ἀνάγκη: Difference between revisions

From LSJ

οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)

Source
(Bailly1_1)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> nécessité, contrainte : ἀνάγκῃ, σὺν ἀνάγκῃ, ἀπ’ ἀνάγκης, δι’ ἀνάγκης, [[ἐξ]] ἀνάγκης, κατ’ ἀνάγκην, πρὸς ἀνάγκην par nécessité ; [[ἀνάγκη]] ([[ἐστί]]), cela est nécessaire, il y a nécessité : [[τίς]] [[τοι]] [[ἀνάγκη]] ; IL quelle nécessité pour toi ? οἶσιν [[ἀνάγκη]] IL ceux pour qui il y a nécessité ; πολεμίζομεν, [[εἴπερ]] [[ἀνάγκη]] IL nous nous battrons, s’il le faut ; avec un inf. : ἀλλὰ [[τίη]] ἔριδας καὶ νείκεια [[νῶϊν]] [[ἀνάγκη]] νεικεῖν ; IL mais quelle nécessité de soulever entre nous deux des querelles et des contestation ? πᾶσα [[ἀνάγκη]] avec l’inf. c’est une nécessité absolue de ; πολλὴ [[ἀνάγκη]] c’est une nécessité pressante ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> la nécessité, <i>càd</i> la destinée inévitable, la destinée, le destin ; <i>en mauv. part</i> les malheurs amenés par le destin;<br /><b>2</b> besoin physique, loi de la nature;<br /><b>3</b> vie nécessiteuse, misère, souffrance, extrémité pénible;<br /><b>II.</b> moyen de contrainte (torture, prison, <i>etc.</i>);<br /><b>III.</b> liens du sang.<br />'''Étymologie:''' DELG orig. obsc. -- Babiniotis pê [[ἀνά]], ἀγκή de [[ἀγκάλη]], cf. [[συνάγκη]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> nécessité, contrainte : ἀνάγκῃ, σὺν ἀνάγκῃ, ἀπ’ ἀνάγκης, δι’ ἀνάγκης, [[ἐξ]] ἀνάγκης, κατ’ ἀνάγκην, πρὸς ἀνάγκην par nécessité ; [[ἀνάγκη]] ([[ἐστί]]), cela est nécessaire, il y a nécessité : [[τίς]] [[τοι]] [[ἀνάγκη]] ; IL quelle nécessité pour toi ? οἶσιν [[ἀνάγκη]] IL ceux pour qui il y a nécessité ; πολεμίζομεν, [[εἴπερ]] [[ἀνάγκη]] IL nous nous battrons, s’il le faut ; avec un inf. : ἀλλὰ [[τίη]] ἔριδας καὶ νείκεια [[νῶϊν]] [[ἀνάγκη]] νεικεῖν ; IL mais quelle nécessité de soulever entre nous deux des querelles et des contestation ? πᾶσα [[ἀνάγκη]] avec l’inf. c’est une nécessité absolue de ; πολλὴ [[ἀνάγκη]] c’est une nécessité pressante ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> la nécessité, <i>càd</i> la destinée inévitable, la destinée, le destin ; <i>en mauv. part</i> les malheurs amenés par le destin;<br /><b>2</b> besoin physique, loi de la nature;<br /><b>3</b> vie nécessiteuse, misère, souffrance, extrémité pénible;<br /><b>II.</b> moyen de contrainte (torture, prison, <i>etc.</i>);<br /><b>III.</b> liens du sang.<br />'''Étymologie:''' DELG orig. obsc. -- Babiniotis pê [[ἀνά]], ἀγκή de [[ἀγκάλη]], cf. [[συνάγκη]].
