ἐκκυλίνδω: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(c1) |
|||
(31 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekkylindo | |Transliteration C=ekkylindo | ||
|Beta Code=e)kkuli/ndw | |Beta Code=e)kkuli/ndw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[roll out]], ᾤ' ἐκκυλίνδων Ar.''Pax''134: mostly in aor. I, σε καταιγίδες ἐξεκύλῑσαν.. γυμνὸν ἐπ' ἠϊόνι ''AP''7.501 (Pers.), cf. 582 (Jul.); [[overthrow]], <b class="b3">πίτυν.. γαίης ἐξεκύλισε</b> ib.9.131; <b class="b3">ἐξεκύλισε βίην</b> ib. 543 (Phil.):—Pass., [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''812: elsewhereaor.1, <b class="b3">ἐκ δίφροιο.. ἐξεκυλίσθη</b> he [[rolled headlong from]] the chariot, 11.6.42,23.394, cf. ''AP''11.399 (Apollinar.); but ἐκκυλισθέντος τοῦ τροχοῦ Pherecyd.37(a) J.; [[plunge headlong]], <b class="b3">εἰς ἔρωτας</b> love-intrigues, [[varia lectio|v.l.]] for ἐγκ-, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''1.2.22, cf. Opp.''H.''4.20; γένος εἰς κακίαν ἐσχώτην ἐκκεκυλισμένον Max.Tyr.30.3.<br><span class="bld">2</span> [[extricate]], ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν Pi.''Fr.''7, cf. ''AP''7.176 (Antiphil.):—Pass., to [[be extricated from]], ὅτῳ τρόπῳ τῆσδ' ἐκκυλισθήσει τύχης [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''87; ἐκκυλισθῆναι ἐκ δικτύων [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''8.8, cf. Plu.''Galb.'' 27.<br><span class="bld">3</span> Pass., to [[be published abroad]], εἰς ἀγοράν Id.2.507e. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἐκκῠλίνδω) <b class="num">I</b> intr., en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> c. suj. de pers. [[caer]], [[salir rodando]] ἐκ δίφροιο <i>Il</i>.6.42, 23.394, ὕπτιος μέσης ἀπήνης ... ἐκκυλίνδεται sale rodando de espaldas del centro del carro</i> S.<i>OT</i> 812, ὄνῳ ἐποχούμενος ἐξεκυλίσθη <i>AP</i> 11.399 (Apollinar.), τὸν δὲ Γάλβαν ... ἐκκυλισθέντα ... ἔτυπον Plu.<i>Galb</i>.27<br /><b class="num">•</b>c. suj. del vehículo [[volcar]] ἐκκυλισθέντος τοῦ τροχοῦ Pherecyd.37a.<br /><b class="num">2</b> ref. a trampas [[escabullirse]], [[zafarse]] ὅτῳ τρόπῳ τῆσδ' ἐκκυλισθήσῃ τέχνης de qué modo te zafarás de este artificio</i> A.<i>Pr</i>.87, ἐὰν δ' ἐκκυλισθῇ ἐκ τῶν δικτύων de una liebre, X.<i>Cyn</i>.8.8.<br /><b class="num">3</b> fig. [[rodar]], [[llegar rodando]] τι ἀνθρώπων γένος ... μήτ' εἰς κακίαν ἐσχάτην ... ἐκκεκυλισμένον una clase de hombres que tampoco ha rodado hasta la extrema maldad</i> Max.Tyr.24.3, de una noticia εἰς ἀγορὰν τοῦ διηγήματος ἐκκυλισθέντος Plu.2.507d.<br /><b class="num">II</b> tr., en v. act. [[hacer caer rodando]], [[echar a rodar]] c. compl. de pers. o cosa ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν sea cual fuere el giro que le hizo caer rodando</i> Pi.<i>Fr</i>.7, ᾤ' ἐκκυλίνδων Ar.