χλαῖνα: Difference between revisions
Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund
(Bailly1_5) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> vêtement de dessus, manteau de laine épais et chaud qu’on se jetait sur les épaules et qu’on assujettissait avec une agrafe;<br /><b>2</b> couverture jetée sur le lit pendant le sommeil.<br />'''Étymologie:''' cf. [[λάχνη]], <i>lat.</i> lana. | |btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> vêtement de dessus, manteau de laine épais et chaud qu’on se jetait sur les épaules et qu’on assujettissait avec une agrafe;<br /><b>2</b> couverture jetée sur le lit pendant le sommeil.<br />'''Étymologie:''' cf. [[λάχνη]], <i>lat.</i> lana. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[cloak]], [[mantle]], consisting of a [[piece]] of [[coarse]], [[shaggy]] [[woollen]] [[cloth]], [[worn]] [[double]] or [[single]], [[διπλῆ]], [[δίπλαξ]], ἁπλοίς, and freq. of a [[purple]] color, Il. 22.493, Od. 14.460, 478, 480, 488, 500, 504, 516, 520, 529. It [[also]] served as a [[blanket]] in sleeping, Od. 20.4, , γ 3, Od. 4.50. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:26, 15 August 2017
English (LSJ)
ης, ἡ,
A upper-garment, cloak, wrapper, worn loose over the χιτών, Hom. (v. infr.), Alc.Supp.9.3, Sapph.Supp.22.9, etc.: in Hom. worn only by men, ἀνεμοσκεπής, ἀλεξάνεμος, Il.16.224, Od. 14.529; πυκνὴ καὶ μεγάλη ib.520; οὔλη 4.50, al.; ἀμφὶ δ' ἄρα χλαῖναν περονήσατο φοινικόεσσαν διπλῆν ἐκταδίην Il.10.133; ἀπ' ὤμοιϊν χ. θέτο Od.21.118; βῆ δὲ θέειν, ἀπὸ δὲ χ. βάλε Il.2.183, cf. Od.14.500; given as a prize, Hdt.2.91; as ransom, Il.24.230; αἱ Πελληνικαὶ χ. ἃς καὶ ἆθλα ἐτίθεσαν ἐν τοῖς ἀγῶσι Str.8.7.5; also used as a blanket or covering in sleep, Od.4.299, 20.4; δέμνια καὶ χλαῖναι καὶ ῥήγεα 11.189; χλαῖναι καὶ ῥήγεα . . ἐνεύδειν 3.349; of husband and wife, μίμνομεν μιᾶς ὑπὸ χλαίνης S.Tr.540, cf. E.Fr.603.4, Theoc.18.19, AP5.164 (Mel.), 168 (Ascl.): metaph., χθονὸς χλαῖνα, i. e. earth thrown over a body like a cloak or blanket, A.Ag.872: porv., ᾗ μήτε χ. μήτε σισύρα συμφέρει content neither with cloak nor rug, i.e. never satisfied, Ar.Ra.1459 (the σισύρα being coarser, cf. χλαῖναν μαλακήν, σισύραν Id.V.738 (anap.)); but also χ. δέ σοι λαβὼν παχεῖαν ἐπιβαλῶ Λακωνικήν Theopomp.Com.10; χ. πωλεῖν, when spring comes, Ar.Av.715 (anap.), cf. χλαῖνα· χλανίς, ἢ ἱμάτιον χειμερινόν, Hsch.: prov., ἐν τῷ θέρει τὴν χ. κατατρίβων, of reckless improvidence, Metrod.Fr.55: τράγου χ. μελέα, of a goatskin cloak, E.Cyc.80 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1357] ion. χλαίνη, ein Oberkleid, ein Mantel, der über das Unterkleid, χιτών, geworfen wird, zum Schutze gegen Kälte u. Sturm, von Männern getragen; bei Hom., der sie deshalb ἀνεμοσκεπής u. ἀλεξάνεμος nennt, Il. 16, 224 Od. 14, 529; sie war von Wolle u. heißt deshalb οὔλη; oft purpurfarbig, φοινικόεσσα; ein doppelter Mantel, διπλῆ, Il. 10, 133; der einfache heißt ἁπλοΐς, 24, 230 Od. 24, 276; wurde über die Schultern geworfen, Od. 21, 118, u. mit einer Spange befestigt, Il. 10, 133. Man brauchte die χλαῖνα auch, um sich für den Schlaf damit zuzudecken, Od. 3, 359. 11, 189. 14, 500. 20, 4. 95; Theocr. 19, 19; als Kampfpreis ausgesetzt Il. 24, 230; Her. 2, 91; übh. Gewand, Aesch. Ag. 846; Soph. Trach. 537; σὺν τᾷδε τράγου χλαίνᾳ μελέᾳ Eur. Cycl. 80; öfters bei Ar. u. bei sp. D., einzeln auch in Prosa. – Vgl. χλανίς und χλαμύς. – Die Ableitung der alten Gramm. von χλιαίνω, wärmen, ist schwerlich richtig; Andere führen es auf χλάνος zurück; wahrscheinlich von λα'να, lana, mit λάχνος, λάσιος verwandt.
