σύνοπτος: Difference between revisions
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
(40) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synoptos | |Transliteration C=synoptos | ||
|Beta Code=su/noptos | |Beta Code=su/noptos | ||
|Definition= | |Definition=σύνοπτον,<br><span class="bld">A</span> [[that can be seen]], [[visible]], <b class="b3">τάφος σ. πρὸς τὴν τῶν Κορινθίων χώραν</b> [[visible]] from Corinthian territory, Arist.''Pol.''1274a38; <b class="b3">τοῖς μακρὰν ἀπέχουσι σ.</b> Id.''Mir.''843a9; ἀντίγραφα εἰς τὸ δημόσιον μάλιστα ἑστάναι σ. τοῖς ἀναγιγνώσκουσιν ''PFay.''20.23 (iii A.D.); ὄρος, ἐξ οὗ σ. ἐστιν ἡ Ῥώμη D.H.9.24; <b class="b3">κίνδυνος ἅπασι σ.</b> Plb.2.28.9; σ. οὐδὲν ἦν ἀπὸ τῶν πολεμίων Plu.''Tim.''27; <b class="b3">ἐν συνόπτῳ εἶναι</b> to be within [[sight of land]], [[varia lectio|v.l.]] for [[ἀπόπτῳ]] in Aeschin.''Ep.''1.4.<br><span class="bld">II</span> [[intelligible]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1031.png Seite 1031]] sichtbar, Pol. 2, 28, 9, übersichtlich, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1031.png Seite 1031]] sichtbar, Pol. 2, 28, 9, übersichtlich, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[qu'on peut embrasser d'un coup d'œil]], [[pleinement visible]].<br />'''Étymologie:''' [[συνόψομαι]], [[συνοράω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σύνοπτος -ον [συνοράω] [[goed zichtbaar]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύνοπτος:''' [[легко обозреваемый]], [[хорошо видимый]], [[ясно заметный]] Arst., Polyb., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύνοπτος''': -ον, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ διὰ μιᾶς, [[κάτοπτος]], [[τάφος]] σ. πρὸς τόπον Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 9· τοῖς μακρὰν ἀπέχουσι σ. ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 130· [[ὄρος]], ἐξ οὗ σ. ἐστιν ἡ Ρώμη Διον. Ἁλ. 9. 24· [[κίνδυνος]] ἅπασι σ. Πολύβ. 2. 28, 9· σ. οὐδὲν ἦν ἀπό τινος Πλουτ. Τιμολ. 27· ἐν συνόπτῳ εἰμί, γῆν ὁρῶ, εἶμαι εἰς τοιαύτην ἀπόστασιν [[ὥστε]] νὰ [[βλέπω]] γῆν, Αἰσχίν. Ἐπιστ. 1, πρβλ. [[εὐσύνοπτος]]. ΙΙ. «σύνοπτα· εὐνόητα» Ἡσύχ. | |lstext='''σύνοπτος''': -ον, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ διὰ μιᾶς, [[κάτοπτος]], [[τάφος]] σ. πρὸς τόπον Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 9· τοῖς μακρὰν ἀπέχουσι σ. ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 130· [[ὄρος]], ἐξ οὗ σ. ἐστιν ἡ Ρώμη Διον. Ἁλ. 9. 24· [[κίνδυνος]] ἅπασι σ. Πολύβ. 2. 28, 9· σ. οὐδὲν ἦν ἀπό τινος Πλουτ. Τιμολ. 27· ἐν συνόπτῳ εἰμί, γῆν ὁρῶ, εἶμαι εἰς τοιαύτην ἀπόστασιν [[ὥστε]] νὰ [[βλέπω]] γῆν, Αἰσχίν. Ἐπιστ. 1, πρβλ. [[εὐσύνοπτος]]. ΙΙ. «σύνοπτα· εὐνόητα» Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να δει [[κανείς]] [[μεμιάς]], [[κάτοπτος]], [[ολοφάνερος]] («[[κίνδυνος]] ἅπασι [[σύνοπτος]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατανοητός]], [[εύληπτος]] («σύνοπτα<br />ευνόητα», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐν συνόπτῳ [[εἰμί]]» — [[είμαι]] σε τέτοια [[απόσταση]] ώστε να [[βλέπω]] τη Γη <b>(Αισχίν.