<i>Pax</i> 134, σε καταιγίδες ἐξεκύλισαν <i>AP</i> 7.501 (Pers.), ἁλὸς δέ σε ... ὕδωρ ἐς χθόνα ... ἐξεκύλισε <i>AP</i> 7.582 (Iul.Aegypt.), σιδηρείη μ' ἐξεκύλισεν ὕνις de un cadáver desenterrado <i>AP</i> 7.176 (Antiphil.), cf. 9.131, ἐγκέφαλον ... ἐξεκύλισε λίθῳ hizo saltar los sesos (a una liebre) de una pedrada</i>, <i>AP</i> 6.72 (Agath.), θηρὸς τὴν τόσσην ἐξεκύλισε βίην <i>AP</i> 9.543. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0765.png Seite 765]] = [[ἐκκυλίω]]; ἀπήνης ἐκκυλίνδεται Soph. O. R. 812; Ar. Pax 134. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0765.png Seite 765]] = [[ἐκκυλίω]]; ἀπήνης ἐκκυλίνδεται Soph. O. R. 812; Ar. Pax 134. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés;<br />c.</i> [[ἐκκυλίω]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κυλίνδω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκκῠλίνδω:''' Soph., Arph. = [[ἐκκυλίω]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐκκῠλίνδω''': (ἴδε [[κυλίνδω]]) [[κυλίω]] πρὸς τὰ ἔξω, ᾠὰ ἐκκυλίνδων Ἀριστοφ. Εἰρ. 134· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατ’ ἀόρ. α΄ ἐπὶ ἀνέμων, ἐξεκύλισάν σε... γυμνὸν ἐπ’ ἠϊόνι Ἀνθ. Π. 7. 501, πρβλ. 582: - [[κατακρημνίζω]], πίτυν... γαίης ἐξεκύλισε Ἀνθ. Π. 9. 131· ἐξεκύλισε βίην [[αὐτόθι]] 543: - Παθ., μόνον κατ’ ἀόρ. α΄, ἐκ δίφροιο... ἐξεκυλίσθη, ἐκυλίσθη [[κατακέφαλα]] ἐκ τοῦ ἅρματος, Ἰλ. Ζ. 42, Ψ. 394, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 812, Ἀνθ. Π. 7. 399. 2) [[ἐξάγω]] τινὰ ἔκ τινος περιπλοκῆς, [[ὅστις]] δὴ [[τρόπος]] ἐξεκύλισέ νιν Πινδ. Ἀποσπ. 2· πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 176: - Παθ., [[ἐξέρχομαι]] περιπλοκῆς, ὅτῳ τρόπῳ τῆσδ’ ἐκκυλισθήσει τύχης Αἰσχύλ. Πρ. 87· ἐκκυλισθῆναι ἐκ δικτύων Ξεν. Κυν. 8. 8, πρβλ. Πλουτ. Γάλβ. 27· εἰς ἔρωτας, κυλίομαι «μὲ τὰ μοῦτρα» εἰς ἐρωτικὰς [[περιπλοκάς]], Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 22, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 4. 20, Πλούτ. 2. 507Ε. | |||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[ἐκκυλίνδω]] [[overthrow]] [[ὅστις]] δὴ [[τρόπος]] ἐξεκύλισέ νιν (Bekker: [[ἐξεκυλίσθη]] Apollonii codd.: -ισσε Boeckh) fr. 7. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐκκυλίνδω]] (AM) (Α και ἐκκυλινδῶ, -έω)<br />Ι. [[ανατρέπω]], [[καταρρίπτω]]<br />II. (-ομαι)<br /><b>1.</b> κυλάω [[προς]] τα έξω ή [[προς]] τα [[κάτω]], κατρακυλάω<br /><b>2.</b> παρασύρομαι από [[πάθη]]<br /><b>μσν.</b><br />παρεκτρέπομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βγάζω]] κάποιον από δύσκολη [[θέση]]<br /><b>2.</b> [[κοινολογώ]], [[διαδίδω]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκκῠλίνδω:''' μέλ. -[[κυλίσω]] [ῑ]· Παθ. αόρ. αʹ <i>ἐξεκυλίσθην</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[κυλώ]] προς τα έξω, σε Αριστοφ.· [[ανατρέπω]], [[συντρίβω]], σε Ανθ. — Παθ., <i>ἐκ δίφροιο ἐξεκυλίσθη</i>, κύλισε [[κατακέφαλα]] από το [[άρμα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξάγω]], [[απελευθερώνω]], [[ξεμπλέκω]] — Παθ., απελευθερώνομαι, <i>τῆσδ' ἐκκυλισθήσει τύχης</i>, σε Αισχύλ.