}}
{{Autenrieth
|auten=[[necessity]], [[constraint]]; freq. [[ἀνάγκη]] (ἐστίν, ἦν) foll. by inf., Il. 5.633, Il. 24.667, κρατέρη δ' ἐπικείσετ [[ἀνάγκη]], ‘[[stern]] [[necessity]],’ Il. 6.458; [[often]] ἀνάγκῃ, καὶ ἀνάγκῃ, ‘[[even]] [[against]] his [[will]],’ ὑπ' ἀνάγκης, ‘by [[compulsion]].’
}}
}}

Revision as of 15:22, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάγκη Medium diacritics: ἀνάγκη Low diacritics: ανάγκη Capitals: ΑΝΑΓΚΗ
Transliteration A: anánkē Transliteration B: anankē Transliteration C: anagki Beta Code: a)na/gkh

English (LSJ)

Ion. and Ep. ἀναγκαίη, ἡ,

   A force, constraint, necessity, κρατερὴ δ' ἐπικείσετ' ἀ. Il.6.458; ἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει ib.85; ἀναγκαίῃ πολεμίζειν 4.300; τίς τοι ἀνάγκη πτώσσειν; 5.633; οἷσιν ἀ. (sc. φυλάσσειν) 10.418, al.: but in Hom. usu. in dat. as Adv., ἀνάγκῃ perforce, of necessity, ἀείδειν Od.1.154; φεύγειν Il.11.150: in act. sense, forcibly, by force, ἴσχειν, ἄγειν, Od.4.557, 22.353; μνήσασθαι 7.217: strengthd. by καί, 10.434; ὑπ' ἀνάγκης 19.156; opp. ἑκόντες, Pl.Phdr.231a; ὑπ' ἀναγκαίης Hdt.7.172, al.; ἐξ ἀνάγκης S.Ph.73, Th.3.40, etc.; δι' ἀνάγκης Pl.Ti.47e; σὺν ἀνάγκᾳ Pi.P.1.51; πρὸς ἀνάγκαν A.Pers.569 codd. (lyr.), cf. Epict.Ench.29.2; κατ' ἀνάγκην X.Cyr.4.3.7: ἀνάγκη ἐστί, c. inf., it must be that... is necessary that... cf. Il. supr. cit.; πᾶσα ἀ. ἐστὶ ὗσαι Hdt.2.22; τρέφειν τοὺς τοκέας τοῖσι μὲν παισὶν οὐδεμία ἀ., τῇσι δὲ θυγατράσι πᾶσα ἀ. ib.35: c. dat. pers., ἀ. μοι σχεθεῖν A.Pr.16, cf. Pers.293:—in Trag. freq. in answers and arguments, πολλή γ' ἀνάγκη, πολλή' στ' ἀνάγκη, or πολλή μ' ἀνάγκη, with which an inf. may always be supplied, E.Med.1013, Hec.396, S.Tr.295; so πᾶσ' ἀνάγκη El.1497, cf. Pl.R.441d; ἀνάγκη μεγάλη [ἐστί] ib.485e, Is.3.6, D.28.9; ἐν ἀνάγκῃ ἐστί Lys.6.8: later ἀνάγκην ἔχω, c. inf., Ev.Luc. 14.18.    2 necessity in the philosophical sense, Arist.APo.94b37, Metaph.1026b28, Ph.199b34; logical necessity, Metaph.1064b33: in pl., laws of nature, τίσιν ἀνάγκαις ἕκαστα γίγνεται τῶν οὐρανίων X. Mem.1.1.11, cf. Hp.Aër.21.    