νεικεστήρ: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neikestir | |Transliteration C=neikestir | ||
|Beta Code=neikesth/r | |Beta Code=neikesth/r | ||
|Definition= | |Definition=νεικεστῆρος, ὁ, [[wrangler]]: c. gen., [[one who wrangles with]], ἐσθλῶν ν. Hes.''Op.'' 716. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0236.png Seite 236]] ῆρος, ὁ, der Zankende, Streitende, Scheltende, ἐσθλῶν, Hes. O. 718. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0236.png Seite 236]] ῆρος, ὁ, der Zankende, Streitende, Scheltende, ἐσθλῶν, Hes. O. 718. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />[[querelleur]], [[agresseur]].<br />'''Étymologie:''' [[νεικέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεικεστήρ:''' ῆρος ὁ [[ругатель]], [[хулитель]] (ἐσθλῶν Hes.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεικεστήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ φιλόνικος, [[κακολόγος]] [[ἄνθρωπος]], [[κατήγορος]], | |lstext='''νεικεστήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ φιλόνικος, [[κακολόγος]] [[ἄνθρωπος]], [[κατήγορος]], μετὰ γεν, ὁ ψέγων, κακολογῶν τινα, ἐσθλῶν ν. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 714· - παρ’ Ἡσύχ.: «νεικέσσιος· [[πολέμιος]]». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεικεστήρ]] και, [[κατά]] δ. γρφ., [[νεικητήρ]], -ῆρος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[κατήγορος]], επιτημητής<br /><b>2.</b> [[φιλόνικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νεικεσ</i>- (<b>πρβλ.</b> απρμφ. αόρ. <i>νεικέσ</i>(<i>σ</i>)<i>αι</i> του ρ. [[νεικέω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>, δηλωτικό του δράστη ενέργειας, | |mltxt=[[νεικεστήρ]] και, [[κατά]] δ. γρφ., [[νεικητήρ]], -ῆρος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[κατήγορος]], επιτημητής<br /><b>2.</b> [[φιλόνικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νεικεσ</i>- (<b>πρβλ.</b> απρμφ. αόρ. <i>νεικέσ</i>(<i>σ</i>)<i>αι</i> του ρ. [[νεικέω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>, δηλωτικό του δράστη ενέργειας, [[πρβλ]]. [[μνηστήρ]], [[ναστήρ]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεικεστήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που καυγαδίζει με κάποιον [[άλλο]], [[φιλόνικος]], [[κακολόγος]], [[φιλοκατήγορος]] [[άνθρωπος]]· με γεν., αυτός που κατηγορεί κάποιον, σε Ησίοδ. | |lsmtext='''νεικεστήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που καυγαδίζει με κάποιον [[άλλο]], [[φιλόνικος]], [[κακολόγος]], [[φιλοκατήγορος]] [[άνθρωπος]]· με γεν., αυτός που κατηγορεί κάποιον, σε Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[νεικεστήρ]], ῆρος, ὁ,<br />one who wrangles with [[another]], c. gen., Hes. [from [[νεικέω]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:32, 25 August 2023
English (LSJ)
νεικεστῆρος, ὁ, wrangler: c. gen., one who wrangles with, ἐσθλῶν ν. Hes.Op. 716.
German (Pape)
[Seite 236] ῆρος, ὁ, der Zankende, Streitende, Scheltende, ἐσθλῶν, Hes. O. 718.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
querelleur, agresseur.
Étymologie: νεικέω.
Russian (Dvoretsky)
νεικεστήρ: ῆρος ὁ ругатель, хулитель (ἐσθλῶν Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
νεικεστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ φιλόνικος, κακολόγος ἄνθρωπος, κατήγορος, μετὰ γεν, ὁ ψέγων, κακολογῶν τινα, ἐσθλῶν ν. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 714· - παρ’ Ἡσύχ.: «νεικέσσιος· πολέμιος».
Greek Monolingual
νεικεστήρ και, κατά δ. γρφ., νεικητήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. κατήγορος, επιτημητής
2. φιλόνικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νεικεσ- (πρβλ. απρμφ. αόρ. νεικέσ(σ)αι του ρ. νεικέω) + επίθημα -τήρ, δηλωτικό του δράστη ενέργειας, πρβλ. μνηστήρ, ναστήρ].
Greek Monotonic
νεικεστήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που καυγαδίζει με κάποιον άλλο, φιλόνικος, κακολόγος, φιλοκατήγορος άνθρωπος· με γεν., αυτός που κατηγορεί κάποιον, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
νεικεστήρ, ῆρος, ὁ,
one who wrangles with another, c. gen., Hes. [from νεικέω