· <i>ἐκκυλισθῆναι εἰς ἔρωτας</i>, «[[βουτώ]]», «[[πέφτω]]» με τα μούτρα σε ερωτικές περιπέτειες, σε Ξεν. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. -[[κυλίσω]] aor1 [[pass]]. ἐξεκυλίσθην<br /><b class="num">1.</b> to [[roll]] out, Ar.:— to [[overthrow]], Anth.:—Pass., ἐκ δίφροιο ἐξεκυλίσθη rolled [[headlong]] from the [[chariot]], Il.<br /><b class="num">2.</b> to [[extricate]]:—Pass. to be extricated from, τῆσδ' ἐκκυλισθήσει τύχης Aesch.; ἐκκυλισθῆναι εἰς ἔρωτας to [[plunge]] [[headlong]] [[into]] intrigues, Xen. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:00, 7 November 2024
English (LSJ)
A roll out, ᾤ' ἐκκυλίνδων Ar.Pax134: mostly in aor. I, σε καταιγίδες ἐξεκύλῑσαν.. γυμνὸν ἐπ' ἠϊόνι AP7.501 (Pers.), cf. 582 (Jul.); overthrow, πίτυν.. γαίης ἐξεκύλισε ib.9.131; ἐξεκύλισε βίην ib. 543 (Phil.):—Pass., S.OT812: elsewhereaor.1, ἐκ δίφροιο.. ἐξεκυλίσθη he rolled headlong from the chariot, 11.6.42,23.394, cf. AP11.399 (Apollinar.); but ἐκκυλισθέντος τοῦ τροχοῦ Pherecyd.37(a) J.; plunge headlong, εἰς ἔρωτας love-intrigues, v.l. for ἐγκ-, X.Mem.1.2.22, cf. Opp.H.4.20; γένος εἰς κακίαν ἐσχώτην ἐκκεκυλισμένον Max.Tyr.30.3.
2 extricate, ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν Pi.Fr.7, cf. AP7.176 (Antiphil.):—Pass., to be extricated from, ὅτῳ τρόπῳ τῆσδ' ἐκκυλισθήσει τύχης A.Pr.87; ἐκκυλισθῆναι ἐκ δικτύων X.Cyn.8.8, cf. Plu.Galb. 27.
3 Pass., to be published abroad, εἰς ἀγοράν Id.2.507e.
Spanish (DGE)
(ἐκκῠλίνδω) I intr., en v. med.-pas.
1 c. suj. de pers. caer, salir rodando ἐκ δίφροιο Il.6.42, 23.394, ὕπτιος μέσης ἀπήνης ... ἐκκυλίνδεται sale rodando de espaldas del centro del carro S.OT 812, ὄνῳ ἐποχούμενος ἐξεκυλίσθη AP 11.399 (Apollinar.), τὸν δὲ Γάλβαν ... ἐκκυλισθέντα ... ἔτυπον Plu.Galb.27
•c. suj. del vehículo volcar ἐκκυλισθέντος τοῦ τροχοῦ Pherecyd.37a.
2 ref. a trampas escabullirse, zafarse ὅτῳ τρόπῳ τῆσδ' ἐκκυλισθήσῃ τέχνης de qué modo te zafarás de este artificio A.Pr.87, ἐὰν δ' ἐκκυλισθῇ ἐκ τῶν δικτύων de una liebre, X.Cyn.8.8.
3 fig. rodar, llegar rodando τι ἀνθρώπων γένος ... μήτ' εἰς κακίαν ἐσχάτην ... ἐκκεκυλισμένον una clase de hombres que tampoco ha rodado hasta la extrema maldad Max.Tyr.24.3, de una noticia εἰς ἀγορὰν τοῦ διηγήματος ἐκκυλισθέντος Plu.2.507d.
II tr., en v. act. hacer caer rodando, echar a rodar c. compl. de pers. o cosa ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν sea cual fuere el giro que le hizo caer rodando Pi.Fr.7, ᾤ' ἐκκυλίνδων Ar.Pax 134, σε καταιγίδες ἐξεκύλισαν AP 7.501 (Pers.), ἁλὸς δέ σε ... ὕδωρ ἐς χθόνα ... ἐξεκύλισε AP 7.582 (Iul.Aegypt.), σιδηρείη μ' ἐξεκύλισεν ὕνις de un cadáver desenterrado AP 7.176 (Antiphil.), cf. 9.131, ἐγκέφαλον ... ἐξεκύλισε λίθῳ hizo saltar los sesos (a una liebre) de una pedrada, AP 6.72 (Agath.), θηρὸς τὴν τόσσην ἐξεκύλισε βίην AP 9.543.
