ὥσπερ: Difference between revisions
Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr
(Autenrieth) |
(sl1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=(ὥς περ): [[just]] as, [[even]] as; [[often]] separated by an [[intervening]] <<>*<>>ord, ὡς ἔσεταί περ, Il. 1.211. | |auten=(ὥς περ): [[just]] as, [[even]] as; [[often]] separated by an [[intervening]] <<>*<>>ord, ὡς ἔσεταί περ, Il. 1.211. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[ὥσπερ]]<br /> <b>1</b>[[just]] as<br /> <b>a</b> c. ind. “τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν, [[ὥσπερ]] [[τόδε]] [[δέρμα]] με [[νῦν]] περιπλανᾶται [[θηρός]]” (I. 6.47)<br /> <b>b</b> c. subs. [[τόθι]] [[λύτρον]] συμφορᾶς Τλαπολέμῳ [[ὥσπερ]] θεῷ πομπὰ καὶ [[κρίσις]] (in [[formula]] sacrali, Schr.) (O. 7.79) ἐξίει δ' [[ὥσπερ]] κυβερνάτας ἀνὴρ [[ἱστίον]] ἀνεμόεν ([[ὥστε]] codd. plerique) (P. 1.91) | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 17 August 2017
English (LSJ)
or ὥς περ, Adv. of Manner,
A like as, even as, ζῆν ὥ. ἤδη ζῇς S.Ph.1396; ἐσῴζετ' ἂν... ὥ. οὐχὶ σῴζεται Id.El.994; but the Verb is more often left to be supplied, οὔ τι κατακρύπτουσιν... ὥ. Κύκλωπες Od.7.206, cf. 2.333, Il.4.263, 14.50; ἔξεστί θ', ὥ. Ἡγέλοχος, ἡμῖν λέγειν . . Ar.Ra.303; τεταγμένοι ὥ. ἔμελλον Th.4.93; τοῖς ἠτυχηκόσιν ὥ. ἐγώ D.45.1; Hom. freq. puts a word between ὡς and περ, e.g. ὡς σύ περ αὐτή, ὡς τὸ πάρος περ, ὡς ἔσεταί περ Od.19.385, Il.5.806, 1.211; as for instance, ὅταν χορὸς . . γίγνηται, ὥ. <ὁ> εἰς Ηλον πεμπόμενος X.Mem.3.3.12; ὥσπερ differs from ὡς in Hom., in that it seldom has an antecedent expressed, as in Il.24.487, τηλίκου ὥ. ἐγών; also in Hes.Th.402, ὣς δ' αὔτως... ὥ. ὑπέστη; but in Trag. and Att. ὥ. is very freq. after demonstr. words; before οὕτως, Meliss.3, Ar.Av.188; after it, S.Tr.475, etc.; ὥ. καὶ... οὕτω καὶ . . X.Cyr.7.5.75, cf. Pl.R.354b; ὥ... ὧδε . . S.OT276; τοιοῦτος ὥ. Pl.Prt.327d; αὐτοῦ ὥ. εἶχον just as they were, then and there, Hdt. 2.121.δ, cf. S.Ant.1235; εὐθὺς ὥ. εἶχεν X.An.4.1.19; εὐθὺς ὥ. ἔτυχε Id.HG3.1.19; τὰν τράπεζαν κάτθετε ὥ. ἔχει Sophr. in PSI11.1214a2; καὶ τὸν δαελὸν σβῆτε ὥ. ἔχει on the spot, ib.14: c. gen., ὥ. ἔχει δόξης Pl.R.612d: strengthd., ὥ. γε just exactly as, Ar.Nu.673; ὥ. καί even as, ὡς καὶ ἐγώ περ Il.6.477; ὥ. καὶ ἄλλο τι Th.1.142, etc.: ὥ. also follows ἴσος, in Od.20.282, μοῖραν . . ἴσην, ὡς αὐτοί περ ἐλάγχανον, cf. S.El.533; so after ὁ αὐτός, Pl.Phd.86a, D.9.33; after ὅμοιος, ὅμοιος ἀτμὸς ὥ. ἐκ τάφου πρέπει A.Ag.1311, cf. Th.4.34. 