νήθω: Difference between revisions

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source
(27)
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nitho
|Transliteration C=nitho
|Beta Code=nh/qw
|Beta Code=nh/qw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">spin</b>, <span class="bibl">Cratin.96</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>289c</span>, <span class="bibl">LXX<span class="title">Ex.</span>35.25</span>, <span class="title">AP</span>11.110 (Nicarch.), <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>13</span>, <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>1.3</span> (but said not to be Att., <span class="bibl">Poll.7.32</span>, <span class="title">AB</span>109): Ion. impf. νήθεσκες <span class="title">AP</span>14.134. (Formed from <b class="b3">νέω</b> (B), as <b class="b3">πλήθω</b> from <b class="b3">πλη-, πίμπλημι</b>.) </span>
|Definition=[[spin]], Cratin.96, Pl.''Plt.''289c, [[LXX]] ''Ex.''35.25, ''AP''11.110 (Nicarch.), Corn.''ND''13, Gal.''UP''1.3 (but said not to be Att., Poll.7.32, ''AB''109): Ion. impf. νήθεσκες ''AP''14.134. (Formed from [[νέω]] (B), as [[πλήθω]] from <b class="b3">πλη-, πίμπλημι</b>.)  
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0251.png Seite 251]] = [[νέω]], <b class="b2">spinnen</b>, Plat. Polit. 289 c u. Sp., wie Probl. arithm. 27 (XIV, 134), νήθεσκε, nach Poll. 7, 32 nicht att., vgl. B. A. 88.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0251.png Seite 251]] = [[νέω]], [[spinnen]], Plat. Polit. 289 c u. Sp., wie Probl. arithm. 27 (XIV, 134), νήθεσκε, nach Poll. 7, 32 nicht att., vgl. B. A. 88.
}}
{{bailly
|btext=[[filer]].<br />'''Étymologie:''' [[νέω]]³.
}}
{{elru
|elrutext='''νήθω:''' (impf. iter. νήθεσκον) Plat., NT, Anth. = [[νέω]] III.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νήθω''': «γνέθω», [[κλώθω]], Κρατῖνος ἐν «Μαλθακοῖς» 4, Πλάτ. Πολιτ. 289C· (ἀλλὰ λέγεται ὅτι δὲν [[εἶναι]] Ἀττ., Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 556)· Ἰων. παρατ. νήθεσκες, Ἀνθ. Π. 14. 134. (Σχηματισθὲν ἐκ τοῦ νέω (Γ), ὡς τὸ [[πλήθω]] ἐκ τῆς √ΠΛΕ, [[πίμπλημι]]).
|lstext='''νήθω''': «γνέθω», [[κλώθω]], Κρατῖνος ἐν «Μαλθακοῖς» 4, Πλάτ. Πολιτ. 289C· (ἀλλὰ λέγεται ὅτι δὲν [[εἶναι]] Ἀττ., Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 556)· Ἰων. παρατ. νήθεσκες, Ἀνθ. Π. 14. 134. (Σχηματισθὲν ἐκ τοῦ νέω (Γ), ὡς τὸ [[πλήθω]] ἐκ τῆς √ΠΛΕ, [[πίμπλημι]]).
}}
{{bailly
|btext=filer.<br />'''Étymologie:''' [[νέω]]³.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=to [[spin]]: [[Plato]], polit., p. 289c.; Anthol.; for טָוָה, Exodus 35:25f.)  
|txtha=to [[spin]]: [[Plato]], polit., p. 289c.; Anthol.; for טָוָה, Exodus 35:25f.)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[νήθω]])<br />(σχετικά με [[μαλλί]] και [[βαμβάκι]]) [[μετατρέπω]] σε [[νήμα]], σε [[κλωστή]], [[κλώθω]], [[γνέθω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[νήθω]] σχηματίστηκε από το θ. <i>νη</i>- του <i>νέω</i> (ΙΙ) «[[κλώθω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ἀλέω]]: [[ἀλήθω]]) με ενεστωτικό [[επίθημα]] -<i>θω</i>, που χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει εμφαντικά το [[τέλος]] της πράξης, το [[ποιόν]] ενέργειας του ρήματος (<b>πρβλ.</b> και [[επίθημα]] -<i>χω</i> στο [[νήχω]])].
|mltxt=(Α [[νήθω]])<br />(σχετικά με [[μαλλί]] και [[βαμβάκι]]) [[μετατρέπω]] σε [[νήμα]], σε [[κλωστή]], [[κλώθω]], [[γνέθω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[νήθω]] σχηματίστηκε από το θ. <i>νη</i>- του <i>νέω</i> (ΙΙ) «[[κλώθω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ἀλέω]]: [[ἀλήθω]]) με ενεστωτικό [[επίθημα]] -<i>θω</i>, που χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει εμφαντικά το [[τέλος]] της πράξης, το [[ποιόν]] ενέργειας του ρήματος (<b>πρβλ.</b> και [[επίθημα]] -<i>χω</i> στο [[νήχω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νήθω:''' ([[νέω]] Γ), [[γνέθω]], [[κλώθω]], σε Πλάτ.· βʹ ενικ. Ιων. παρατ. <i>νήθεσκες</i>, σε Ανθ.
}}
{{etym
|etymtx=Meaning: [[spin]]<br />See also: s. 2. [[νέω]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νήθω]], [νέω3]<br />to [[spin]], Plat.; 2nd sg. ionic imperf. νήθεσκες, Anth.
}}
{{FriskDe
|ftr='''νήθω''': {nḗthō}<br />'''Meaning''': [[spinnen]]<br />'''See also''': s. 2. [[νέω]].<br />'''Page''' 2,314
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':n»qw 尼拖<br />'''詞類次數''':動詞(2)<br />'''原文字根''':紡織 相當於: ([[שָׁזַר]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':紡織^,紡線<br />'''出現次數''':總共(2);太(1);路(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 它們⋯紡織(1) 太6:28;<br />2) 紡織(1) 路12:27
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[γνέθω]]). Σχηματίζεται ἀπό τό [[νέω]] (=[[κλώθω]]) ([[θέμα]]: νε-, νη-). Δές γιά παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[νέω]] (3).
}}
}}