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὀπτός]] (Ι) «[[ορατός]]» (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>οπ</i>- του [[ὄπωπα]])]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να δει [[κανείς]] [[μεμιάς]], [[κάτοπτος]], [[ολοφάνερος]] («[[κίνδυνος]] ἅπασι [[σύνοπτος]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατανοητός]], [[εύληπτος]] («σύνοπτα<br />ευνόητα», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐν συνόπτῳ [[εἰμί]]» — [[είμαι]] σε τέτοια [[απόσταση]] ώστε να [[βλέπω]] τη Γη <b>(Αισχίν.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὀπτός]] (Ι) «[[ορατός]]» (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>οπ</i>- του [[ὄπωπα]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σύνοπτος:''' -ον ([[ὄψομαι]]), αυτός τον οποίο μπορεί να δει [[κάποιος]] με μια [[ματιά]], σε Αριστ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σύν-οπτος, ον, [[ὄψομαι]]<br />that can be [[seen]] at a [[glance]], in [[full]] [[view]], Arist. [from [[συνοράω]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:18, 25 August 2023
English (LSJ)
σύνοπτον,
A that can be seen, visible, τάφος σ. πρὸς τὴν τῶν Κορινθίων χώραν visible from Corinthian territory, Arist.Pol.1274a38; τοῖς μακρὰν ἀπέχουσι σ. Id.Mir.843a9; ἀντίγραφα εἰς τὸ δημόσιον μάλιστα ἑστάναι σ. τοῖς ἀναγιγνώσκουσιν PFay.20.23 (iii A.D.); ὄρος, ἐξ οὗ σ. ἐστιν ἡ Ῥώμη D.H.9.24; κίνδυνος ἅπασι σ. Plb.2.28.9; σ. οὐδὲν ἦν ἀπὸ τῶν πολεμίων Plu.Tim.27; ἐν συνόπτῳ εἶναι to be within sight of land, v.l. for ἀπόπτῳ in Aeschin.Ep.1.4.
II intelligible, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1031] sichtbar, Pol. 2, 28, 9, übersichtlich, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu'on peut embrasser d'un coup d'œil, pleinement visible.
Étymologie: συνόψομαι, συνοράω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύνοπτος -ον [συνοράω] goed zichtbaar.
Russian (Dvoretsky)
σύνοπτος: легко обозреваемый, хорошо видимый, ясно заметный Arst., Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σύνοπτος: -ον, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ διὰ μιᾶς, κάτοπτος, τάφος σ. πρὸς τόπον Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 9· τοῖς μακρὰν ἀπέχουσι σ. ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 130· ὄρος, ἐξ οὗ σ. ἐστιν ἡ Ρώμη Διον. Ἁλ. 9. 24· κίνδυνος ἅπασι σ. Πολύβ. 2. 28, 9· σ. οὐδὲν ἦν ἀπό τινος Πλουτ. Τιμολ. 27· ἐν συνόπτῳ εἰμί, γῆν ὁρῶ, εἶμαι εἰς τοιαύτην ἀπόστασιν ὥστε νὰ βλέπω γῆν, Αἰσχίν. Ἐπιστ. 1, πρβλ. εὐσύνοπτος. ΙΙ. «σύνοπτα· εὐνόητα» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός τον οποίο μπορεί να δει κανείς μεμιάς, κάτοπτος, ολοφάνερος («κίνδυνος ἅπασι σύνοπτος», Πολ.)
2. κατανοητός, εύληπτος («σύνοπτα
ευνόητα», Ησύχ.)
3. φρ. «ἐν συνόπτῳ εἰμί» — είμαι σε τέτοια απόσταση ώστε να βλέπω τη Γη (Αισχίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὀπτός (Ι) «ορατός» (< θ. οπ- του ὄπωπα)].
Greek Monotonic
σύνοπτος: -ον (ὄψομαι), αυτός τον οποίο μπορεί να δει κάποιος με μια ματιά, σε Αριστ.
Middle Liddell
σύν-οπτος, ον, ὄψομαι
that can be seen at a glance, in full view, Arist. [from συνοράω