τηλαυγής: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(6_7) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τηλαυγής''': -ές, ([[τῆλε]], αὐγὴ) ὁ λάμπων μακρὰν ἢ [[μακρόθεν]], ἀκτινοβολῶν, τ. [[πρόσωπον]], ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ὕμν. Ὁμ. 31. 13· τηλαυγέα εἵματα, ἐπὶ τῆς σελήνης, [[αὐτόθι]] 32. 8· [[φάος]], [[φέγγος]] Πινδ. Π. 3. 135, Ν. 3. 113· [[ἀκτίς]], ἀκτίνων [[σέλας]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1092, 1711· στέφανοι Πινδ. Π. 2. 10· ἀρχομένου δ’ ἔργου [[πρόσωπον]] χρὴ [[θέμεν]] τηλαυγές, «παντὸς γὰρ ἔργου, φησίν, ἀρχομένου περίβλεπτον καὶ ἐξαίρετον δεῖ ποιεῖν τὸ τῆς προσόψεως, [[ἤτοι]] τὴν εἰσβολὴν καὶ τὴν ἀρχὴν λαμπρὰν καὶ [[ἐπίσημον]]» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Ο. 6. 5· - μεταφορ., τ. [[νοῦς]], πεφωτισμένος, [[διαυγής]], Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 30. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων μακρὰν κειμένων, [[μακρόθεν]] λάμπων, [[μακρόθεν]] φαινόμενος, σκοπιὴ Θέογν. 550· [[ὄχθος]] Σοφ. Τρ. 524, πρβλ. [[τηλεφανής]]. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -γῶς, τηλαυγέστερον ὁρῶ, [[βλέπω]] εἰς μακροτέραν ἀπόστασιν, Διόδ. 1. 50, πρβλ. Στράβ. 807· - σαφῶς, φανερῶς, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. η΄, 25. Ποιητ. [[λέξις]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τηλαυγές· τηλέσκοπον. καθαρόν», - «τηλαυγές, [[λίαν]] λαμπρὸν» Σουΐδ. | |lstext='''τηλαυγής''': -ές, ([[τῆλε]], αὐγὴ) ὁ λάμπων μακρὰν ἢ [[μακρόθεν]], ἀκτινοβολῶν, τ. [[πρόσωπον]], ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ὕμν. Ὁμ. 31. 13· τηλαυγέα εἵματα, ἐπὶ τῆς σελήνης, [[αὐτόθι]] 32. 8· [[φάος]], [[φέγγος]] Πινδ. Π. 3. 135, Ν. 3. 113· [[ἀκτίς]], ἀκτίνων [[σέλας]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1092, 1711· στέφανοι Πινδ. Π. 2. 10· ἀρχομένου δ’ ἔργου [[πρόσωπον]] χρὴ [[θέμεν]] τηλαυγές, «παντὸς γὰρ ἔργου, φησίν, ἀρχομένου περίβλεπτον καὶ ἐξαίρετον δεῖ ποιεῖν τὸ τῆς προσόψεως, [[ἤτοι]] τὴν εἰσβολὴν καὶ τὴν ἀρχὴν λαμπρὰν καὶ [[ἐπίσημον]]» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Ο. 6. 5· - μεταφορ., τ. [[νοῦς]], πεφωτισμένος, [[διαυγής]], Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 30. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων μακρὰν κειμένων, [[μακρόθεν]] λάμπων, [[μακρόθεν]] φαινόμενος, σκοπιὴ Θέογν. 550· [[ὄχθος]] Σοφ. Τρ. 524, πρβλ. [[τηλεφανής]]. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -γῶς, τηλαυγέστερον ὁρῶ, [[βλέπω]] εἰς μακροτέραν ἀπόστασιν, Διόδ. 1. 50, πρβλ. Στράβ. 807· - σαφῶς, φανερῶς, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. η΄, 25. Ποιητ. [[λέξις]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τηλαυγές· τηλέσκοπον. καθαρόν», - «τηλαυγές, [[λίαν]] λαμπρὸν» Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui brille au loin <i>ou</i> de loin.<br />'''Étymologie:''' [[τῆλε]], [[αὐγή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (τῆλε, αὐγή)