Latest revision as of 16:06, 24 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νήθω Medium diacritics: νήθω Low diacritics: νήθω Capitals: ΝΗΘΩ
Transliteration A: nḗthō Transliteration B: nēthō Transliteration C: nitho Beta Code: nh/qw

English (LSJ)

spin, Cratin.96, Pl.Plt.289c, LXX Ex.35.25, AP11.110 (Nicarch.), Corn.ND13, Gal.UP1.3 (but said not to be Att., Poll.7.32, AB109): Ion. impf. νήθεσκες AP14.134. (Formed from νέω (B), as πλήθω from πλη-, πίμπλημι.)

German (Pape)

[Seite 251] = νέω, spinnen, Plat. Polit. 289 c u. Sp., wie Probl. arithm. 27 (XIV, 134), νήθεσκε, nach Poll. 7, 32 nicht att., vgl. B. A. 88.

French (Bailly abrégé)

filer.
Étymologie: νέω³.

Russian (Dvoretsky)

νήθω: (impf. iter. νήθεσκον) Plat., NT, Anth. = νέω III.

Greek (Liddell-Scott)

νήθω: «γνέθω», κλώθω, Κρατῖνος ἐν «Μαλθακοῖς» 4, Πλάτ. Πολιτ. 289C· (ἀλλὰ λέγεται ὅτι δὲν εἶναι Ἀττ., Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 556)· Ἰων. παρατ. νήθεσκες, Ἀνθ. Π. 14. 134. (Σχηματισθὲν ἐκ τοῦ νέω (Γ), ὡς τὸ πλήθω ἐκ τῆς √ΠΛΕ, πίμπλημι).

English (Strong)

from neo (of like meaning); to spin: spin.

English (Thayer)

to spin: Plato, polit., p. 289c.; Anthol.; for טָוָה, Exodus 35:25f.)

Greek Monolingual

νήθω)
(σχετικά με μαλλί και βαμβάκι) μετατρέπω σε νήμα, σε κλωστή, κλώθω, γνέθω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νήθω σχηματίστηκε από το θ. νη- του νέω (ΙΙ) «κλώθω» (πρβλ. ἀλέω: ἀλήθω) με ενεστωτικό επίθημα -θω, που χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει εμφαντικά το τέλος της πράξης, το ποιόν ενέργειας του ρήματος (πρβλ. και επίθημα -χω στο νήχω)].

Greek Monotonic

νήθω: (νέω Γ), γνέθω, κλώθω, σε Πλάτ.· βʹ ενικ. Ιων. παρατ. νήθεσκες, σε Ανθ.

Frisk Etymological English

Meaning: spin
See also: s. 2. νέω.

Middle Liddell

νήθω, [νέω3]
to spin, Plat.; 2nd sg. ionic imperf. νήθεσκες, Anth.

Frisk Etymology German

νήθω: {nḗthō}
Meaning: spinnen
See also: s. 2. νέω.
Page 2,314

Chinese

原文音譯:n»qw 尼拖
詞類次數:動詞(2)
原文字根:紡織 相當於: (שָׁזַר‎)
字義溯源:紡織^,紡線
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編
1) 它們⋯紡織(1) 太6:28;
2) 紡織(1) 路12:27

Mantoulidis Etymological

(=γνέθω). Σχηματίζεται ἀπό τό νέω (=κλώθω) (θέμα: νε-, νη-). Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα νέω (3).