2 ὥσπερ ἄν c. subj., v. infr.111; c. opt., ὥσπερ ἄν τις . . λέγοι Pl.Phd. 87b, cf. X.HG3.1.14; cf. ὡσπερεί 11. II to limit or modify an assertion or apologize for a metaphor, as it were, so to speak, ὥ. ἀκονιτί Th.4.73; τὸν ἐγκέφαλον ὥ. σεσεῖσθαί μοι δοκεῖς Ar.Nu. 1276, cf. Pax234; ἅμα μὲν . . ὥ. ὑπεφθόνει X.Cyr.4.1.13, cf. Pl.Phdr. 270d, Cra.384c; in later Gk. sts. after the word to which it refers, ἐσφιγμένον ὥ. Porph.Chr.26; βάθρον ὥ. Sch.Pi.O.8.33; στέφανος ὥ. τῶν πόλεων τὰ τείχη ib.42: freq. with parts., ὥ. ἐγγελῶσα S.El. 277; ὥ. ἐντεταμένου τοῦ σώματος Pl.Phd.86b; ὥ. τι τῶν ἄλλων εὐλόγως πεποιηκότες as if they had done, Lys.12.7; ὥ. ἐξόν as if it were in our power, X.An.3.1.14; σιωπῇ ἐδείπνουν, ὥ. τοῦτο ἐπιτεταγμένον αὐτοῖς Id.Smp.1.11, cf. Mem.2.3.3; with a change of construction, ὥ. τὸν ἀριθμὸν τοῦτον ἔχοντα ἀνάγκην... καὶ οὔτε . . οἷόν τε εἴη γενέσθαι Id.HG2.3.19; τὴν ὥ. ἐπὶ τοῦ δίφρου ἕδραν a seat like that used in the chariot, Id.Eq.7.5. III rarely of Time, 1 ὥσπερ ἄν = ἕως ἄν, so long as, or however long (cf. ὡς Ad. 2), ὥσπερ ἂν ζῶ S.OC1361 (sed leg. ἕωσπερ). 2 as soon as, Ar.Pax24. IV after a Comp. (cf. ὡς Ab. 1.4); οὐ μείους ὥ. χίλιοι Xenoph.3.4; ἧττον . . ὥ. X.HG2.3.16.—Cf. ὡσπερεί, ὥσπερ οὖν.
Greek (Liddell-Scott)
ὥσπερ: ἢ ὥς περ, ἐπίρρ., τρόπου, ὡς, καθώς, ζῇν ὥσπερ ἤδη ζῇς Σοφ. Φιλ. 1396· ἐσώζετ’ ἂν ..., ὥσπερ οὐχὶ σώζεται αὐτόθι 994· ἀλλὰ τὸ ῥῆμα συνηθέστερον παραλείπεται ἐννοούμενον εὐκόλως, οὔ τι κατακρύπτουσιν ..., ὥσπερ Κύκλωπες Ὀδ. Η. 206, πρβλ. Β. 333, Ἰλ. Δ. 263, Ξ. 50· ἔξεστι δ’, ὥσπερ Ἡγέλοχος, ἡμῖν λέγειν .. Ἀριστοφ. Βάτρ. 303· τεταγμένοι ὥσπερ ἔμελλον Θουκ. 4. 93· τοῖς ἠτυχηκόσιν ὥσπερ ἐγὼ Δημ. 1101. 6· ὁ Ὅμ. συχνάκις παρεμβάλλει λέξιν τινὰ μεταξὺ τοῦ ὡς καὶ τοῦ περ, π. χ. ὡς σὺ περ αὐτή, ὡς τοπάρος περ, ὡς ἔσεταί περ Ὀδ. Τ. 885, Ἰλ. Ε. 806, Α. 211· - ὡς παραδείγματος χάριν, ὅταν χορὸς ... γίγνηται, ὥσπερ ὁ εἰς Δῆλον πεμπόμενος Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 12. - Τὸ ὥσπερ διαφέρει τοῦ ὡς παρ’ Ὁμήρ., καθ’ ὄσον σπανίως ἔχει προηγούμενόν τι ῥητῶς ἐκπεφρασμένον ὡς ἐν Ὀδ. Τ. 312, ὧδ., ὀΐεται, ὡς ἔσεταί περ· ἐν Ἰλ. Ω. 487, τηλίκου ὥσπερ ἐγών· ἢ ἐν Ἡσ. Θ. 402, ὥς δ’ αὔτως..., ὥσπερ ὑπέστη· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. τὸ ὥσπερ εἶναι συνηθέστατον μετὰ δεικτικά· πρὸ τοῦ οὕτως, Ἀριστοφ. Ὄρν. 188· μετ’ αὐτό, Σοφ. Τραχ. 475, κλπ.· ὥσπερ καί ..., οὕτω καὶ .. Ξεν. Κύρ. 7. 