b natural need, γαστρὸς ἀνάγκαις A.Ag.726, cf. Ar.Nu.1075, X.Cyn.7.1; ὑπ' ἀ. τῆς ἐμφύτου Pl.R.458d; ἐρωτικαῖς ἀ. ib., etc.    c ἡ ἀ. τοῦ τόπου the lie of the ground as a necessary condition, PLille4.14.    d ἀνάγκη δαιμόνων, αἱ ἐκ θεῶν ἀνάγκαι, fate, destiny, E.Ph.1000, 1763: freq. personified in Poets, Parm.8.30, Emp.116, A.Pr.105, S.Fr.256; Ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται Simon.5.21.    3 compulsion exerted by a superior, ἀ. προστιθέναι, ἐπιτιθέναι, X.Hier.9.4, Lac.10.7.    b violence, punishment, esp. of torture, mostly pl., ἐς ἀνάγκας ἄγεσθαι Hdt.1.116, cf. Antipho 6.25, Herod.5.5; προσάγειν τινὶ τὰς ἀνάγκας Th.1.99; τὰ πρὸς ἀνάγκας ὄργανα instruments of torture, Plb.15.28.2: later in sg., ἡ ἀ. τῶν βασάνων Plu.2.305e; πρὸς ἀνάγκην under torture, Id.Publ.17: metaph., Hp.de Arte13; δολοποιὸς ἀ., i. e. the stratagem of Nessus, S.Tr.832; βρόχων πλεκταῖς ἀνάγκαις Xenarch.1.9.    c duress, 'force majeure', ὅρκους οὓς ποιέονται ἐν ἀνάγκῃ ὄντες Democr.239; stress of circumstances, ἀκούσιοι ἀ. Th.3.82.    d treatment by mechanical force, τῶν ἀναγκῶν τινὰ προσφέρειν Hp.Fract.15, cf. Art.73.    4 bodily pain, anguish, κατ' ἀνάγκην ἕρπειν painfully, S.Ph.206 (lyr.); ὑπ' ἀνάγκης βοᾶν ib.215; ὠδίνων ἀνάγκαι E.Ba.89 (lyr.): generally, distress, ἐν ἀνάγκαις γλυκὺ γίνεται καὶ τὸ σκληρόν Simon.226; freq. in LXX, Jb.15.24, al.; ἡ ἐνεστῶσα ἀ. 1 Ep.Cor.7.26: esp. in pl., IG12 (7).386.23 (Amorgos, iii B. C.), D.S.4.43, 2 Ep.Cor.6.4, etc.    II tie of blood, kindred, Lys.32.5.    III = ἡ δικαστικὴ κλεψύδρα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 183] ἡ (mit ἄγκος, Enge, schwerlich mit ἀνάγω zusammenhängend), 1) Zwang, Beschränkung des Willens, a) durch äußere Gewalt, wie du Reh Schicksalsbestimmung, κρατερὴ δ' ἐπικείσετ' ἀνάγκη Il. 6, 458, ein mächtiger Zwang; bes. häufig ἀνάγκῃ, aus Zwang, gezwungen, z. B. φεύγειν, 11, 150; ἀμύνεσθαι, 12, 178; ἂψ ἴμεν, 15, 133; ἀείδειν, Od. 1, 154; ἄγειν, gewaltsamer Weise, Il. 9, 429; ἴσχειν, Od. 4, 557 u. sonst; εἰς δαιμόνων ἀνάγκην ἀφιγμένος, durch den Ausspruch der Götter, neben θεσφάτων ἐλεύθεροι, Eur. Phoen. 