πολύφωνος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(10)
 
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(29 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=πολῠφωνος
|Full diacritics=πολῠ́φωνος
|Medium diacritics=πολύφωνος
|Medium diacritics=πολύφωνος
|Low diacritics=πολύφωνος
|Low diacritics=πολύφωνος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyfonos
|Transliteration C=polyfonos
|Beta Code=polu/fwnos
|Beta Code=polu/fwnos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">having many tones</b>, ὄρνιθες <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>660a34</span>; κίττα Plu.2.973c, etc.: neut. pl. as Adv., πολύφωνα κρῶξαι <span class="bibl">Arat.1002</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">having many voices</b>, Βοιωτία ἕνεκα χρηστηρίων π. οὖσα Plu.2.411e; <b class="b2">loquacious, talkative</b>, <b class="b3">π. ὁ οἶνος</b> ib.715a, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hist.Conscr.</span>4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">manifold in expression</b>, of Homer, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>16</span> (Sup.), <span class="bibl">Str.3.2.12</span>; <b class="b3">τὸ π</b>., of Plato, Stob.2.7.3f; of Hyperides, <b class="b3">-ότερος [τοῦ Δημοσθένους</b>] Longin. 34.1.</span>
|Definition=πολύφωνον,<br><span class="bld">A</span> [[having many tones]], ὄρνιθες [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''660a34; κίττα Plu.2.973c, etc.: neuter plural as adverb, πολύφωνα κρῶξαι Arat.1002.<br><span class="bld">2</span> [[having many voices]], Βοιωτία ἕνεκα χρηστηρίων π. οὖσα Plu.2.411e; [[loquacious]], [[talkative]], <b class="b3">π. ὁ οἶνος</b> ib.715a, cf. Luc.''Hist.Conscr.''4.<br><span class="bld">3</span> [[manifold in expression]], of Homer, [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''16 (Sup.), Str.3.2.12; <b class="b3">τὸ π.</b>, of Plato, Stob.2.7.3f; of Hyperides, <b class="b3">-ότερος [τοῦ Δημοσθένους]</b> Longin. 34.1.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0676.png Seite 676]] vielstimmig, viel Töne hervorbringend; von den Vögeln, Arist. part. anim. 2, 17; Sp., wie D. Hal. u. D. Sic.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui a beaucoup de sons]];<br /><b>2</b> [[qui parle beaucoup]], [[bavard]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φωνή]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολύφωνος -ον &#91;[[πολύς]], [[φωνή]]] [[met vele stemmen]]:. ἐν οὕτω πολυφώνῳ τῷ καιρῷ in een tijd waarin zo veel verschillende stemmen klinken Luc. 59.4; ποῖον πολυφωνότερον ἄκουσμα; wat is vocaal rijker om naar te luisteren? Luc. 45.72.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύφωνος:'''<br /><b class="num">1</b> [[многоголосый]] (ὄρνιθες Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[болтливый]] (''[[sc.]]'' ἡ [[μέθη]] Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[развязывающий язык]] (ὁ [[οἶνος]] Plut.).
}}
{{ls
