καθόλου: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(strοng) |
(T22) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[κατά]] and [[ὅλος]]; on the [[whole]], i.e. [[entirely]]: at [[all]]. | |strgr=from [[κατά]] and [[ὅλος]]; on the [[whole]], i.e. [[entirely]]: at [[all]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=(i. e. καθ' ὅλου (as it is written in authors [[before]] [[Aristotle]] (Liddell and Scott))), adverb, [[wholly]], [[entirely]], at [[all]]: [[Xenophon]], [[Plato]], [[Demosthenes]], [[Aristotle]], and [[following]].) | |||
}} | }} |
Revision as of 18:10, 28 August 2017
English (LSJ)
Adv.
A on the whole, in general, = καθ' ὅλου (as it shd. perh. be written), Epist.Philipp. ap. D.18.77; κ. γράφειν, opp. κατὰ μέρος, Plb.3.32.8; κ. εἰπεῖν Arist.Top.156a13, Plu.2.397c, etc.; οἱ κ. λόγοι general statements, opp. οἱ ἐπὶ μέρους, Arist.EN1107a30 (but in Roman times, accounts kept by the central government, = Lat. summae rationes, OGI715.3 (Alexandria), D.C.79.21, etc.); τοῦτο γάρ ἐστι κ. μᾶλλον too general, Arist.Pol.1265a31, cf. GA748a8; ἡ τῶν κ. πραγμάτων σύνταξις general history, Plb.1.4.2; τὸ κ. D.S.1.77, Plu. 2.569f; τὸ κ. τῆς μοχθηρίας, opp. τὸ πρὸς ἡμᾶς, ib.468e; οὐδ' οὗτος ἀποφαίνει κ. τὸ καταλειφθέν the whole amount left, D.27.43; ἐν τῷ κ. in general, speaking generally, Ath.1.30e, Arr.Epict.1.8.8, al. 2 in the Logic of Arist., of terms, τὸ κ. general, opp. τὸ καθ' ἕκαστον (singular), λέγω δὲ κ. μὲν ὃ ἐπὶ πλειόνων πέφυκε κατηγορεῖσθαι, καθ' ἕκαστον δὲ ὃ μή Int.17a39, cf. Metaph.1023b29; opp. τὸ κατὰ μέρος, Rh.1357b1, al.; hence, τὰ κ. universal truths, ἡ ποίησις μᾶλλον τὰ κ., ἡ δ' ἱστορία τὰ καθ' ἕ. λέγει Po.1451b7; = γνῶμαι, ib.1450b12; esp. commensurate predicate, ὃ ἂν κατὰ παντός τε ὑπάρχῃ καὶ καθ' αὑτὸ καὶ ᾗ αὐτό APo.73b26; as Adj., of propositions, λόγος κ. a universal statement, opp. ἐν μέρει, κατὰ μέρος (particular), ἀδιόριστος (infinite), APr.24a17 sq.; of inference, ἡ κ. ἀπόδειξις universal proof, opp. κατὰ μέρος, APo.85a13; hence, as predicate, κ. εἰσὶν [αἱ ἀρχαί] Metaph.1003a7; as Adv., κ. ἀποφαίνεσθαι ἐπὶ τοῦ κ. Int.17b5, al. 3 completely, entirely, Plb.1.20.2; οὐδὲ κ. μακρὸν πλοῖον no warships at all, ib.13, cf. LXXDa.3.50, al.; μηδὲ τέχνην εἶναι τὸ κ. τοῦ πείθειν Phld.Rh.1.327S. (Written κατὰ ὅλου Pl.Men.77a.)