1014; εἰς ἀνάγκας ἀλγεινοτάτας ἐμπεσόντες Xen. Mem. 3, 12, 2; oft bei Tragg., auch im plur., Aesch. Prom. 108 Pers. 579; oft auch Leiden, Mühsal, Noth, ὑπ' ἀνάγκας βοᾶν, vor Schmerz schreien, Soph. Phil. 213; φθογγὰ τοῦ στίβου κατ' ἀνάγκαν ἕρποντος, Einer, der mühselig einherschreitet, in der Noth des Weges, 206, vgl. Κενταύρου δολοποιός Trach. 829. – b) Zwangsmittel, Gefängniß, Ketten u. Banden, Her. 1, 116; Diod. 3, 14 ἀνάγκας ἐπιφέρειν, anwenden; auch sing., ἐν ἁμίλλαισιν ἀνάγκας Eur. Bacch. 544; ἀνάγκην ἐπιτιθέναι Xen. Lac. 10, 7; προστιθέναι Hier. 9, 4; τὰ πρὸς τὰς ἀνάγκας ὄργανα, Folterwer Kzeuge, Pol. 15, 20; vgl. die Parodie πουλύπους ἁλοὺς βρόχων πλεκταῖς ἀνάγκαις Xenarch. com. Ath. II, 64 (v. 9). – c) physische Nothwendigkeit, Naturgesetz, Verhängniß, ἀνάγκῃ οὐδὲ θεοὶ μάχονται Simon. bei Plat. Prot. 345 d; auch ἔγγραφοι ἀνάγκαι, geschriebene Gesetze, Plut. Lyc. 13; θεῖαι ἀνάγκαι Plat. Legg. VII, 818 b; vgl. Xen. Mem. 1, 1, 11. 15. – d) moralische Nothwendigkeit, zwingende Beweise, ῥητόρων ἀνάγκας διδάσκειν Anacr. 50, 2. – 2) Blutsverwandtschaft, Xen. Conv. 8, 13; Isocr. 1, 10. – Als adv. Vbdgn sind außer ἀνἀγκῃ, welches auch in Prosa sehr geläufig ist, zu merken: ὑπ' ἀνάγκης, Od. 19, 156; σὺν ἀνάγκῃ, Pind. P. 1, 51; δι' ἀνάγκης, Plat. Tim. 47 e; ἐξ ἀνάγκης, Phaedr. 246 a; vgl. τὰ ἐξ ἀνάγκης παθήματα, = ἀναγκαῖα, Tim. 89 b; Soph. Phil. 73; κατ' ἀνάγκην, sowohl activ., zwingend, Pol. 1, 37, als passiv., gezwungen, 3, 67, 5; πρὸς ἀνάγκην, Luc. Abdic. 26 u. öfter, bes. bei Sp. – Ebenso ἀνάγκη ἐστί, mit darauf folgendem inf., wie ἀναγκαῖόν ἐστι, man muß, Xen. Cyr. 1, 4, 12; u. ohne ἐστί, πᾶσα ἀνάγκη, oft bei Plat., z. B. Tim. 69 d; Dem. Lept. 28 πολλή γ' ἀνάγκη, auch oft bei Plat., in Zugeständnissen, es ist ja wohl nöthig, ich muß ja wohl; ἀνάγκη πολλή u. πολλή 'στι ἀνάγκη, in Behauptungen u. Bekräftigungen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάγκη: Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀναγκαίη, ἡ, κατὰ πρῶτον παρ᾿ Ὁμ. κρατερὴ δ᾿ ἐπικείσετ᾿ ἀν. Ἰλ. Ζ. 458· ἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει αὐτόθι 85· ἀναγκαίη πολεμίζειν Δ. 300· τίς τοι ἀνάγκη πτώσσειν; τίς σοι ἀνάγκη νὰ δειλιᾷς; Ε. 633· οἷσιν ἀνάγκη (ἐνν. φυλάσσειν), Κ. 418 καὶ ἀλλ.