ἐξηγέομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
(strοng)
(T21)
Line 24: Line 24:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from ἐκ and [[ἡγέομαι]]; to [[consider]] [[out]] ([[aloud]]), i.e. [[rehearse]], [[unfold]]: [[declare]], [[tell]].
|strgr=from ἐκ and [[ἡγέομαι]]; to [[consider]] [[out]] ([[aloud]]), i.e. [[rehearse]], [[unfold]]: [[declare]], [[tell]].
}}
{{Thayer
|txtha=ἐξηγοῦμαι; [[imperfect]] ἐξηγουμην; 1st aorist ἐξηγησαμην;<br /><b class="num">1.</b> [[properly]], to [[lead]] [[out]], be [[leader]], go [[before]] ([[Homer]], et al.).<br /><b class="num">2.</b> [[metaphorically]], (cf. German ausführen) to [[draw]] [[out]] in [[narrative]], [[unfold]] in [[teaching]];<br /><b class="num">a.</b> to [[recount]], [[rehearse]]: ([[with]] the accusative of the [[thing]] and the dative of [[person]], ὅσα ἐποίησεν, [[καθώς]], 14 (so in Greek writings from [[Herodotus]] [[down]]; the Sept. for סִפֵר, to [[unfold]], [[declare]]: Alberti, Observationes etc., p. 207f).
}}
}}

Revision as of 18:03, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξηγέομαι Medium diacritics: ἐξηγέομαι Low diacritics: εξηγέομαι Capitals: ΕΞΗΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: exēgéomai Transliteration B: exēgeomai Transliteration C: eksigeomai Beta Code: e)chge/omai

English (LSJ)

   A to be leader of, c. gen. pers., τῶν δ' ἐξηγείσθω Il.2.806 (for And.1.116, v. 11.3).    2 c. acc. pers., lead, govern, in Th., τὰς πόλεις 1.76; τὴν Πελοπόννησον ib.71.    b abs., Hdt.1.151, 9.11.    3 c. dat. pers. et acc. rei, show one the way to, τοῖσι ἐχθροῖσι τῆς πατρίδος ἅλωσιν Hdt.6.135; ἃ δ' ἐξηγεῖσθε τοῖς ξυμμάχοις Th.3.55: c. dat. pers. only, go before, lead, ἡμῖν S.OC1589, etc.: c. acc. loci only, lead the way to, χῶρον ib.1520.    4 c. gen. rei, ἐ. τῆς πράξεως X.Cyr.2.1.29; with dat. pers. added, πᾶσι κάλλους τε καὶ τελειότητος Jul.Or.4.132d.    5 ἐ. εἰς τὴν Ἑλλάδα lead an army into Greece, X.An.6.6.34.    II dictate a form of words, ἐ. τὸν νόμον τῷ κήρυκι D.19.70; ἐξηγοῦ θεούς dictate, name them, E.Med.745.    2 generally, prescribe, order, ποιήσουσι τοῦτο τὸ ἂν κεῖνος ἐξηγέηται Hdt. 5.23; ὅ τι χρὴ ποιέειν ἐξηγέο σύ Id.4.9, cf. 7.234; ᾗ ὁ νόμος ἐξηγεῖται Pl.R.604b: of a diviner, c. inf., order one to do, A.Eu.595; τἄλλα δ' ἐξηγοῦ φίλοις Id.Ch.552; esp. freq. of religious forms and ceremonies, οἷς τῶν ἄλλων θεῶν οἱ Μάγοι ἐξηγοῦντο, = τοῖς ἄλλοις θεοῖς οὕς . . X.Cyr.8.3.11, cf. 4.5.51,7.3.1; τί φῶ; δίδασκ' ἄπειρον ἐξηγουμένη A.Ch.118, cf. S.OC1284, etc.; οὗτος ὁ θεὸς περὶ τὰ τοιαῦτα . . ἐ. Pl.R. 427c, cf. 469a.    3 expound, interpret, ἐ. τὸ οὔνομα καὶ τὴν θυσίην Hdt.2.49; τὸν ποιητήν Pl.Cra.407a; ἃ Ὅμηρος λέγει Id.Ion531a; ὁ τὸν Ἡράκλειτον . . ἐξηγούμενος Antiph.113.3; τὰ νόμιμα D.47.69: abs., ἄγραφοι νόμοι καθ' οὓς Εὐμολπίδαι ἐξηγοῦνται according to which they expound things, Lys.6.10, cf. And.1.116 (leg. κηρύκων ὤν); cf. ἐξηγητής 11.    III tell at length, relate in full, Hdt.2.3, A.Pr.216, 702, Th.5.26; set forth, explain, τὴν ἔλασιν the line of march, Hdt. 3.4, 7.6; ἃ μετὰ χεῖρας ἔχοι καὶ -ήσασθαι οἷός τε Th.1.138; τὰ τοῦ νομοθέτου βουλήματα Pl.Lg.802c, cf. R.474c: c. acc. et inf., explain that... S.Aj.320: folld. by relat., ἐ. ὁτέῳ τρόπῳ . . Hdt.3.72. etc.; ἐ. περί τινος X.Lac.2.1.

