστιν εἰς Ἰταλίαν [[ἐλθεῖν]] ἐφικτόν, auf dem es möglich ist, nach Italien zu kommen, Pol. 9, 24, 5; ὡς οὐκ ἦν ἐφικτὰ αὐτοῖς ἔτι Ael. N. A. 5, 7; – εἰς ἐφικτὸν πελάσαι, so weit herankommen, daß man erreicht werden kann, Plut. Mar. 20; προσελθεῖν Dion. Hal. 2, 38; – ἐν ἐφικτῷ [[γενέσθαι]], εἶναι, im Bereich sein, erreichbar sein, Plut. Pyrrh. 14 Anton. 39 u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1119.png Seite 1119]] adj. verb. zum Vor., [[erreichbar]], wozu man gelangen kann; τὸν ἐφικτὸν εἰκότι λόγῳ χρόνον Plut. Thes. 1; [[ἔργον]], das man ausführen kann, Them. 31; [[λόγος]] ὀλίγοις ἐφ., Wenigen verständlich, Pol. 6, 5, 1; καθ' ὅσον ἐφικτὸν θεολογῶμεν περὶ τούτων, nach Kräften, so weit es möglich ist, Arist. de mund. 1 extr.; Sp., μία τις [[ὁδός]], δι' ἧς ἐστιν εἰς Ἰταλίαν [[ἐλθεῖν]] ἐφικτόν, auf dem es möglich ist, nach Italien zu kommen, Pol. 9, 24, 5; ὡς οὐκ ἦν ἐφικτὰ αὐτοῖς ἔτι Ael. N. A. 5, 7; – εἰς ἐφικτὸν πελάσαι, so weit herankommen, daß man erreicht werden kann, Plut. Mar. 20; προσελθεῖν Dion. Hal. 2, 38; – ἐν ἐφικτῷ [[γενέσθαι]], εἶναι, im Bereich sein, erreichbar sein, Plut. Pyrrh. 14 Anton. 39 u. öfter.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui peut être atteint, accessible : τινι à qqn, à qch (aux yeux, à la parole, <i>etc.</i>) ; [[ἐν]] ἐφικτῷ τινος PLUT à portée de qch ; [[ὡς]] [[οὐκ]] [[ἦν]] ἐφικτὰ αὐτοῖς ÉL comme cela n'était pas en leur pouvoir.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἐφικνέομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐφικτός:''' [adj. verb. к [[ἐφικνέομαι]]<br /><b class="num">1</b> [[достижимый]], [[доступный]] (ὄφθαλμοῖσιν Emped.; ὀλίγοις Polyb.; εἰκότι λόγῳ Plut.): εἰς ἐφικτὸν πελάσαι Plut. подойти на расстояние досягаемости; ἐν ἐφικτῷ [[γενέσθαι]] Plut. оказаться в пределах досягаемости;<br /><b class="num">2</b> [[возможный]]: ἐφικτόν ἐστι Polyb. возможно; ἐν ἐφικτῷ τινος Plut. в пределах возможности чего-л.; καθ᾽ [[ὅσον]] ἐφικτόν (лат. [[pro]] virili parte) Arst. насколько возможно.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφικτός''': -ή, -όν, εἰς ὃν εὐκόλως φθάνει τις, [[προσιτός]], Παρμεν. 42· οὐκ… ὀφθαλμοῖσιν ἐφικτὸν Ἐμπεδ. 389· τὸ [[μέσον]] [[ἐπίπαν]] ἐφ. Ἀριστ. περὶ Ζ.Μορ. 3. 4, 13· ἐφικτὸς εἰκότι λόγῳ Πλουτ. Θησ. 1. ΙΙ. ἐφικτόν ἐστι, [[εἶναι]] δυνατόν, μετ’ ἀπαρ., Πολύβ. 9. 24, 5· [[καθόσον]] ἐφικτόν, [[καθόσον]] [[εἶναι]] δυνατόν, Λατ. pro virili, Ἀριστ. π. Κόσμ. 1, 6· ὡς οὐκ ἦν ἐφικτὰ αὐτοῖς Αἰλ. π. Ζ. 5. 7· ἐν ἐφικτῷ, ἐντὸς τοῦ δυνατοῦ, Θεόφρ. π. Λίθ. 25, π. Πυρός 70· ἐν ἐφικτῷ ἐλπίδος, τοῦ φιλῆσαι Πλούταρχ. 2. 494Ε, 496C· ὡς ἐφικτὸν ἐλθεῖν Διον. Ἁλ. 2. 38.