· ἀλλ᾿ ἔχει τὴν λέξιν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ δοτ. ὡς ἐπίρρ., ἀνάγκῃ = ἐξ ἀνάγκης, ἀνάγκῃ ἀείδειν, ἄψ ἴμεν, πολεμίζειν, φεύγειν, κτλ.· ὡσαύτως μετὰ σημασ. ἐνεργ., βίᾳ, διὰ τῆς βίας, ἀνάγκῃ ἴσχειν, ἄγειν, κελεύειν: ἡ δοτ. ἐνισχύεται διὰ τοῦ καὶ Ὀδ. Κ. 434· ὡσαύτως, ὑπ᾿ ἀνάγκης Τ. 156, Πλάτ., κτλ.· ὑπ᾿ ἀναγκαίης Ἡρόδ. 7. 172, καὶ ἀλλ. βραδύτερον, ἐξ ἀνάγκης Σοφ. Φ. 73, Πλάτ., κτλ.· δι᾿ ἀνάγκης Πλάτ. Τίμ. 47Ε· σὺν ἀνάγκῃ Πινδ. Π. 1. 98· πρὸς ἀνάγκην Αἰσχύλ. Πέρσ. 569· κατ᾿ ἀνάγκην Ξεν. Κύρ. 4, 3, 7: ‒ ἀνάγκη ἐστί, μετ᾿ ἀπαρεμφ. εἶναι ἀνάγκη νὰ..., πρὲπει νὰ..., ἴδε Ἰλ. ἔνθ᾿ ἀνωτ.· πᾶσα ἀνάγκη ἐστὶ ὗσαι Ἡρόδ. 2. 22· τρέφειν τοὺς τοκέας τοῖσι μὲν παισὶν οὐδεμία ἀνάγκη… τῇσι δὲ θυγατράσι πᾶσα ἀνάγκη αὐτόθι 35· ἀνάγκ. ὅπως μετὰ μέλλ., Ξενοφ. Οἰκ. 4. 14: μ. δοτ. προσ., ἀν. μοι σχεθεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 16, πρβλ. Πέρσ. 293: ‒ παρὰ δὲ Τραγικοῖς ὡσαύτως πολλάκις ἐπὶ ἀποκρίσεων καὶ ἐπιχειρημάτων λογικῶν, πολλὴ γ᾿ ἀνάγκη, πολλὴ ᾿στ᾿ ἀνάγκη ἢ πολλὴ μ᾿ ἀνάγκη, μετὰ τῶν ὁποίων πάντοτε ἀπαρέμφ. δύναται νὰ ὑπονοηθῇ Ἐλμσλ. Μήδ. 981· οὕτω πᾶσ᾿ ἀνάγκη, μ. ἀπαρεμφ., Σοφ. Ἠλ. 1497, Πλάτ. Φαίδων 67Α, κτλ.· ἀνάγκη μεγάλη [ἐστί] Ἰσαῖος 38. 24, Δημ. 838. 10· ἐν ἀνάγκῃ ἐστὶ Λυσ. 104. 2. 2) ἀνάγκη ὡς φυσικὸς νόμος, φυσικὴ ἀνάγκη ἢ ἐπιθυμία, ὄρεξις, γαστρὸς ἀνάγκαις Αἰσχύλ. Ἀγ. 725, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1075, Ξεν. Ἀπομ. 1. 1, 11, Κυν. 7. 1· ὑπ᾿ ἀνάγκ. τῆς ἐμφύτου Πλάτ. Πολ. 458D· ἐρωτικαῖς ἀν. αὐτόθι, κτλ. β) ἀνάγκη δαιμόνων, αἱ ἐκ θεῶν ἀνάγκαι, ἡ μοῖρα, τὸ πεπρωμένον, Εὐρ. Φοίν. 1000, 1763: ‒ συχνάκις προσωποποιεῖται παρὰ τοῖς ποιηταῖς, ὡς Σοφ. Ἀποσπ. 234, πρβλ. Βόσσ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δημ. 216· ἀνάγκᾳ δ᾿ οὐδὲ θεοὶ μάχονται Σιμων. 139 Γαισφ. γ) ἀνάγκη ὑπὸ φιλοσοφικὴν ἔννοιαν, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν φυσικὴν ὁρμὴν (φύσις) καὶ τὴν ἁπλῆν πίεσιν (βία), Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 2. 11, 9, Μεταφ. 5. 2, 6, καὶ ἀλλ.: ‒ ὡσαύτως ἐπὶ λογικῆς ἀναγκαιότητος δι᾿ ἧς ἀναγκαίως ἀκολουθεῖ τὸ συμπέρασμα, αὐτόθι 10. 8, 4, καὶ ἀλλ.: 3) πραγματικὴ βιαιότης, βία, τιμωρία, ἰδίως ἐπὶ βασάνου, καθ᾿ ἑνικ. καὶ πληθ., ἐς ἀνάγκας ἄγεσθαι Ἡρόδ. 1. 