μηδείς: Difference between revisions
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
(SL_2) |
(strοng) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[μηδείς]] <br /> <b>1</b> no [[one]], [[nothing]] σοφοὶ δὲ καὶ τὸ μηδὲν [[ἄγαν]] [[ἔπος]] αἴνησαν [[περισσῶς]] fr. 35b. ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ [[σιγᾷ]] μελαίνᾳ [[κάρα]] κέκρυπται Παρθ. 1. 10. | |sltr=[[μηδείς]] <br /> <b>1</b> no [[one]], [[nothing]] σοφοὶ δὲ καὶ τὸ μηδὲν [[ἄγαν]] [[ἔπος]] αἴνησαν [[περισσῶς]] fr. 35b. ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ [[σιγᾷ]] μελαίνᾳ [[κάρα]] κέκρυπται Παρθ. 1. 10. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=including the [[irregular]] [[feminine]] medemia, and the neuter meden from μή and [[εἷς]]; [[not]] [[even]] [[one]] ([[man]], [[woman]], [[thing]]): [[any]] ([[man]], [[thing]]), no ([[man]]), [[none]], [[not]] (at [[all]], [[any]] [[man]], a [[whit]]), [[nothing]], + [[without]] [[delay]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:47, 25 August 2017
English (LSJ)
μηδεμίᾰ, μηδέν (i.e. μηδὲ εἷς, μηδὲ μία, μηδὲ ἕν): fem. μηδὲ ἴα or μηδεΐα (or -έϊα) IG12(2).6.12 (Mytil.):—
A not one, not even one, nobody (in neut. nothing), once in Hom. (who elsewh. uses μή τις, v. μήτις), ἀναίνετο μηδὲν ἑλέσθαι Il.18.500; μή πως . . μηδὲν ἀνύσσῃς Hes.Op.395; μηδὲν ἄγαν Pi.Fr.216, etc.: rare in pl. (μηδαμοί being used in Ion.), μηδένες ἄλλοι X.HG5.4.20; μηδένας Pl.Euthd.303c. 2 μηδὲ εἷς (so written) is found in Att. Inscrr., as IG12.114.41, 22.487.9 (μηδ' hενί ib.12.73.6), but is used esp. in an emphatic sense, not even one, μηδὲ ἕν Ar.Pl.37: freq. with an intervening Particle or Prep., μηδ' ἂν ἕνα Pl.Cra.414d; μηδ' ἐν ἑνὶ χρόνῳ Id.Prm.156c; μηδ' ἐξ ἑνός Id.Phdr.245d; μηδ' ἐφ' ἑνί Id.R.553d; μηδὲ περὶ ἑνός Id.Tht.171c; μηδ' ὑφ' ἑνός, μηδ' ὑπὸ μιᾶς, Id.Smp.222d, Alc.1.122a; μηδὲ ὑφ' ἑνός IG12.32.8. II nobody, naught, good for naught, κἄμ' ἴσον τῷ μ. S.OC918: pl., οὐ γὰρ ἠξίου τοὺς μηδένας Id.Aj.1114; μηδέν or τὸ μηδέν as Subst., naught, nothing, κεἰ τὸ μ. ἐξερῶ Id.Ant.234; μ. λέγειν to say what is naught, X.Cyr.8.3.20, etc.; ἡ ἡμετέρη εὐδαιμονίη . . ἀπέρριπται ἐς τὸ μ. Hdt.1.32; τοῦ μηδενὸς ἀξίη Id.6.137; ἐπὶ μηδὲν ἔρχεσθαι S.El.1000; ἐς τὸ μ. ἥκειν E.Hec.622; of persons, τὸ μ. a good-for-nothing, τὸ μ. εἶναι, of a eunuch, Hdt.8.106; τοιγὰρ σὺ δέξαι μ' ἐς τὸ σὸν στέγος, τὴν μηδὲν ἐς τὸ μ. S.El.1166; κἂν τὸ μ. ὦ Id.Tr.1107; τὸ μ. ὄντας Id.Aj.1275; ὁ μ. ὤν ib.767; ὅτ' οὐδὲν ὢν τοῦ μηδὲν ἀντέστης ὕπερ ib.1231, cf. 1094, E.Hec.843, etc.; ἧττον αὐτοῖς ἔνι ἢ τὸ μ., i.e. it is a mere impossibility, Pl.Tht.180a; also μ. εἶναι without the Art., Luc.Rh.Pr.2. III neut. μηδέν as Adv., not at all, by no means, μηδὲν ἐγκέλευ' ἄγαν A.Pr.72, cf. 344; μ. διαφέρειν πλὴν ὀνόματι Pl.Plt.280a, etc.: with an Adv., μ. αἰνικτηρίως A.Pr. 949: freq. with Comp., μ. μᾶλλον, ἧσσον, etc., S.Aj.280, 1329, etc.— When other negatives, also derived from μή, are used with it, they do not destroy, but strengthen the negation, μηδέποτε μηδὲν αἰσχρὸν ποιήσας ἔλπιζε λήσειν never hope to escape, when you have done anything base. Isoc.1.16; cf. μηθείς.
