ἐξαγορεύω: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
m (LSJ1 replacement)
(CSV import)
 
Line 36: Line 36:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[the aor. is supplied by [[ἐξεῖπον]], the fut. and perf. by [[ἐξερῶ]], [[ἐξείρηκα]]<br />to [[tell]] out, make [[known]], [[declare]], Od.: to [[betray]] a [[secret]] or [[mystery]], Hdt.
|mdlsjtxt=[the aor. is supplied by [[ἐξεῖπον]], the fut. and perf. by [[ἐξερῶ]], [[ἐξείρηκα]]<br />to [[tell]] out, make [[known]], [[declare]], Od.: to [[betray]] a [[secret]] or [[mystery]], Hdt.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[dicere]]'', to [[say]], [[tell]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.87.4/ 7.87.4], [<i>Vat.</i> <i>Vatican manuscript</i> εἰπεῖν].
}}
}}

Latest revision as of 14:04, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰγορεύω Medium diacritics: ἐξαγορεύω Low diacritics: εξαγορεύω Capitals: ΕΞΑΓΟΡΕΥΩ
Transliteration A: exagoreúō Transliteration B: exagoreuō Transliteration C: eksagoreyo Beta Code: e)cagoreu/w

English (LSJ)

fut. ἐξαγορεύσω Epic.Alex.Adesp.2.55: aor. supplied by ἐξειπεῖν, fut. and pf. (exc. in late authors) by ἐξερῶ, ἐξείρηκα:—tell out, make known, declare, ἑκάστη ὃν γόνον ἐξαγόρευεν Od.11.234; betray a secret or mystery, Hdt.2.170; τι πρός τινα Id.9.89; ἐ. ἀπόρρητα Luc.Pisc.33; confess, τὰς ἁμαρτίας LXX Le.5.5, Plu.2.168d: abs., Rhetor. in Cat. Cod.Astr.8(4).148:—Pass., -εύεσθαι τὸ πάθος Sch.Ptol.Tetr.142.

Spanish (DGE)

1 gener. proclamar, declarar, hacer público ἑκάστη ὃν γόνον ἐξαγόρευεν Od.11.234, ἐτώσιον ἐξαγορεύσω Epic.Alex.Adesp.2.55, cf. Orph.A.1118, ὅπερ οἶδα ἐξαγορεύειν οὐχ οἱόν τέ μοι A.Thom.A 131
esp. c. ac. ref. a secretos y misterios revelar, desvelar οὔτε πρὸς τοὺς Φωκέας ἐξηγόρευε οὐδέν Hdt.9.89, cf. Plu.Eum.6, Sch.Od.15.529, τὰ τοῦ Ἔρωτος ... μυστήρια Ach.Tat.5.26.3, cf. Longus 3.30.5, Hld.10.29.4, Alciphr.1.8.1
abs. Rhetor. en Cat.Cod.Astr.8(4).148.22
frec. en cont. relig. αἱ ταφαὶ τοῦ οὐκ ὅσιον ποιεῦμαι ... ἐξαγορεύειν τοὔνομα Hdt.2.170, ταῖν θεαῖν τὰ ἀπόρρητα Luc.Pisc.33, cf. D.L.1 proem.5, Paus.8.44.6, τοὺς χρησμούς Iust.Phil.Coh.Gr.37.1
en v. med. mismo sent. ἐξαγορεύσεται τὰ δαιμόνια 2Apoc.2.
2 declarar, reconocer, confesar una falta o delito τινὰς ἁμαρτίας αὑτοῦ καὶ πλημμελείας Plu.2.168d, en uso abs. IKnidos 150A.4 (I d.C.)
frec. esp. en lit. jud.-crist. confesar τὴν ἁμαρτίαν LXX Le.5.5, Gr.Naz.M.36.397A, cf. Ph.1.698, Origenes M.17.249B, τὰς οἰκείας ... θεομαχίας Eus.VC 1.59.1, τὴν αἰτίαν ... δι' ἣν ἥμαρτε Ath.Al.M.27.376B, cf. Meth.Lepr.6.9, Basil.M.31.945B
abs. hacer una confesión, confesar LXX 2Es.10.1, IKnidos 150A.4 (I d.C.).

German (Pape)

[Seite 861] aussagen, verkündigen, Od. 11, 234; ausplaudern, verrathen, πρός τινά τι, Her. 9, 89 u. Sp.; ἀπόῤῥητα Luc. Piscat. 33.

French (Bailly abrégé)

faire connaître, révéler : ἀπόρρητα LUC des secrets ; abs. révéler un secret.
Étymologie: ἐξ, ἀγορεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰγορεύω:
1 рассказывать, объявлять, сообщать (ὃν γόνον Hom.; ἁμαρτίας αὑτοῦ Plut.);
2 разглашать, выдавать, открывать (οὐδὲν πρός τινα Her.; τὰ ἀπόρρητα Luc.; αἰτίας ἀπορρήτους περί τινος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰγορεύω: (ὡς ἀόρ. ἔχει τὸ ἐξεῖπον, ὡς μέλλ. δὲ καὶ πρκμ. (ἐξαιρουμένων τῶν μεταγεν. συγγραφ.) τοὺς τύπους ἐξερῶ, ἐξείρηκα), σαφῶς ἀγορεύω, φανερῶς λέγω, ἑκάστη ὃν γόνον ἐξαγόρευεν Ὀδ. Λ. 234· φανερώνω, προδίδω μυστικόν, Ἡρόδ. 2. 170· τι πρός τινα ὁ αὐτ. 1. 89· ἐξαγορεύειν ἀπόρρητα Λουκ. Ἁλ. 33: - παρ’ Ἐκκλ., ἐξομολογοῦμαι τὰς ἁμαρτίας, Ἑβδ. (Λευϊτ. Ε΄, 5), Πλούτ. 2. 168D· ἴδε τὸ ῥῆμα ἐξαγγέλλω.

English (Autenrieth)

relate, Od. 11.234†.

Greek Monolingual

και ξαγορεύω (AM ἐξαγορεύω) αγορεύω
1. αποκαλύπτω μυστικό, εκμυστηρεύομαι υπό εχεμύθεια
2. (για πνευματικό) εξομολογώ
3. λέω φανερά, αποκαλύπτω με σαφήνεια
4. αποκαλύπτω κάτι μελλοντικό
5. μέσ. εξαγορεύομαι
εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου
μσν.
υπαγορεύω τη διαθήκη μου.

Greek Monotonic

ἐξᾰγορεύω: (ο αόρ. συμπληρώνεται από τον τύπο ἐξεῖπον, ο μέλ. και ο παρακ. από τα ἐξερῶ, ἐξείρηκα), εξιστορώ, γνωστοποιώ, διακηρύσσω, σε Ομήρ. Οδ.· προδίδω μυστικό ή αποκαλύπτω κάτι απόρρητο, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

[the aor. is supplied by ἐξεῖπον, the fut. and perf. by ἐξερῶ, ἐξείρηκα
to tell out, make known, declare, Od.: to betray a secret or mystery, Hdt.

Lexicon Thucydideum

dicere, to say, tell, 7.87.4, [Vat. Vatican manuscript εἰπεῖν].