|lstext='''ἐφικτός''': -ή, -όν, εἰς ὃν εὐκόλως φθάνει τις, [[προσιτός]], Παρμεν. 42· οὐκ… ὀφθαλμοῖσιν ἐφικτὸν Ἐμπεδ. 389· τὸ [[μέσον]] [[ἐπίπαν]] ἐφ. Ἀριστ. περὶ Ζ.Μορ. 3. 4, 13· ἐφικτὸς εἰκότι λόγῳ Πλουτ. Θησ. 1. ΙΙ. ἐφικτόν ἐστι, [[εἶναι]] δυνατόν, μετ’ ἀπαρ., Πολύβ. 9. 24, 5· [[καθόσον]] ἐφικτόν, [[καθόσον]] [[εἶναι]] δυνατόν, Λατ. pro virili, Ἀριστ. π. Κόσμ. 1, 6· ὡς οὐκ ἦν ἐφικτὰ αὐτοῖς Αἰλ. π. Ζ. 5. 7· ἐν ἐφικτῷ, ἐντὸς τοῦ δυνατοῦ, Θεόφρ. π. Λίθ. 25, π. Πυρός 70· ἐν ἐφικτῷ ἐλπίδος, τοῦ φιλῆσαι Πλούταρχ. 2. 494Ε, 496C· ὡς ἐφικτὸν ἐλθεῖν Διον. Ἁλ. 2. 38.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui peut être atteint, accessible : τινι à qqn, à qch (aux yeux, à la parole, <i>etc.</i>) ; [[ἐν]] ἐφικτῷ τινος PLUT à portée de qch ; [[ὡς]] [[οὐκ]] [[ἦν]] ἐφικτὰ αὐτοῖς ÉL comme cela n’était pas en leur pouvoir.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἐφικνέομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἐφικτός]], -ή, -όν)<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να φθάσει, [[προσιτός]], [[κατορθωτός]], [[δυνατός]], πραγματοποιήσιμος<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για το [[θείο]]) [[κατανοητός]]<br /><b>2.</b> αυτός που προσβάλλει, που πλήττει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐφικτόν ἐστι» — [[είναι]] δυνατό να...<br />β) «καθ' ὅσον ἐφικτόν» — όσο το δυνατό<br />γ) «οἱ ἐν ἐφικτῷ τόποι» — οι τόποι που μπορεί να φθάσει, να προσεγγίσει [[κανείς]], οι προσιτοί τόποι<br />δ) «εἰς ἐφικτόν» — [[μέσα]] στο όριο<br />ε) «εἰς ἐφικτὸν προελθοῡσα» — [[αφού]] έφθασε στα όρια του δυνατού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εφ</i>-<i>ικ</i>-<i>τος</i><br />ρηματ. επίθ. σε -<i>τος</i>, του αρχ. ρ. <i>εφι</i>-<i>κνούμαι</i> «[[φθάνω]], [[πετυχαίνω]]»].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἐφικτός]], -ή, -όν)<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να φθάσει, [[προσιτός]], [[κατορθωτός]], [[δυνατός]], πραγματοποιήσιμος<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για το [[θείο]]) [[κατανοητός]]<br /><b>2.</b> αυτός που προσβάλλει, που πλήττει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐφικτόν ἐστι» — [[είναι]] δυνατό να...