116, πρβλ. Ἀντιφῶντα 144. 16, κἑξ.: ἀνάγκην προστιθέναι, ἐπιτιθέναι Ξεν. Ἱέρ. 9. 4, Λακ. 10, 7· προσάγειν τινὶ τὰς ἀνάγκας Θουκ. 1. 99, πρβλ. 3. 82: μεταφ. δολοποιὸς ἀνάγκ., ὅ ἐ. τὸ στρατήγημα τοῦ Νέσσου, Σοφ. Τρ. 832· βρόχων πλεκταῖς ἀνάγκαις Ξέναρχ. ἐν «Βουταλίωνι» 1. 9. β) πᾶς ἀναγκασμὸς ἢ περιορισμός, πᾶσα βιαία μεταχείρισις, τῶν ἀναγκῶν τινα προσφέρειν Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 763, πρβλ. περὶ Ἄρθρ. 813. 834. 4) παρὰ ποιηταῖς ἐπὶ σωματικοῦ πόνου, ἀγωνίας, ἀλγηδόνος, κακοπαθείας καὶ ἀθλιότητος, κατ᾿ ἀνάγκην ἕρπειν, μετὰ πόνου, Σοφ. Φ. 206· ὑπ᾿ ἀνάγκης βοᾶν αὐτόθι 215· ὠδίνων ἀνάγκαι Εὐρ. Βάκχ. 89, κτλ. ΙΙ. ὅμοιον τῷ Λατ. necessitudo, ὁ δεσμὸς τοῦ αἵματος, ἡ συγγένεια, Ἀνδοκ. 32. 14, Λυσ. 894. 20. (Πιθανῶς ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ ἄγχω, ango, angustus, κτλ., Γερμ. eng, ἴδε ἐν λ. ἄγκος).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
I. nécessité, contrainte : ἀνάγκῃ, σὺν ἀνάγκῃ, ἀπ’ ἀνάγκης, δι’ ἀνάγκης, ἐξ ἀνάγκης, κατ’ ἀνάγκην, πρὸς ἀνάγκην par nécessité ; ἀνάγκη (ἐστί), cela est nécessaire, il y a nécessité : τίς τοι ἀνάγκη ; IL quelle nécessité pour toi ? οἶσιν ἀνάγκη IL ceux pour qui il y a nécessité ; πολεμίζομεν, εἴπερ ἀνάγκη IL nous nous battrons, s’il le faut ; avec un inf. : ἀλλὰ τίη ἔριδας καὶ νείκεια νῶϊν ἀνάγκη νεικεῖν ; IL mais quelle nécessité de soulever entre nous deux des querelles et des contestation ? πᾶσα ἀνάγκη avec l’inf. c’est une nécessité absolue de ; πολλὴ ἀνάγκη c’est une nécessité pressante ; particul. :
1 la nécessité, càd la destinée inévitable, la destinée, le destin ; en mauv. part les malheurs amenés par le destin;
2 besoin physique, loi de la nature;
3 vie nécessiteuse, misère, souffrance, extrémité pénible;
II. moyen de contrainte (torture, prison, etc.);
III. liens du sang.
Étymologie: DELG orig. obsc. -- Babiniotis pê ἀνά, ἀγκή de ἀγκάλη, cf. συνάγκη.

English (Autenrieth)

necessity, constraint; freq. ἀνάγκη (ἐστίν, ἦν) foll. by inf., Il. 5.633, Il. 24.667, κρατέρη δ' ἐπικείσετ ἀνάγκη, ‘stern necessity,’ Il. 6.458; often ἀνάγκῃ, καὶ ἀνάγκῃ, ‘even against his will,’ ὑπ' ἀνάγκης, ‘by compulsion.’