σταλαγμός: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
(6_14)
m (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stalagmos
|Transliteration C=stalagmos
|Beta Code=stalagmo/s
|Beta Code=stalagmo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dropping, dripping</b>, from the mouth of horses and hunted animals, <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>61</span>, <span class="bibl"><span class="title">Eu.</span>247</span>, cf.<span class="bibl">783</span> (lyr.); φόνου <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>241</span> (pl.); αἵματος <span class="bibl">Id.<span class="title">Ion</span> 351</span>,<span class="bibl">1003</span> (pl.); of a profuse sweat, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>7.85</span>, cf. Gal.19.140; ὁ σ. κατατρίβει τοὺς λίθους <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ph.</span>253b15</span>; <b class="b3">κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων σ</b>., of stalactites, <span class="bibl">Id.<span class="title">Mir.</span>834b32</span>; also σμύρνης <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>370</span> (pl.): metaph., <b class="b3">σ. εἰρήνης</b> <b class="b2">the least drop</b> of... <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>1033</span>; <b class="b3">τύχης σ</b>. <span class="bibl">Diog.Sinop.2</span>; contemptuously of a little man, <span class="bibl">Anaxandr.34.3</span>. (<b class="b3">σταλαγμούς</b> is unmetrical in <span class="bibl">Arat.966</span>: <b class="b3">σταλαημούς</b> cj. Koechly, cf. [[σταλεηδόνες]].)</span>
|Definition=ὁ, [[dropping]], [[dripping]], from the mouth of horses and hunted animals, A.''Th.''61, ''Eu.''247, cf.783 (lyr.); φόνου [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''241 (pl.); σταλαγμὸς αἵματος Id.''Ion'' 351,1003 (pl.); of a [[profuse]] [[sweat]], Hp.''Aph.''7.85, cf. Gal.19.140; ὁ σταλαγμὸς κατατρίβει τοὺς λίθους Arist.''Ph.''253b15; <b class="b3">κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων σταλαγμῶν</b>, of [[stalactite]]s, Id.''Mir.''834b32; also [[σμύρνης]] [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''370 (pl.): metaph., <b class="b3">σταλαγμὸς εἰρήνης</b> the [[least]] [[drop]] of [[peace]] [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''1033; <b class="b3">τύχης σταλαγμός</b> Diog.Sinop.2; contemptuously of a [[little]] [[man]], Anaxandr.34.3. ([[σταλαγμούς]] is unmetrical in Arat.966: [[σταλαημούς]] cj. Koechly, cf. [[σταλεηδόνες]].)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0928.png Seite 928]] ὁ, das Getröpfel; πρὸς αἱμα καὶ σταλαγμὸν ἐκμαστεύομεν, Aesch. Eum. 238. 753; Soph. irg. 341; αἵματος, Eur. Ion 351. 1006; Ar. Ach. 997.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0928.png Seite 928]] ὁ, das Getröpfel; πρὸς αἱμα καὶ σταλαγμὸν ἐκμαστεύομεν, Aesch. Eum. 238. 753; Soph. irg. 341; αἵματος, Eur. Ion 351. 1006; Ar. Ach. 997.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[écoulement goutte à goutte]].<br />'''Étymologie:''' [[σταλάζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σταλαγμός -οῦ, ὁ [σταλάττω] druppeling, druppel:; σ. αἵματος een druppel bloed Eur. Ion 351 = σ. φόνου Eur. Hec. 241; overdr.. σταλαγμὸν εἰρήνης ἕνα εἰς τὸν καλαμίσκον ἐνστάλαξον τουτονί druppel één druppel vrede in dit rieten buisje hier Aristoph. Ach. 1033.
}}
{{elru