<br />β) «καθ' ὅσον ἐφικτόν» — όσο το δυνατό<br />γ) «οἱ ἐν ἐφικτῷ τόποι» — οι τόποι που μπορεί να φθάσει, να προσεγγίσει [[κανείς]], οι προσιτοί τόποι<br />δ) «εἰς ἐφικτόν» — [[μέσα]] στο όριο<br />ε) «εἰς ἐφικτὸν προελθοῦσα» — [[αφού]] έφθασε στα όρια του δυνατού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εφ</i>-<i>ικ</i>-<i>τος</i><br />ρηματ. επίθ. σε -<i>τος</i>, του αρχ. ρ. <i>εφι</i>-<i>κνούμαι</i> «[[φθάνω]], [[πετυχαίνω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐφικτός:''' -ή, -όν, [[εύκολος]] στην [[προσέγγιση]], [[κατορθωτός]], [[προσιτός]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐφικτός:''' -ή, -όν, [[εύκολος]] στην [[προσέγγιση]], [[κατορθωτός]], [[προσιτός]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐφικτός:''' [adj. verb. к [[ἐφικνέομαι]]<br /><b class="num">1)</b> достижимый, доступный (ὄφθαλμοῖσιν Emped.; ὀλίγοις Polyb.; εἰκότι λόγῳ Plut.): εἰς ἐφικτὸν πελάσαι Plut. подойти на расстояние досягаемости; ἐν ἐφικτῷ [[γενέσθαι]] Plut. оказаться в пределах досягаемости;<br /><b class="num">2)</b> возможный: ἐφικτόν ἐστι Polyb. возможно; ἐν ἐφικτῷ τινος Plut. в пределах возможности чего-л.; καθ᾽ [[ὅσον]] ἐφικτόν (лат. [[pro]] virili parte) Arst. насколько возможно.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐφικτός]], ή, όν [from [[ἐφικνέομαι]]<br />[[easy]] to [[reach]], [[accessible]], Plut.
|mdlsjtxt=[[ἐφικτός]], ή, όν [from [[ἐφικνέομαι]]<br />[[easy]] to [[reach]], [[accessible]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 07:39, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφικτός Medium diacritics: ἐφικτός Low diacritics: εφικτός Capitals: ΕΦΙΚΤΟΣ
Transliteration A: ephiktós Transliteration B: ephiktos Transliteration C: efiktos Beta Code: e)fikto/s

English (LSJ)

ἐφικτή, ἐφικτόν,
A easy to reach, accessible, attainable, v.l. for ἀνυστόν in Parm.4.7; οὐκ.. ἐν ὀφθαλμοῖσιν ἐφικτόν Emp.133.1; οὔτε τέχνη οὔτε σοφίη ἐφικτόν, ἢν μὴ μάθῃ τις Democr.59; ἐλπίδες ἐφικταί Id.58, cf. Plb.12.25i.9, Phld.Herc.1457.11; τὸ μέσον ἐπίπαν ἐ. Arist.PA666a15; ἐφικτὸς εἰκότι λόγῳ Plu.Thes.1.
II ἐφικτόν ἐστι it is possible, c. inf., Plb.9.24.5; καθόσον ἐφικτόν to the best of one's power, Arist. Mu.391b3; ὡς οὐκ ἦν ἐφικτὰ αὐτοῖς Ael.NA5.7; οἱ ἐν ἐφικτῷ τόποι within reach, Thphr. De Lapidibus 25, cf. Ign.70; ἐν ἐφικτῷ τῆς ἐλπίδος, τοῦ φιλῆσαι, Plu.2.494e, 496c; εἰς ἐφικτὸν προελθοῦσα coming within reach, D.H.2.38.
III Act., attacking, Ποιναί Trag.Adesp.256.