German (Pape)
[Seite 765] = ἐκκυλίω; ἀπήνης ἐκκυλίνδεται Soph. O. R. 812; Ar. Pax 134.
French (Bailly abrégé)
seul. prés;
c. ἐκκυλίω.
Étymologie: ἐκ, κυλίνδω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκῠλίνδω: Soph., Arph. = ἐκκυλίω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκῠλίνδω: (ἴδε κυλίνδω) κυλίω πρὸς τὰ ἔξω, ᾠὰ ἐκκυλίνδων Ἀριστοφ. Εἰρ. 134· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατ’ ἀόρ. α΄ ἐπὶ ἀνέμων, ἐξεκύλισάν σε... γυμνὸν ἐπ’ ἠϊόνι Ἀνθ. Π. 7. 501, πρβλ. 582: - κατακρημνίζω, πίτυν... γαίης ἐξεκύλισε Ἀνθ. Π. 9. 131· ἐξεκύλισε βίην αὐτόθι 543: - Παθ., μόνον κατ’ ἀόρ. α΄, ἐκ δίφροιο... ἐξεκυλίσθη, ἐκυλίσθη κατακέφαλα ἐκ τοῦ ἅρματος, Ἰλ. Ζ. 42, Ψ. 394, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 812, Ἀνθ. Π. 7. 399. 2) ἐξάγω τινὰ ἔκ τινος περιπλοκῆς, ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν Πινδ. Ἀποσπ. 2· πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 176: - Παθ., ἐξέρχομαι περιπλοκῆς, ὅτῳ τρόπῳ τῆσδ’ ἐκκυλισθήσει τύχης Αἰσχύλ. Πρ. 87· ἐκκυλισθῆναι ἐκ δικτύων Ξεν. Κυν. 8. 8, πρβλ. Πλουτ. Γάλβ. 27· εἰς ἔρωτας, κυλίομαι «μὲ τὰ μοῦτρα» εἰς ἐρωτικὰς περιπλοκάς, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 22, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 4. 20, Πλούτ. 2. 507Ε.
English (Slater)
ἐκκυλίνδω overthrow ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν (Bekker: ἐξεκυλίσθη Apollonii codd.: -ισσε Boeckh) fr. 7.
Greek Monolingual
ἐκκυλίνδω (AM) (Α και ἐκκυλινδῶ, -έω)
Ι. ανατρέπω, καταρρίπτω
II. (-ομαι)
1. κυλάω προς τα έξω ή προς τα κάτω, κατρακυλάω
2. παρασύρομαι από πάθη
μσν.
παρεκτρέπομαι
αρχ.
1. βγάζω κάποιον από δύσκολη θέση
2. κοινολογώ, διαδίδω.
Greek Monotonic
ἐκκῠλίνδω: μέλ. -κυλίσω [ῑ]· Παθ. αόρ. αʹ ἐξεκυλίσθην·
1. κυλώ προς τα έξω, σε Αριστοφ.· ανατρέπω, συντρίβω, σε Ανθ. — Παθ., ἐκ δίφροιο ἐξεκυλίσθη, κύλισε κατακέφαλα από το άρμα, σε Ομήρ. Ιλ.
2. εξάγω, απελευθερώνω, ξεμπλέκω — Παθ., απελευθερώνομαι, τῆσδ' ἐκκυλισθήσει τύχης, σε Αισχύλ.· ἐκκυλισθῆναι εἰς ἔρωτας, «βουτώ», «πέφτω» με τα μούτρα σε ερωτικές περιπέτειες, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. -κυλίσω aor1 pass. ἐξεκυλίσθην
1. to roll out, Ar.:— to overthrow, Anth.:—Pass., ἐκ δίφροιο ἐξεκυλίσθη rolled headlong from the chariot, Il.
2. to extricate:—Pass. to be extricated from, τῆσδ' ἐκκυλισθήσει τύχης Aesch.; ἐκκυλισθῆναι εἰς ἔρωτας to plunge headlong into intrigues, Xen.