|elrutext='''σταλαγμός:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[капля]], [[струя]]: σ. αἵματος Eur. капля крови, кровавый след; ὁ σ. κατατρίβει τὸν λίθον Arst. капля точит камень; κίονες πεπήγασιν ἀπὸ σταλαγμῶν Arst. (сталактитовые) столбы образовались от капель;<br /><b class="num">2</b> перен. [[капля]], [[немножко]]: σ. εἰρήνης Arph. капелька мира; τύχης σ. Men. капелька счастья.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στᾰλαγμός''': ὁ, ([[σταλάσσω]]) τὸ σταλάζειν, στάλαξις, «στάξιμον», ἐκ τοῦ στόματος ἵππων καὶ ἐν θήρᾳ διωκομένων ζῴων, «[[σταγών]], ῥανὶς» Ἡσύχ., Αἰσχύλ. Θήβ. 61, Εὐμ. 247, πρβλ. 783· στ. φόνου Εὐρ. Ἑκ. 241· αἵματος ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 351, 1003· ἐπὶ ἀφθόνου ἱδρῶτος, Ἱππ. Ἀφ. 1261, πρβλ. Προγν. 38· ὁ στ. κατατρίβει τοὺς λίθους Ἀριστ. Φυσ. 8. 3, 5· κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων στ., σταλακτῖται, ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 59· - [[ὡσαύτως]], στ. σμύρνης Σοφ. Ἀποσπ. 340· στ. εἰρήνης, ἡ ἐλαχίστη ἐλπὶς εἰρήνης, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1033· τύχης στ. Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 240· - σκωπτικῶς ἐπὶ ἀνθρώπου μικροῦ τὸ [[ἀνάστημα]], Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδ.» 2. 3. - Παρὰ τῷ Ἀράτ. 966, ὁ Δινδ. ἀναγινώσκει στᾰλαημός [[χάριν]] τοῦ μέτρου παραβάλλων τὸ παρ’ Ἡσυχ. σταλαηδών. 2) κατὰ τὸν Μεγ. Ἐτυμολ. 576, Αἰολ. = [[ὀδύνη]].
|lstext='''στᾰλαγμός''': ὁ, ([[σταλάσσω]]) τὸ σταλάζειν, στάλαξις, «στάξιμον», ἐκ τοῦ στόματος ἵππων καὶ ἐν θήρᾳ διωκομένων ζῴων, «[[σταγών]], ῥανὶς» Ἡσύχ., Αἰσχύλ. Θήβ. 61, Εὐμ. 247, πρβλ. 783· στ. φόνου Εὐρ. Ἑκ. 241· αἵματος ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 351, 1003· ἐπὶ ἀφθόνου ἱδρῶτος, Ἱππ. Ἀφ. 1261, πρβλ. Προγν. 38· ὁ στ. κατατρίβει τοὺς λίθους Ἀριστ. Φυσ. 8. 3, 5· κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων στ., σταλακτῖται, ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 59· - [[ὡσαύτως]], στ. σμύρνης Σοφ. Ἀποσπ. 340· στ. εἰρήνης, ἡ ἐλαχίστη ἐλπὶς εἰρήνης, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1033· τύχης στ. Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 240· - σκωπτικῶς ἐπὶ ἀνθρώπου μικροῦ τὸ [[ἀνάστημα]], Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδ.» 2. 3. - Παρὰ τῷ Ἀράτ. 966, ὁ Δινδ. ἀναγινώσκει στᾰλαημός [[χάριν]] τοῦ μέτρου παραβάλλων τὸ παρ’ Ἡσυχ. σταλαηδών. 2) κατὰ τὸν Μεγ. Ἐτυμολ. 576, Αἰολ. = [[ὀδύνη]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[σταλαχμός]] και [[σταλαμός]] Ν [[σταλάσσω]]<br />το να σταλάζει [[νερό]] ή [[άλλο]] [[υγρό]], το να πέφτει [[σταγόνα]] [[σταγόνα]] (α. «θερμούς δακρύων σταλαγμούς να με ραντίζεις», Γρυπ.<br />θ. «ὁ σταλαγμὸς κατατρίθει τοὺς λίθους», <b>Αριστοτ.</b><br />γ. «κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων σταλαγμῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[γείσο]] της σκεπής από όπου σταλάζει το [[νερό]], [[υδρορρόη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σταγόνα]] που πέφτει από το [[στόμα]] ίππων ή άλλων καταδιωκόμενων ζώων<br /><b>2.</b> ελάχιστη [[ποσότητα]]<br /><b>3.</b> <b>ειρων.</b> πολύ [[μικροκαμωμένος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τύχης [[σταλαγμός]]» — σπάνια [[περίπτωση]] τύχης.
}}
{{lsm
|lsmtext='''στᾰλαγμός:''' ὁ ([[σταλάσσω]]), [[στάξιμο]], [[στάλαξη]], [[σταγόνα]], σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>σταλαγμὸς εἰρήνης</i>, ύστατη [[ελπίδα]] για [[ειρήνευση]], σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στᾰλαγμός, οῦ, ὁ, [[σταλάσσω]]<br />a dropping, [[dripping]], Aesch., Eur.; στ. εἰρήνης the [[least]] [[drop]] of [[peace]], Ar.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[trickle]], [[distillation from a tree]], [[exudation from trees]], [[flake of foam]]
}}
}}