Greek (Liddell-Scott)
μηδείς: μηδεμίᾰ, μηδέν, (ὅ ἐστι: μηδὲ εἷς, μηδὲ μία, μηδὲ ἕν)· θηλ. τύπος μηδέΐα εὑρέθη ἔν τινι Μυτιλην. Ἐπιγρ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2166. 7. «Μηδὲ ἔνας», «κἀνείς», ἔχον σχέσιν πρὸς τὸ οὐδεὶς οἵαν τὸ μὴ πρὸς τὸ οὐ, ἅπαξ παρ’ Ὁμ., μηδὲν ἑλέσθαι Ἰλ. Σ. 500· οὕτω, μηδὲν ἀνύσσῃς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἠμ. 393· μηδὲν ἄγαν Πινδ. Ἀποσπ. 235, κτλ.· ― σπάνιον ἐν τῷ πληθ. (μηδαμοὶ εὕρηται ἀντ’ αὐτοῦ), μηδένες Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 20· μηδένας Πλάτ. Εὐθύδ. 303Β· πρβλ. οὐδεὶς ΙΙ. 2) μηδὲ εἷς, ὅπερ (οὕτω γραφόμενον) οὐδέποτε πάσχει ἔκθλιψιν ἔτι καὶ παρ’ Ἀττ., καὶ διετήρησε τὴν πρώτην ἐμφατικὴν ἔννοιαν: «οὔτε κἂν εἷς», καὶ συχνάκις δέχεται ἕτερον μόριον μεταξύ, μηδ’ ἂν εἷς Πλάτ. Κρατ. 414D, ἴδε Πόρσ. Προοίμ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ, σ. xxxiv· ἢ πρόθεσιν, μηδ’ ἐν ἑνὶ Πλάτ. Παρμ. 126C· μηδ’ ἐξ ἑνὸς Φαῖδρ. 245D· μηδ’ ἐφ’ ἑνὶ Πολ. 553D· μηδὲ περὶ ἑνὸς Θεαίτ. 171C· μηδ’ ὑφ’ ἑνός, μηδ’ ὑπὸ μιᾶς Συμπ. 222D, κτλ. ΙΙ. μηδαμινός, ὁ μηδενὸς ἄξιος, ὁ «καντίποτες», ὁ μηδεὶς Σοφ. Ο. Κ. 918· πληθ., οὐ γὰρ ἠξίου τοὺς μηδένας ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1114· ― οὕτω, μηδὲν ἢ τὸ μηδὲν συχνάκις ὡς οὐσιαστ., τίποτε, «μηδέν», κεἰ τὸ μηδὲν ἐξερῶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 234· μηδὲν λέγειν, λέγειν τι ὅπερ δὲν εἶναι τίποτε, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 20, κτλ.· ἡ ἡμετέρη εὐδαιμονίη... ἀπέρριπται ἐς τὸ μηδὲν Ἡρόδ. 1. 32· τοῦ μηδενὸς ἄξιος 6. 137· ἐπὶ μηδὲν ἔρχεσθαι Σοφ. Ἠλ. 1000· ἐς τὸ μηδὲν ἥκειν Εὐρ. Ἑκάβ. 622· καὶ προσώπων, τὸ μηδέν, μηδαμινὸς ἄνθρωπος, «τιποτένιος», τὸ μηδὲν εἶναι, ἐπὶ εὐνούχου, Ἡρόδ. 8. 106· τοιγὰρ σὺ δέξαι μ’ ἐς τὸ σὸν στέγος, τὴν μηδὲν ἐς τὸ μηδὲν Σοφ. Ἠλ. 1166· κἂν τὸ μηδὲν ὧ ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1107· τὸ μὴ ὄντας ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1275· ὁ μ. ὢν αὐτόθι 767· ὅτ’ οὐδὲν ὢν τοῦ μηδὲν ἀντέστης ὕπερ αὐτόθι 1231, πρβλ. 1094, Εὐρ. Ἑκάβ. 843, κτλ.