βιός: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=οῖο: [[bow]].
|auten=οῖο: [[bow]].
}}
{{Slater
|sltr=[[βιός]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[bow]] ]εὗρε βιῶ[ι ?fr. 344. 4.
}}
}}

Revision as of 14:29, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βῐός Medium diacritics: βιός Low diacritics: βιος Capitals: ΒΙΟΣ
Transliteration A: biós Transliteration B: bios Transliteration C: vios Beta Code: bio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A bow, = τόξον, Il.1.49, Heraclit.48, etc. (Ambracian acc. to AB1095. Cf. Vedic jiyā´ 'bow-string', Lith. gijà 'thread'.)

German (Pape)

[Seite 445] ὁ, der Bogen, Schußwaffe; eigentlich Nebenform von βία, die Kraft, passende Bezeichnung für eine elastische Schußwaffe; vgl. βλαστός βλάστη, κνημός κνήμη; βόλος βολή, γόνος γονή, πλόκος πλοκή, πνόος πνοή, πόθος ποθή, ῥόος ῥοή, σπόρος σπορά, στόλος στολή, στρόφος στροφή, τάφος ταφή, τόμος τομή, τύπος τυπή, φθόγγος φθογγή, φθόρος φθορά, φόνος φονή, φόρος φορά, χόλος χολή, χόος χοή; ἦχος ἠχή, ὦνος ὠνή; ἄγορος ἀγορά, βίοτος βιοτή, πάταγος παταγή; διάλογος διαλογή; von βίος das Leben, welches ebenfalls Nebenform von βία ist, ward βιός der Bogen durch den Accent unterschieden; vgl. γαῦλος γαυλός; νόμος νομός νομή, τρόπος τροπός τροπή. Bei Hom. βιός der Bogen öfters; einen Unterschied zwischen βιός und τόξον kennt Hom. nicht, vgl. z. B. Iliad. 1, 45 mit vs. 49, Odyss. 21, 233 mit vs. 234. Aber τὁξον ist bei Hom. weit häufiger.

Greek (Liddell-Scott)

βιός: ὁ, τόξον Ἰλ. Α. 49, κτλ. (Qu. biegen, bug, bogen· τὸ ἀγγλ. bow? ὁ Κούρτ. ἀναφέρει Σανσκρ. ǵya (τοῦ τόξου ἡ νευρά).)

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
arc ; ◊ prov. τοῦ τόξου τὸ μὲν ὄνομα βιός, τὸ δὲ ἔργον θάνατος.
Étymologie: DELG skr. j(i)yá, av. jya, corde de l’arc.

English (Autenrieth)

οῖο: bow.

English (Slater)

βιός
   1 bow ]εὗρε βιῶ[ι ?fr. 344. 4.