5, 75, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 354Β· ὥσπερ ..., ὦδε ..., Σοφ. Ο. Τ. 276· τοιοῦτος ὥσπερ Πλάτ. Πρωτ. 327D· - αὐτοῦ ὥσπερ εἶχον, καθὼς ἦσαν, Ἡρόδ. 2. 121, 4, πρβλ. Σοφ. Ἀντιγ. 1235· εὐθὺς ὥσπερ εἶχεν Ξεν. Ἀν. 4. 1, 19· εὐθὺς ὥσπερ ἔτυχε ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 3. 1, 19· - μετὰ γεν., ὥσπερ ἔχει δόξης Πλάτ. Πολ. 612D· - ἐπιτεταμένον, ὥσπερ γε, ἀκριβῶς καθώς, Ἀριστοφ. Νεφ. 673· - ὥσπερ καί, καθὼς καί, ὡς καὶ ἐγώ περ Ἰλ. Ζ. 477· ὥσπερ καὶ ἄλλο Θουκ. 1. 142· κλπ.· - ὥσπερ ὡσαύτως ἀκολουθεῖ μετὰ τὸ ἴσος, ὡς τὸ καὶ ἐν Ὀδ. Υ. 281, μοῖραν ... ἴσην, ὡς αὐτοί περ ἐλάγχανον, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 532· οὕτω μετὰ τὸ ὁ αὐτός, Πλάτ. Φαίδ. 86Α, Δημ. 119. 25· μετὰ τὰς λ. ὅμοιος, ὁμοίως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1311, Θουκ. 4. 34. 2) ὥσπερ ἂν μετὰ ὑποτακτ., ἴδε κατωτ. ΙΙΙ· μετὰ εὐκτ. ὥσπερ ἄν τις... λέγοι, ἔνθα ἠδύνατο νὰ τεθῇ ὡσπερανεὶ Πλάτ. Φαίδ. 87Β, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 14. ΙΙ. περιορίζει ἢ τροποποιεῖ ἰσχυρισμόν τινα ὡς τὸ ὡσπερεί, οἱονεί, ὡς ἐάν, Λατ. tanquam, ὥσπερ ἀκονιτὶ Θουκυδ. 4. 73· τὸν ἐγκέφαλον ὥσπερ σεσεῖσθαί μοι δοκεῖς Ἀριστοφάν. Νεφ. 1276, πρβλ. Εἰρ. 234· ἅμα μὲν ... ὥσπερ ὑπεφθόνει Ξεν. Κύρ. 4. 1, 13, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 270Ε, Φαίδων 88Ε, Κρατύλ. 384C· - καὶ συχνάκις μετὰ μετοχῆς ἐν ἀπολύτῳ χρήσει, ὥσπερ ἐγγελῶσα Σοφ. Ἠλ. 277· ὥσπερ ἐντεταμένου τοῦ σώματος Πλάτ. Φαίδων 86Β· ὥσπερ ἐξόν, ὡς ἐὰν ἦτο εἰς τὴν ἐξουσίαν μας, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 14· σιωπῇ ἐδείπνουν, ὥσπερ τοῦτο ἐπιτεταγμένον αὐτοῖς (ἀντὶ ὥσπερ εἰ τοῦτο ἐπιτεταγμένον αὐτοῖς εἴη) Ξεν. Συμπ. 1, 11, πρβλ. Ἀπομν. 2. 3, 3· οὕτω κατὰ τὴν μεταβολὴν συντάξεως, ὥσπερ τὸν ἀριθμὸν τοῦτον ἔχοντα ἀνάγκην ..., καὶ οὔτε ... οἷόν τε εἴη γενέσθαι Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 19· - τὴν ὥσπερ ἐπὶ τοῦ δίφρου ἕδραν, κάθισμα ὡς τὸ ἐπὶ τοῦ δίφρου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 7, 5. ΙΙΙ. σπανίως ἐπὶ χρόνου. 1) ὥσπερ ἂν = ἕως ἄν, ἐφ’ ὅσον, ἢν ἐν ὅσω, (πρβλ. ὡς Β. V. 2), ὥσπερ ὰν ζῶ Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1361 (ἔνθα ἕτεροι ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς σημαῖνον καθ’ οἱονδήποτε τρόπον). 2) εὐθὺς ὡς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 24. IV. μετὰ συγκριτικὸν (πρβλ. ὡς Β. ΙΙΙ. 2), Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 16. - Πρβλ. ὡσπερεί, ὥσπερ, οὖν.