|lstext='''πολύφωνος''': -ον, ὁ ἔχων πολυφθόγγους φωνάς, ὄρνιθες Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 4, πρβλ. Πλούτ. 973C κτλ.· πολύφωνα κρώζειν Ἄρατ. 1002. 2) ὁ [[αἴτιος]] πολλῶν φωνῶν, πολλῶν λόγων, π. ὁ [[οἶνος]] Πλούτ. 2. 715Α, πρβλ. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 4. 3) ὁ τὴν ἔκφρασιν [[ποικίλος]], ἐπὶ Ὁμήρου, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16, Στράβ. 149. ― Περὶ τοῦ ἐν Ἀλκμᾶνι 18, ἴδε ἐν λ. [[πολύφοινος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύφωνος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει ή εκπέμπει πολλές φωνές, πολλούς τόνους ή φθόγγους, αυτός που βγάζει διαφορετικούς ήχους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> [[σχετικός]] με την [[πολυφωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πουλιά και μουσ. όργανα) [[ποικιλόφωνος]]<br /><b>2.</b> αυτός που μιλάει διαφορετικές γλώσσες, που χρησιμοποιεί πολλές γλώσσες<br /><b>3.</b> (σχετικά με το [[κρασί]]) αυτός που προκαλεί ή ευνοεί τις πολλές κουβέντες, τα [[πολλά]] [[λόγια]]<br /><b>4.</b> (ως επίθ. του Ομήρου [[αλλά]] και πολλών ρητόρων) αυτός που παρουσιάζει [[ποικιλία]] στην [[έκφραση]]<br /><b>5.</b> (το ουδ, ως επίθ.) <i>τὸ πολύφωνον</i><br />[[προσωνυμία]] του Πλάτωνος<br /><b>6.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>πολύφωνα</i><br />με ποικίλη [[φωνή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολύφωνα</i> Ν, <i>πολυφώνως</i> ΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο πολύφωνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>πρβλ.</b> <i>αγριό</i>-<i>φωνος</i>, [[λεπτό]]-<i>φωνος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που μιλάει [[πολύ]], [[πολυλογάς]], σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-φωνος, ον, [[φωνή]]<br />[[much]]-[[talking]], [[loquacious]], Luc.
}}
{{trml
|trtx====[[chatterbox]]===
Arabic: ثَرْثَار; Belarusian: лапатун, лапатуха, лапатушка, ласкатун, ласкатуха, ласкатушка; Bulgarian: бъбрица, кречетало; Catalan: xerraire; Chinese Mandarin: [[話匣子]], [[话匣子]], [[喋喋不休者]], [[話癆]], [[话痨]]; Czech: kecal; Danish: sladretaske, sludrechatol; Dutch: [[kletskous]]; Esperanto: babilemulo; Finnish: lörppö, lörpöttelijä, hölösuu; French: [[moulin à paroles]], [[bavard comme une pie]]; Galician: charlatán; German: [[Dampfplauderer]], [[Plaudertasche]], [[Quasselstrippe]], [[Schwätzer]], [[Schwätzerin]]; Alemannic German: Chlepfe; Greek: [[πολυλογάς]], [[φαφλατάς]]; Ancient Greek: [[ἀδέλεσχος]], [[ἀδολέσχης]], [[ἀδόλεσχος]], [[ἀείλαλος]], [[ἀθυρόγλωσσος]], [[ἀθυρόγλωττος]], [[ἀθυρόστομος]], [[ἀπεριλάλητος]], [[βάβαξ]], [[γλώσσαλγος]], [[γλώσσαργος]], [[γλωσσώδης]], [[Δωδωναῖον χαλκεῖον]], [[ἑτοιμολόγος]], [[κωτίλος]], [[λακερός]], [[λάληθρος]], [[λάλημα]], [[λαλητρίς]], [[λάλος]], [[λεσχήν]], [[λεσχηνευτής]], [[λογολέσχης]], [[μακρολόγος]], [[πανθρύλιος]], [[πάνθρυλος]], [[περίλαλος]], [[περισσολόγος]], [[πολύλαλος]], [[πολυλόγος]], [[πολύλογος]], [[πολύφωνος]], [[πρόγλωσσος]], [[ῥαχίας λαλίστερος]], [[ῥεολόγος]], [[ῥειολόγος]], [[ῥωποπερπερήθρας]], [[σπερμολόγος]], [[στωμυλήθρας]], [[στωμύληθρος]], [[στώμυλμα]], [[στωμύλος]], [[φάτης]], [[φιλόλογος]], [[φλέδων]], [[φλήναφος]], [[φλῆφος]], [[φλύαρος]]; Hungarian: locsi-fecsi, szélkelep; Irish: cabaire; Italian: [[chiacchierone]], [[ciancione]], [[linguacciuto]]; Japanese: おしゃべり; Kazakh: сумақай; Latin: [[lingulaca]]; Latvian: pļāpa; Macedonian: кречетало, брборко, алапача; Maori: kohe, komarero, pane kākā, ngutu kotete; Norman: bailleux d'goule, caqu'teux; Occitan: barjacaire, charraire; Plautdietsch: Plaupamul; Polish: gaduła; Portuguese: [[tagarela]], [[falador]], [[gralha]], [[grafonola]]; Russian: [[болтун]], [[болтунья]], [[болтушка]], [[лопотун]], [[лопотуха]], [[лопотунья]]; Serbo-Croatian: brbljavac, brbljavica; Spanish: [[loro]], [[lora]], [[charlatán]], [[cotorra]], [[parlanchín]]; Tangut: 𗀁𗢯; Turkish: geveze, şapır; Ukrainian: балакун, балакуха, лепетун, лепетуха; Walloon: tchafiåd, tchafete, berdeleu, Mareye-tarame
}}
}}