Greek (Liddell-Scott)
χλαῖνα: Ἰων. χλαίνη, ης, ἡ, μέγα τετράγωνον χειμερινὸν ἱμάτιον, ὅπερ ἐφόρουν χαλαρὸν καὶ εὐρὺ ὑπεράνω τοῦ χιτῶνος (πρβλ. οἰοχίτων), παρ’ Ὁμ. μόνον οἱ ἄνδρες πρὸς φύλαξιν κατὰ τῶν ἀτμοσφαιρικῶν μεταβολῶν, ὡς νῦν φοροῦσι τὴν «κάππαν» οἱ χωρικοί, ἀνεμοσκεπής, ἀλεξάνεμος Ἰλ. Π. 224, Ὀδ. Ξ. 529· πυκνὴ καὶ μεγάλη Ξ. 522· κατεσκευάζετο δὲ ἐξ ἐρίων, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ ἐπιθ. οὔλη, Δ. 50, κτλ.· ἐν Ἰλ. Κ. 133, ἡ χλαῖνα περιγράφεται ὡς φοινικόεσσα, διπλῆ, ἐκταδίη, - ἡ δὲ ἁπλῆ καλεῖται ἁπλοΐς, δώδεκα δ’ ἀπλοΐδας χλαίνας Ἰλ. Ω 230, Ὀδ. Ω 276· ἐφορεῖτο δὲ ἐπὶ τῶν ὤμων, ἦ καὶ ἀπὸ ὠμοιῖν χλαῖναν θέτο φοινικόεσσαν ὀρθὸς ἀνταΐξας Φ. 118· καὶ συνεκρατεῖτο διὰ περόνης, ἀμφὶ δ’ ἄρα χλαῖναν περονήσατο φοινικόεσσαν Ἰλ. Κ. 133· - ὅτε ἦτο ἀνάγκη νὰ μεταβῇ τίς που ἐν σπουδῇ, ἀπέβαλλεν αὐτήν, ὦρτο δ’ ἔπειτα Θόας .. καρπαλίμως, ἀπὸ δὲ χλαῖναν θέτο φοινικόεσσαν Ὀδ. Ξ. 500, Φ. 118·- ἐχρησίμευε προσέτι καὶ ὡς κάλυμμα τοῦ ὕπνου, ὡς νῦν τὸ ἐφάπλωμα (ἰδὲ ἐν λ. δέμνιον), δμωῇσι κέλευσε δέμνι’ ὑπ’ αἰθούσῃ θέμεναι .. χλαίνας τ’ ἐνθέμεναι οὔλας καθύπερθεν ἔσασθαι Ἰλ. Ω. 646, Ὀδ. Δ. 299, Λ. 189, Ξ. 500, Υ. 4. 95· χλαῖναν καὶ ῥήγεα .. ἐνεύδειν Γ. 349· ἐντεῦθεν ἐπὶ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς λέγεται, μίμνομεν μιᾶς ὑπὸ χλαίνης Σοφ. Τραχ. 540, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 606, Θεόκρ. 18. 19, Ἀνθ. Παλατ. 5. 165, 169, καὶ ἰδὲ χλανίς·- παρὰ τῷ Αἰσχύλ. φέρεται χθονὸς χλαῖνα, δηλ. χῶμα ῥιπτόμενον ἐπὶ τοῦ σώματος ὡς ἔνδυμα αὐτοῦ, Ἀγ. 872, πρβλ. λάϊνος χιτών, καὶ γῆν ἐπιέννυσθαι. - Ἡ χλαῖνα εἶχεν ἀξίαν, ὅθεν ἐτάσσετο ὡς βραβεῖον κατὰ τοὺς ἀγῶνας, Ω. 230, Ἡρόδ. 2. 91. - Καλεῖται ὡσαύτως φᾶρος παρ’ Ὁμ., καὶ παρὰ μεταγεν. ἱμάτιον, ἐν δὲ τῇ Λατινικῇ μεταφράζεται διὰ τοῦ pallium (ἰδὲ Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λ.)· ἀλλ’ ἐνίοτε ἡ χλαῖνα διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ἱματίου ὡς πυκνοτέρα θερμοτέρα («χλαῖνα· ἱμάτιον χειμερινόν» Ἡσύχ., πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 715, Θεόπομπ. κωμικ. ἐν «Εἰρήνῃ» 5)· ἦτο ὅμως λεπτοτέρα τῆς σισύρας, (πῶς οὖν τις ἂν σώσειε τοιαύτην πόλιν ᾗ μήτε χλ. μήτε σ. συμφέρει, δηλ. εἰς τὴν ὁποίαν μήτε χρηστὸς μήτε φαῦλος ἢ ὀχληρὸς πολίτης συμφέρει, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1459, πρβλ. Σφ. 738). - ὡσαύτως ὁ τρίβων ἦτο ἔνδυμα τραχύτερον καὶ φαυλότερον, ἡ δὲ χλαμὺς ἦτο ἱμάτιον βραχὺ καὶ στρατιωτικόν· καὶ ἡ κατωνάκη, ἐπανωφόριον ἐκ δορᾶς ζῴου (ὅπερ καλεῖ ὁ Εὐρ. ἐν Κύκλ. 80 τράγου χλαῖναν μελέαν). Ἡ μεγάλη ὁμοιότης μεταξὺ τοῦ χ-λαῖνα καὶ τοῦ Λατ. laena (ἰδὲ Πλουτ. Νουμ. 7) ὑποδεικνύει ὅτι ἡ λέξις σχετίζεται καὶ πρὸς τὸ λάχνη, εἰ καὶ ἀμφιβάλλει περὶ τούτου ὁ Κούρτ. ἀρ. 537· (πρβλ. χλανίς).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 vêtement de dessus, manteau de laine épais et chaud qu’on se jetait sur les épaules et qu’on assujettissait avec une agrafe;
2 couverture jetée sur le lit pendant le sommeil.
Étymologie: cf. λάχνη, lat. lana.
English (Autenrieth)
cloak, mantle, consisting of a piece of coarse, shaggy woollen cloth, worn double or single, διπλῆ, δίπλαξ, ἁπλοίς, and freq. of a purple color, Il. 22.493, Od. 14.460, 478, 480, 488, 500, 504, 516, 520, 529. It also served as a blanket in sleeping, Od. 20.4, , γ 3, Od. 4.50.