German (Pape)

[Seite 880] 1) ausführen, Anführer sein, τινός, Il. 2, 805; oft absolut, vorangehen, Her. 9, 11. 66; ποιήσουσι τοῦτο, τὸ ἄν κεῖνος ἐξηγέηται 5, 23, was man auch »befehlen« übersetzt; Anführer sein, die Hegemonie haben, Thuc. oft, auch mit dem acc., 1, 71. 6, 85; τοῖς συμμάχοις 3, 55; Xen. An. 4, 5, 28, oft; οὕτως ἐξηγεῖτο τῆς πράξεως Cyr. 2, 1, 29, im Handeln mit seinem Beispiel vorangehen; ὁ μάντις ἐξηγεῖτό σοι μητροκτονεῖν, rieth dazu, war der Urheber des Mordes, Aesch. Eum. 565; vgl. καλῶς γὰρ ἐξηγεῖ σύ μοι Soph. O. C. 1286; χῶρον ἐξηγήσομαι, ich werde vorangehen und dir den Ort zeigen, ibd. 1516, vgl. 1585. – Oft von Gesetzen, ᾗ ὁ νόμος ἐξηγεῖται, wie das Gesetz vorschreibt, Plat. Rep. X, 604 b; – εἰς τὴν Ἑλλάδα, nach Griechenland hinführen, Xen. An. 6, 4, 34. – 2) als Redner ausführen, τί, Thuc. 1, 138; übh. auseinandersetzen, erzählen, τοιαῦτ' ἐμοῦ λόγοισιν ἐξηγουμένου Aesch. Prom. 214; τὸν ἆθλον 704, öfter; γόους τοιούσδ' ἐξηγεῖτ' ἔχειν Soph. Ai. 313; Her. oft, wie Folgde; τὸν ποιητήν, erklären, Plat. Crat. 407 a, wie τὰ τοῦ νομοθέτου βουλήματα Legg. VII, 802 c; τὰ νόμιμα Dem. 47, 69; nach B. A. 241, 20 der eigentliche Ausdruck von den Gesetzverständigen, διηγοῦνται ἰδιῶται ἄνδρες περὶ τῶν προστυχόντων. – Bes. von Priestern, lehren, andeuten, Εὐμολπίδαι ἐξ. κατ' ἀγράφους νό μους Lys. 6, 10, τοῖς θεοῖς ἐξαιρεῖται ὅτι ἂν οἱ μάγοι ἐξηγῶνται Xen. Cyr. 8, 3, 11; von den Göttern selbst, ταύτῃ θήσομεν ᾗ ἂν ἐξηγῆται ὁ θεός Plat. Rep. V, 469 a; vgl. IV, 427 c. Aehnl. ἐξηγησαμένη τοῖς ἐχθροῖς τῆς πατρίδος ἅλωσιν Her. 6, 135, die den Feinden gezeigt hatte, wie sie einnehmen könnten; ἐξηγέο ὅτεῳ τρόπῳ πάριμεν 3, 72; – ἐξηγούμεθα καὶ διατάττομεν ἕκαστα Luc. Iup. Trag. 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξηγέομαι: μέλλ. -ήσομαι, Ἀποθ., εἶμαι ἀρχηγός, μετὰ γεν. προσ.. τῶν δ’ ἐξηγείσθω, «τούτων ἡγεμὼν ἔστω» (Θ. Γαζῆς). Ἰλ. Β. 806· ἐν Ἀνδοκ. 1. 116 ὁ Reiskc διώρθωσε Κηρύκων ὤν, ὥστε τὸ ἐξηγῇ καὶ ἐξηγεῖσθαι κεῖνται κατὰ τὴν σημασ. ΙΙΙ. 3. 2) ἐξυπακουομένης γενικής, ἔχω τὴν ἡγεμονίαν τινός, ὑμεῖς γοῦν, ὦ Λακεδαιμόνιοι, τὰς ἐν τῇ Πελοποννήσῳ πόλεις ἐπὶ τὸ ὑμῖν ὠφέλιμον καταστησάμενοι ἐξηγεῖσθε (ἐξυπ. αὐτῶν) Θουκ. 1. 