Latest revision as of 07:46, 15 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταλαγμός Medium diacritics: σταλαγμός Low diacritics: σταλαγμός Capitals: ΣΤΑΛΑΓΜΟΣ
Transliteration A: stalagmós Transliteration B: stalagmos Transliteration C: stalagmos Beta Code: stalagmo/s

English (LSJ)

ὁ, dropping, dripping, from the mouth of horses and hunted animals, A.Th.61, Eu.247, cf.783 (lyr.); φόνου E.Hec.241 (pl.); σταλαγμὸς αἵματος Id.Ion 351,1003 (pl.); of a profuse sweat, Hp.Aph.7.85, cf. Gal.19.140; ὁ σταλαγμὸς κατατρίβει τοὺς λίθους Arist.Ph.253b15; κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων σταλαγμῶν, of stalactites, Id.Mir.834b32; also σμύρνης S.Fr.370 (pl.): metaph., σταλαγμὸς εἰρήνης the least drop of peace Ar.Ach.1033; τύχης σταλαγμός Diog.Sinop.2; contemptuously of a little man, Anaxandr.34.3. (σταλαγμούς is unmetrical in Arat.966: σταλαημούς cj. Koechly, cf. σταλεηδόνες.)

German (Pape)

[Seite 928] ὁ, das Getröpfel; πρὸς αἱμα καὶ σταλαγμὸν ἐκμαστεύομεν, Aesch. Eum. 238. 753; Soph. irg. 341; αἵματος, Eur. Ion 351. 1006; Ar. Ach. 997.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
écoulement goutte à goutte.
Étymologie: σταλάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταλαγμός -οῦ, ὁ [σταλάττω] druppeling, druppel:; σ. αἵματος een druppel bloed Eur. Ion 351 = σ. φόνου Eur. Hec. 241; overdr.. σταλαγμὸν εἰρήνης ἕνα εἰς τὸν καλαμίσκον ἐνστάλαξον τουτονί druppel één druppel vrede in dit rieten buisje hier Aristoph. Ach. 1033.

Russian (Dvoretsky)

σταλαγμός:
1 капля, струя: σ. αἵματος Eur. капля крови, кровавый след; ὁ σ. κατατρίβει τὸν λίθον Arst. капля точит камень; κίονες πεπήγασιν ἀπὸ σταλαγμῶν Arst. (сталактитовые) столбы образовались от капель;
2 перен. капля, немножко: σ. εἰρήνης Arph. капелька мира; τύχης σ. Men. капелька счастья.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰλαγμός: ὁ, (σταλάσσω) τὸ σταλάζειν, στάλαξις, «στάξιμον», ἐκ τοῦ στόματος ἵππων καὶ ἐν θήρᾳ διωκομένων ζῴων, «σταγών, ῥανὶς» Ἡσύχ., Αἰσχύλ. Θήβ. 61, Εὐμ. 247, πρβλ. 783· στ. φόνου Εὐρ. Ἑκ. 241· αἵματος ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 351, 1003· ἐπὶ ἀφθόνου ἱδρῶτος, Ἱππ. Ἀφ. 1261, πρβλ. Προγν. 38· ὁ στ. κατατρίβει τοὺς λίθους Ἀριστ. Φυσ. 8. 3, 5· κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων στ., σταλακτῖται, ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 59· - ὡσαύτως, στ. σμύρνης Σοφ. Ἀποσπ. 340· στ. εἰρήνης, ἡ ἐλαχίστη ἐλπὶς εἰρήνης, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1033· τύχης στ. Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 240· - σκωπτικῶς ἐπὶ ἀνθρώπου μικροῦ τὸ ἀνάστημα, Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδ.» 2. 3. - Παρὰ τῷ Ἀράτ. 966, ὁ Δινδ. ἀναγινώσκει στᾰλαημός χάριν τοῦ μέτρου παραβάλλων τὸ παρ’ Ἡσυχ. σταλαηδών. 2) κατὰ τὸν Μεγ. Ἐτυμολ. 576, Αἰολ. = ὀδύνη.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και σταλαχμός και σταλαμός Ν σταλάσσω
το να σταλάζει νερό ή άλλο υγρό, το να πέφτει σταγόνα σταγόνα (α. «θερμούς δακρύων σταλαγμούς να με ραντίζεις», Γρυπ.
θ. «ὁ σταλαγμὸς κατατρίθει τοὺς λίθους», Αριστοτ.
γ. «κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων σταλαγμῶν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
το γείσο της σκεπής από όπου σταλάζει το νερό, υδρορρόη
αρχ.
1. σταγόνα που πέφτει από το στόμα ίππων ή άλλων καταδιωκόμενων ζώων
2. ελάχιστη ποσότητα
3. ειρων. πολύ μικροκαμωμένος άνθρωπος
4. φρ. «τύχης σταλαγμός» — σπάνια περίπτωση τύχης.

Greek Monotonic

στᾰλαγμός: ὁ (σταλάσσω), στάξιμο, στάλαξη, σταγόνα, σε Αισχύλ., Ευρ.· σταλαγμὸς εἰρήνης, ύστατη ελπίδα για ειρήνευση, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

στᾰλαγμός, οῦ, ὁ, σταλάσσω
a dropping, dripping, Aesch., Eur.; στ. εἰρήνης the least drop of peace, Ar.

English (Woodhouse)

trickle, distillation from a tree, exudation from trees, flake of foam

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)