German (Pape)

[Seite 1119] adj. verb. zum Vor., erreichbar, wozu man gelangen kann; τὸν ἐφικτὸν εἰκότι λόγῳ χρόνον Plut. Thes. 1; ἔργον, das man ausführen kann, Them. 31; λόγος ὀλίγοις ἐφ., Wenigen verständlich, Pol. 6, 5, 1; καθ' ὅσον ἐφικτὸν θεολογῶμεν περὶ τούτων, nach Kräften, so weit es möglich ist, Arist. de mund. 1 extr.; Sp., μία τις ὁδός, δι' ἧς ἐστιν εἰς Ἰταλίαν ἐλθεῖν ἐφικτόν, auf dem es möglich ist, nach Italien zu kommen, Pol. 9, 24, 5; ὡς οὐκ ἦν ἐφικτὰ αὐτοῖς ἔτι Ael. N. A. 5, 7; – εἰς ἐφικτὸν πελάσαι, so weit herankommen, daß man erreicht werden kann, Plut. Mar. 20; προσελθεῖν Dion. Hal. 2, 38; – ἐν ἐφικτῷ γενέσθαι, εἶναι, im Bereich sein, erreichbar sein, Plut. Pyrrh. 14 Anton. 39 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui peut être atteint, accessible : τινι à qqn, à qch (aux yeux, à la parole, etc.) ; ἐν ἐφικτῷ τινος PLUT à portée de qch ; ὡς οὐκ ἦν ἐφικτὰ αὐτοῖς ÉL comme cela n'était pas en leur pouvoir.
Étymologie: adj. verb. de ἐφικνέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐφικτός: [adj. verb. к ἐφικνέομαι
1 достижимый, доступный (ὄφθαλμοῖσιν Emped.; ὀλίγοις Polyb.; εἰκότι λόγῳ Plut.): εἰς ἐφικτὸν πελάσαι Plut. подойти на расстояние досягаемости; ἐν ἐφικτῷ γενέσθαι Plut. оказаться в пределах досягаемости;
2 возможный: ἐφικτόν ἐστι Polyb. возможно; ἐν ἐφικτῷ τινος Plut. в пределах возможности чего-л.; καθ᾽ ὅσον ἐφικτόν (лат. pro virili parte) Arst. насколько возможно.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφικτός: -ή, -όν, εἰς ὃν εὐκόλως φθάνει τις, προσιτός, Παρμεν. 42· οὐκ… ὀφθαλμοῖσιν ἐφικτὸν Ἐμπεδ. 389· τὸ μέσον ἐπίπαν ἐφ. Ἀριστ. περὶ Ζ.Μορ. 3. 4, 13· ἐφικτὸς εἰκότι λόγῳ Πλουτ. Θησ. 1. ΙΙ. ἐφικτόν ἐστι, εἶναι δυνατόν, μετ’ ἀπαρ., Πολύβ. 9. 24, 5· καθόσον ἐφικτόν, καθόσον εἶναι δυνατόν, Λατ. pro virili, Ἀριστ. π. Κόσμ. 1, 6· ὡς οὐκ ἦν ἐφικτὰ αὐτοῖς Αἰλ. π. Ζ. 5. 7· ἐν ἐφικτῷ, ἐντὸς τοῦ δυνατοῦ, Θεόφρ. π. Λίθ. 25, π. Πυρός 70· ἐν ἐφικτῷ ἐλπίδος, τοῦ φιλῆσαι Πλούταρχ. 2. 494Ε, 496C· ὡς ἐφικτὸν ἐλθεῖν Διον. Ἁλ. 2. 38.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἐφικτός, -ή, -όν)
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να φθάσει, προσιτός, κατορθωτός, δυνατός, πραγματοποιήσιμος
μσν.
1. (για το θείο) κατανοητός
2. αυτός που προσβάλλει, που πλήττει
αρχ.
1. φρ. α) «ἐφικτόν ἐστι» — είναι δυνατό να...
β) «καθ' ὅσον ἐφικτόν» — όσο το δυνατό
γ) «οἱ ἐν ἐφικτῷ τόποι» — οι τόποι που μπορεί να φθάσει, να προσεγγίσει κανείς, οι προσιτοί τόποι
δ) «εἰς ἐφικτόν» — μέσα στο όριο
ε) «εἰς ἐφικτὸν προελθοῦσα» — αφού έφθασε στα όρια του δυνατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφ-ικ-τος
ρηματ. επίθ. σε -τος, του αρχ. ρ. εφι-κνούμαι «φθάνω, πετυχαίνω»].

Greek Monotonic

ἐφικτός: -ή, -όν, εύκολος στην προσέγγιση, κατορθωτός, προσιτός, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐφικτός, ή, όν [from ἐφικνέομαι
easy to reach, accessible, Plut.