Latest revision as of 17:49, 11 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́φωνος Medium diacritics: πολύφωνος Low diacritics: πολύφωνος Capitals: ΠΟΛΥΦΩΝΟΣ
Transliteration A: polýphōnos Transliteration B: polyphōnos Transliteration C: polyfonos Beta Code: polu/fwnos

English (LSJ)

πολύφωνον,
A having many tones, ὄρνιθες Arist.PA660a34; κίττα Plu.2.973c, etc.: neuter plural as adverb, πολύφωνα κρῶξαι Arat.1002.
2 having many voices, Βοιωτία ἕνεκα χρηστηρίων π. οὖσα Plu.2.411e; loquacious, talkative, π. ὁ οἶνος ib.715a, cf. Luc.Hist.Conscr.4.
3 manifold in expression, of Homer, D.H.Comp.16 (Sup.), Str.3.2.12; τὸ π., of Plato, Stob.2.7.3f; of Hyperides, -ότερος [τοῦ Δημοσθένους] Longin. 34.1.

German (Pape)

[Seite 676] vielstimmig, viel Töne hervorbringend; von den Vögeln, Arist. part. anim. 2, 17; Sp., wie D. Hal. u. D. Sic.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a beaucoup de sons;
2 qui parle beaucoup, bavard.
Étymologie: πολύς, φωνή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύφωνος -ον [πολύς, φωνή] met vele stemmen:. ἐν οὕτω πολυφώνῳ τῷ καιρῷ in een tijd waarin zo veel verschillende stemmen klinken Luc. 59.4; ποῖον πολυφωνότερον ἄκουσμα; wat is vocaal rijker om naar te luisteren? Luc. 45.72.

Russian (Dvoretsky)

πολύφωνος:
1 многоголосый (ὄρνιθες Arst.);
2 болтливый (sc.μέθη Plut.);
3 развязывающий язык (ὁ οἶνος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύφωνος: -ον, ὁ ἔχων πολυφθόγγους φωνάς, ὄρνιθες Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 4, πρβλ. Πλούτ. 973C κτλ.· πολύφωνα κρώζειν Ἄρατ. 1002. 2) ὁ αἴτιος πολλῶν φωνῶν, πολλῶν λόγων, π. ὁ οἶνος Πλούτ. 2. 715Α, πρβλ. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 4. 3) ὁ τὴν ἔκφρασιν ποικίλος, ἐπὶ Ὁμήρου, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16, Στράβ. 149. ― Περὶ τοῦ ἐν Ἀλκμᾶνι 18, ἴδε ἐν λ. πολύφοινος.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύφωνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει ή εκπέμπει πολλές φωνές, πολλούς τόνους ή φθόγγους, αυτός που βγάζει διαφορετικούς ήχους
νεοελλ.
μουσ. σχετικός με την πολυφωνία
αρχ.
1. (για πουλιά και μουσ. όργανα) ποικιλόφωνος
2. αυτός που μιλάει διαφορετικές γλώσσες, που χρησιμοποιεί πολλές γλώσσες
3. (σχετικά με το κρασί) αυτός που προκαλεί ή ευνοεί τις πολλές κουβέντες, τα πολλά λόγια
4. (ως επίθ. του Ομήρου αλλά και πολλών ρητόρων) αυτός που παρουσιάζει ποικιλία στην έκφραση
5. (το ουδ, ως επίθ.) τὸ πολύφωνον
προσωνυμία του Πλάτωνος
6. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πολύφωνα
με ποικίλη φωνή.
επίρρ...
πολύφωνα Ν, πολυφώνως ΜΑ
κατά τρόπο πολύφωνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. αγριό-φωνος, λεπτό-φωνος].