German (Pape)
[Seite 1288] d. i. καθ' ὅλου, wie es auch z. B. Dem. 18, 77 Plat. Men. 77 a, l. d., u. sonst geschrieben wird, bes. seit Arist. gewöhnlich, im Ganzen, im Allgemeinen, Xen. de re equ. 8, 1; τὸ καθόλου, Arist. Eth. 1, 6, 1, der ἡ καθόλου ἀπόδειξις der κατὰ μέρος entggstzt, Analyt. prior. 1, 1, auch int Ggstz von καθ' ἕκαστα es gebraucht u. oft vrbdt καθόλου εἰπεῖν. Auch Pol., καθόλου γράφειν τὰς πράξεις, Ggstz κατὰ μέρος, 3, 32, 8, öfter; ἡ καθ. πραγμάτων σύνταξις, die allgemeine Weltgeschichte; ἡ καθ. ζήτησις Plut. Pomp. 42; φονευομενον ἄνθρωπον ἢ τὸ καθόλο υ βίαιόν τι πάσχοντα D. Sic. 1, 77; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καθόλου: ὡς ἐπίρρ., ὡς πρὸς τὸ ὅλον, «ἐν γένει», γενικῶς, ἀντὶ καθ’ ὅλου, ὡς φέρεται παρὰ συγγραφεῦσι πρὸ τοῦ Ἀριστ. (π.χ. Φίλιππ. παρὰ Δημ. 251. 3)· καθ. γράφειν, ἀντίθετον τῷ κατὰ μέρος, Πολύβ. 3. 32, 8· καθ. εἰπεῖν Πλούτ. 2. 397C, κτλ.· οὕτω, τὸ καθόλου Διόδ. 1. 77, Πλούτ. 2) συχνὸν ἐν τῇ Λογικῇ τοῦ Ἀριστ., τὸ καθόλου, κοινὸν ὄνομα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ καθ’ ἕκαστον (ἰδιαίτερον)· λέγω δὲ καθ. μὲν ὃ ἐπὶ πλειόνων πέφυκε κατηγορεῖσθαι, καθ’ ἕκαστον δὲ τὸ μὴ περὶ Ἑρμην. 7, 1, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 26, 2· ὡσαύτως, καθολικόν, γενικόν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τό, τὰ κατὰ μέρος (μερικόν), Ρητ. 1. 2, 15, κ. ἀλλ.· πρότασις καθόλου, γενική, Ἀναλυτ. Πρότ. 1.1, 2, κἑξ.· ἡ καθ. ἀπόδειξις, γενικὴ ἀπόδειξις, Ἀναλυτ. Ὕστ. 3. 24, 1· γενικῶς, ἐν χρήσει ὡς κατηγορούμενον, ὅπως τὰ ἐπίθ., καθ. εἰσὶν αἱ ἀρχαὶ Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 6, 7, κἑξ.· τοῦτο γάρ ἐστι καθ. μᾶλλον Πολιτικ. 2. 6, 8· οἱ καθ. λόγοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ ἐπὶ μέρους, Ἠθ. Ν. 2. 7, 1, κτλ.· - οὕτως, ἡ τῶν καθ. πραγμάτων σύνταξις, γενική, παγκόσμιος ἱστορία, Πολύβ. 1. 4, 2, πρβλ. 3. 32, 8· ἡ καθ. προσῳδία ἢ ἡ καθόλου (ἐξυπ. προσῳδία), ὡσαύτως, ἡ καθολικὴ προσῳδία, ὄνομα ἔργου τινὸς Ἡρῳδιανοῦ περὶ τόνων, συχνάκις μνημονευόμενον ὑπὸ τῶν γραμματικῶν, ἐπιτομὴ τοῦ ὁποίου εἶναι τὸ περὶ τόνων σύγγραμμα τοῦ Ἀρκαδίου ἢ Θεοδοσίου. - Ἐκκλ., ἡ καθόλου ἐκκλησία = ἡ καθολικὴ ἐκκλησία Σῳζομ. 1341Α, Κύριλλ. Ἀλ. 100C. ΙΙ. οὐ καθόλου, οὐδόλως, «καθόλου», ὡς λέγομεν νῦν ἐπὶ ἀρνήσεως, ne omnino quidem, Δημ. 827. 9· οὐδὲ καθ. Πολύβ. 1. 20, 2.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 d’ensemble, en général ; τὸ καθόλου d’une manière générale, généralement ; particul. t. de philos. le général ou l’idéal;
2 au total ; absolument ; οὐ καθόλου DÉM pas du tout.
Étymologie: καθ’ ὅλου.
English (Strong)
from κατά and ὅλος; on the whole, i.e. entirely: at all.
English (Thayer)
(i. e. καθ' ὅλου (as it is written in authors before Aristotle (Liddell and Scott))), adverb, wholly, entirely, at all: Xenophon, Plato, Demosthenes, Aristotle, and following.)