76· ἀπολύτ. 1. 95· χαλεπῶς ἐξ. 3. 93· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2. ΙΙ. προηγοῦμαι, προπορεύομαι, ἀπολ., Ὁμ. Ὕμν. εἰς Διόνυσ. 10· ἕπεσθαι τη ἂν οὗτοι ἐξηγέωνται Ἡρόδ. 1. 151, πρβλ. 9. 11· ἐὰν αὐτὸ ἁμή γε πῃ ἱκανῶς ἐξεγησώμεθα Πλάτ. Πολ. 474C· πρβλ. ἐξαιτέω ΙΙ. 2. 2) μετὰ δοτ. προσ. καὶ αἰτ. πράγμ., δεικνύω εἴς τινα τὴν ὁδόν, Ἡρόδ. 6. 135· ἐντέλλομαι, ἃ δ’ ἐξηγεῖσθε τοῖς ξυμμάχοις Θουκ. 3. 55· μετὰ δοτ. προσ. μόνον, προηγοῦμαι, ὁδηγῶ, ἡμῖν Σοφ. Ο. Κ. 1589, κτλ.· ἢ μετ’ αἰτ. τόπου μόνον, δεικνύω τὸν δρόμον εἴς τι μέρος, χῶρον μὲν αὐτὸς αὐτίκ’ ἐξηγήσομαι αὐτόθι 1520. 3) μετὰ γεν. πράγμ., ἐξ. τῆς πράξεως Ξεν. Κύρ. 2. 1, 29. 4) ὁδηγῶ ὡς ἀρχηγὸς στράτευμα εἴς τι μέσος, καὶ ἢν οἱ θεοὶ παραδιδῶσιν, ἐξηγήσομαι εἰς τὴν Ἑλλάδα, καὶ ἂν οἱ θεοὶ τὸ ἐπιτρέψωσι, θὰ σᾶς ὁδηγήσω εἰς τὴν Ἑλλάδα, Ξεν. Ἀν. 6.6, 34. ΙΙΙ. ὡς τὸ Λατ. praeïre verbis, ὑπαγορεύω εἴς τινα ὡρισμένον τινὰ τύπον λέξεων, αὐτὸς γὰρ ἐξηγεῖτο τὸν νόμον τοῦτον τῷ κήρυκι Δημ. 363. 18· ἐξηγοῦ θεούς, ὑπαγόρευσόν μοι τὰ ὀνόματα τῶν θεῶν εἰς οὓς θέλεις νὰ ὁρκισθῶ, Εὐρ. Μήδ. 745. 2) καθόλου, παραγγέλλω, κελεύω, ποιήσουσι... τὸ ἂν κεῖνος ἐξηγέηται Ἡρόδ. 5. 23· ᾗ ὁ νόμος ἐξηγεῖται Πλάτ. Πολ. 604Α: ἐπὶ μάντεως, μετ’ αἰτ., παραγγέλλω τινὰ νὰ κάμῃ τι, διατάττω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 595· τἆλλα δ’ ἐξηγοῦ φίλοις ὁ αὐτὸς Χο. 552· οἷς τῶν ἄλλων θεῶν οἱ Μάγοι ἐξηγοῦντο = τοῖς ἄλλοις θεοῖς οὓς... Ξεν. Κύρ. 8. 3, 11, πρβλ. 4. 5, 51., 7. 3, 1. 3) ὁδηγῶ τινα τί νὰ πράξη ἢ τί νὰ εἴπη, τί φῶ; δίδασκ’ ἄπειρον ἐξηγουμένη Αἰσχύλ. Χο. 118· παραινῶ, νουθετῶ, Σοφ. Ο. Κ. 1284, κτλ.· κελεύω, ᾗ ὁ νόμος ἐξηγεῖται Πλάτ. Πολ. 604Β· οὗτος γὰρ δήπου ὁ θεὸς περὶ τὰ τοιαῦτα πᾶσιν ἀνθρώποις... ἐξηγεῖται αὐτόθι 427C, πρβλ. 469Α· ποιήσουσι τοῦτο τὸ ἂν κεῖνος ἐξηγέηται Ἡρόδ. 5. 23· ὅτι χρὴ ποιέειν, ἐξηγέεο σὺ ὁ αὐτὸς 4. 9· πρβλ. 7 234· ὁ ἐξηγησάμενος τοῦ Διονύσου τό τε οὔνομα καὶ τὴν θυσίην, ὁ ἑρμηνεύσας, ὁ αὐτὸς 2. 49· τὸν ποιητὴν Πλάτ. Κρατ. 407Α· ἃ Ὅμηρος λέγει ὁ αὐτ’ ἐν Ἴωνι 531Α· ὁ τὸν Ἡράκλειτον πᾶσιν ἐξηγούμενος Ἀντιφάνης ἐν «Καρσὶ» 1· τὰ νόμιμα Δημ. 1160. 