A far-shining, far-beaming, πρόσωπον, of the sun, h.Hom.31.13; εἵματα, of the moon, ib.32.8; φάος, φέγγος, Pi.P.3.75 (Comp.), N.3.64; ἀκτίς, ἀκτίνων σέλας, Ar.Av.1092 (lyr.), 1711; στέφανοι Pi.P.2.6; πρόσωπον θέμεν τ. to make it beam from afar, Id.O.6.4: metaph., τ. νοῦς luminous meaning, D.H.Th. 30; σαφεῖς καὶ τ. αἰτίαι Jul.Or.5.174d; λέξεις ἐπὶ τὸ -έστερον ἀχθεῖσαι Erot.Prooem. II of distant objects, far-seen, conspicuous, σκοπιή Thgn.550; κορυφά Pi.Pae.7.12; φᾶρος B.16.5; ὄχθος S.Tr. 524 (lyr.); of leprosy, LXX Le.13.4, al. III far-seeing, αἴσθησις, ψυχή, Hp.Ep.17,22 (Comp.). Adv. -γῶς, τηλαυγέστερον ὁρᾶν to see more clearly, D.S.1.50, cf. Str.17.1.30, Ph.1.540, Ev.Marc.8.25.--Poet. word, used in late Prose: δηλαυγῶς seems to be a different word.
German (Pape)
[Seite 1105] ές, adv. τηλαυγῶς, weit oder in die Ferne glänzend, fernher strahlend; H. h. 31, 13. 32, 8; Theogn. 551; ἔργου πρόσωπον τηλαυγές, Pind. Ol. 6, 4; φέγγος, N. 3, 64; ἀστέρος τηλαυγέστερον φάος, P. 3, 75; ὄχθος, Soph. Tr. 521; ἀκτίς, Ar. Av. 1092; ἀκτίνων σέλας, 1709; sp. D., δαλός, Ep. ad. 372 (IX, 675); Luc. Hipp. 7; – τηλαυγέστερον ὁρᾶν, weiter in die Ferne sehen, D. Sic. 1, 50.
Greek (Liddell-Scott)
τηλαυγής: -ές, (τῆλε, αὐγὴ) ὁ λάμπων μακρὰν ἢ μακρόθεν, ἀκτινοβολῶν, τ. πρόσωπον, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ὕμν. Ὁμ. 31. 13· τηλαυγέα εἵματα, ἐπὶ τῆς σελήνης, αὐτόθι 32. 8· φάος, φέγγος Πινδ. Π. 3. 135, Ν. 3. 113· ἀκτίς, ἀκτίνων σέλας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1092, 1711· στέφανοι Πινδ. Π. 2. 10· ἀρχομένου δ’ ἔργου πρόσωπον χρὴ θέμεν τηλαυγές, «παντὸς γὰρ ἔργου, φησίν, ἀρχομένου περίβλεπτον καὶ ἐξαίρετον δεῖ ποιεῖν τὸ τῆς προσόψεως, ἤτοι τὴν εἰσβολὴν καὶ τὴν ἀρχὴν λαμπρὰν καὶ ἐπίσημον» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Ο. 6. 5· - μεταφορ., τ. νοῦς, πεφωτισμένος, διαυγής, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 30. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων μακρὰν κειμένων, μακρόθεν λάμπων, μακρόθεν φαινόμενος, σκοπιὴ Θέογν. 550· ὄχθος Σοφ. Τρ. 524, πρβλ. τηλεφανής. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -γῶς, τηλαυγέστερον ὁρῶ, βλέπω εἰς μακροτέραν ἀπόστασιν, Διόδ. 1. 50, πρβλ. Στράβ. 807· - σαφῶς, φανερῶς, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. η΄, 25. Ποιητ. λέξις ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τηλαυγές· τηλέσκοπον. καθαρόν», - «τηλαυγές, λίαν λαμπρὸν» Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui brille au loin ou de loin.
Étymologie: τῆλε, αὐγή.