· ἧττον αὐτοῖς ἔνι ἢ τὸ μηδέν, ὅ ἐστιν, εἶναι εἰς αὐτοὺς ἐντελῶς ἀδύνατον, Πλάτ. Θεαίτ. 180Α, Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 601· ὡσαύτως, μ. εἶναι, ἄνευ τοῦ ἄρθρου, σκόπει γοῦν ὁπόσοι τέως μηδὲν ὄντες ἔνδοξοι καὶ πλούσιοι... ἔδοξαν ἀπὸ τῶν λόγων Λουκ. Ρητόρ. διδάσκ. 2. ΙΙΙ. οὐδ. μηδὲν ὡς ἐπίρρ. καθόλου, οὐδόλως, Αἰσχύλ. Πρ. 72, 342, 949, Πλάτ. Πολιτ. 280Α, κτλ.· συχνάκις μετά τοῦ συγκ., μᾶλλον ἧττον, κτλ., Σοφ. Αἴ. 280, 1329, κτλ.· ― Ὅταν δὲ ἄλλα ἀρνητικὰ μόρια ὡσαύτως ἐκ τοῦ μὴ παραγόμενα συνοδεύωσιν αὐτό, δὲν ἀναιροῦσιν ἀλλ’ ἰσχυροποιοῦσι τὴν ἄρνησιν, μηδέποτε μηδὲν αἰσχρὸν ποιήσας ἐλπίζε λήσειν, ποτὲ μὴ ἐλπίσῃς ὅτι θὰ διαφύγῃς τὴν προσοχὴν τῶν ἀνθρώπων, ἐὰν ἔχῃς καμεὶ αἰσχρόν τί, Ἰσοκρ. 5Β· πρβλ. μηδαμά. ― Περὶ τοῦ μηθείς, ἴδε ἐν λέξει.
French (Bailly abrégé)
μηδεμία, μηδέν ; gén. μηδενός, μηδεμίας, μηδενός;
aucun, nul, personne ; au neutre rien ; dans les propos. et les cas où la négat. μή se met elle-même à la place de οὐ;
1 personne, pas une personne ; pas une chose, rien;
2 qui n’est rien : ὁ μηδείς, celui qui n’est rien ; neutre subst. μηδέν, rien : μηδὲν λέγειν XÉN dire qch qui n’est rien, ne rien dire ; adv. • μηδέν, en rien, en aucune manière ; μηδὲν ἧττον ATT pas moins ; μηδὲν μᾶλλον ATT pas plus.
Étymologie: μηδέ, εἷς ou pê μὴ *δείς ; cf. μηθείς.
English (Slater)
μηδείς
1 no one, nothing σοφοὶ δὲ καὶ τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος αἴνησαν περισσῶς fr. 35b. ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ σιγᾷ μελαίνᾳ κάρα κέκρυπται Παρθ. 1. 10.
English (Strong)
including the irregular feminine medemia, and the neuter meden from μή and εἷς; not even one (man, woman, thing): any (man, thing), no (man), none, not (at all, any man, a whit), nothing, + without delay.