Greek Monotonic

πολύφωνος: -ον (φωνή), αυτός που μιλάει πολύ, πολυλογάς, σε Λουκ.

Middle Liddell

πολύ-φωνος, ον, φωνή
much-talking, loquacious, Luc.

Translations

chatterbox

Arabic: ثَرْثَار; Belarusian: лапатун, лапатуха, лапатушка, ласкатун, ласкатуха, ласкатушка; Bulgarian: бъбрица, кречетало; Catalan: xerraire; Chinese Mandarin: 話匣子, 话匣子, 喋喋不休者, 話癆, 话痨; Czech: kecal; Danish: sladretaske, sludrechatol; Dutch: kletskous; Esperanto: babilemulo; Finnish: lörppö, lörpöttelijä, hölösuu; French: moulin à paroles, bavard comme une pie; Galician: charlatán; German: Dampfplauderer, Plaudertasche, Quasselstrippe, Schwätzer, Schwätzerin; Alemannic German: Chlepfe; Greek: πολυλογάς, φαφλατάς; Ancient Greek: ἀδέλεσχος, ἀδολέσχης, ἀδόλεσχος, ἀείλαλος, ἀθυρόγλωσσος, ἀθυρόγλωττος, ἀθυρόστομος, ἀπεριλάλητος, βάβαξ, γλώσσαλγος, γλώσσαργος, γλωσσώδης, Δωδωναῖον χαλκεῖον, ἑτοιμολόγος, κωτίλος, λακερός, λάληθρος, λάλημα, λαλητρίς, λάλος, λεσχήν, λεσχηνευτής, λογολέσχης, μακρολόγος, πανθρύλιος, πάνθρυλος, περίλαλος, περισσολόγος, πολύλαλος, πολυλόγος, πολύλογος, πολύφωνος, πρόγλωσσος, ῥαχίας λαλίστερος, ῥεολόγος, ῥειολόγος, ῥωποπερπερήθρας, σπερμολόγος, στωμυλήθρας, στωμύληθρος, στώμυλμα, στωμύλος, φάτης, φιλόλογος, φλέδων, φλήναφος, φλῆφος, φλύαρος; Hungarian: locsi-fecsi, szélkelep; Irish: cabaire; Italian: chiacchierone, ciancione, linguacciuto; Japanese: おしゃべり; Kazakh: сумақай; Latin: lingulaca; Latvian: pļāpa; Macedonian: кречетало, брборко, алапача; Maori: kohe, komarero, pane kākā, ngutu kotete; Norman: bailleux d'goule, caqu'teux; Occitan: barjacaire, charraire; Plautdietsch: Plaupamul; Polish: gaduła; Portuguese: tagarela, falador, gralha, grafonola; Russian: болтун, болтунья, болтушка, лопотун, лопотуха, лопотунья; Serbo-Croatian: brbljavac, brbljavica; Spanish: loro, lora, charlatán, cotorra, parlanchín; Tangut: 𗀁𗢯; Turkish: geveze, şapır; Ukrainian: балакун, балакуха, лепетун, лепетуха; Walloon: tchafiåd, tchafete, berdeleu, Mareye-tarame