French (Bailly abrégé)
adv. et conj.
A. adv. comme, de même que ; marque :
I. une comparaison :
1 comme, de même que : ζῆν ὥσπερ ἤδη ζῇς SOPH vivre comme tu vis déjà ; avec un corrélat. : τηλίκου ὥσπερ ἐγών IL du même âge que moi ; ὥσπερ…, ὧδε SOPH de même que…, de même ; ὥσπερ καὶ…, οὕτω καί XÉN de même que aussi…, de même aussi ; ὥσπερ ἂν εἴ τις ἀσπάζοιτο XÉN comme l’aurait embrassé qqn (qui l’aurait connu depuis longtemps), litt. comme qqn l’aurait embrassé, si, etc.
2 que après un Cp.
II. un état :
1 dans l’état où, de la façon que : ὥσπερ ἄν τις λέγοι PLAT comme on pourrait dire;
2 en tant que, parce que ; avec l’inf. ὥσπερ εἰπεῖν LUC comme pour dire;
III. ὥσπερ ἄν avec le sbj. pour exprimer une idée de temps :
1 tant que : ὥσπερ ἂν ζῶ SOPH aussi longtemps que je vivrai, selon d’autres, de qqe façon que je vive;
2 aussitôt, aussitôt que;
IV. une explication, un témoignage, une preuve : comme, par exemple : ὅταν χορὸς γίγνηται, ὥσπερ ὁ εἰς Δῆλον πεμπομένος XÉN lorsqu’on forme un chœur, comme par exemple celui qu’on envoie à Délos;
V. en quelque façon, à peu près : ὥσπερ ἀκονιτί THC pour ainsi dire sans effort;
VI. comme si, avec un part. : ὥσπερ ἐγγελῶσα τοῖς ποιουμένοις SOPH comme s’applaudissant de ce qu’elle avait fait ; particul. avec un part. abs. ὥσπερ ἐξόν XÉN comme si cela était en notre pouvoir;
B. conj. afin que, pour que : φάλεγγα ἔχοντες, ὥσπερ ἰσχυρότεροι ἂν εἴητε XÉN ayant une troupe rangée, pour que vous soyez plus forts.
Étymologie: ὡς, περ.
English (Autenrieth)
(ὥς περ): just as, even as; often separated by an intervening <<>*<>>ord, ὡς ἔσεταί περ, Il. 1.211.
English (Slater)
ὥσπερ
1just as
a c. ind. “τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν, ὥσπερ τόδε δέρμα με νῦν περιπλανᾶται θηρός” (I. 6.47)
b c. subs. τόθι λύτρον συμφορᾶς Τλαπολέμῳ ὥσπερ θεῷ πομπὰ καὶ κρίσις (in formula sacrali, Schr.) (O. 7.79) ἐξίει δ' ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ ἱστίον ἀνεμόεν (ὥστε codd. plerique) (P. 1.91)