10 ἀπολ., ἄγραφοι νόμοι καθ’ οὓς Εὐμολπίδαι ἐξηγοῦνται, καθ’ οὓς οἱ Εὐμολ. ἑρμηνεύουσι τὰ πράγματα, Λυσ. 104. 9, πρβλ. Ἀνδοκ. 15. 25: πρβλ. ἐξηγητὴς ΙΙ. IV. διηγοῦμαι λεπτομερῶς, Ἡρόδ. 2. 3, Αἰσχύλ. Πρ. 214, 702, Θουκ. 5. 26· ἐκτίθημι, περιγράφω, τὴν ἔλασιν Ἡρόδ. 3. 4., 7. 6, πρβλ. 6. 135, Θούκ. 1. 138· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., διδάσκω, «ἐξηγῶ», ὅτι... Σοφ. Αἴ. 320· ἑπομένης ἀναφορ. ἀντωνυμ., ἐξ. ὅτῳ τρόπῳ... Ἡρόδ. 3. 72, κτλ.· ἐξ. περί τινος Πλάτ. Ἴων 531Α, Ξέν. Λάκ. 2, 1. 2) ἑρμηνεύω, μεταφράζω, Ἰουστίνου Μάρτ. Διάλ. πρὸς Τρύφ. 68.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
I. 1 conduire, guider, τινός ou τινί ; ἃ ἐξηγεῖσθε τοῖς ξυμμάχοις THC quant aux entreprises où vous engagez vos alliés ; ἐξ. τινι τῆς πράξεως XÉN montrer à qqn par son propre exemple ce qu’il faut faire ; ἐξ. τῷ κήρυκι τὸν νόμον DÉM dicter au héraut le texte de la loi;
2 diriger, gouverner, acc.;
3 avec idée d’hostilité conduire (une armée) : εἰς τὴν Ἑλλάδα XÉN en Grèce;
II. conduire pas à pas ou jusqu’au terme :
1 exposer en détail : τι, περί τινος qch, donner des explications détaillées sur qch ; avec un relat. : ἐξ. ὅτῳ τρόπῳ HDT expliquer en détail de quelle manière ; avec une prop. inf., expliquer que;
2 expliquer, interpréter ; particul. expliquer la volonté des dieux, le sens d’un oracle;
3 ordonner, prescrire en parl. des oracles, des prêtres, des dieux ; avec un inf., ordonner de ; conseiller.
Étymologie: ἐξ, ἡγέομαι.

English (Autenrieth)

imp. -γείσθω: lead out, w. gen., Il. 2.806†.

English (Strong)

from ἐκ and ἡγέομαι; to consider out (aloud), i.e. rehearse, unfold: declare, tell.

English (Thayer)

ἐξηγοῦμαι; imperfect ἐξηγουμην; 1st aorist ἐξηγησαμην;
1. properly, to lead out, be leader, go before (Homer, et al.).
2. metaphorically, (cf. German ausführen) to draw out in narrative, unfold in teaching;
a. to recount, rehearse: (with the accusative of the thing and the dative of person, ὅσα ἐποίησεν, καθώς, 14 (so in Greek writings from Herodotus down; the Sept. for סִפֵר, to unfold, declare: Alberti, Observationes etc., p. 207f).