ζυγόδεσμον: Difference between revisions

(nl)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zygodesmon
|Transliteration C=zygodesmon
|Beta Code=zugo/desmon
|Beta Code=zugo/desmon
|Definition=τό, (<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ζυγόν <span class="bibl">1</span>) <b class="b2">yoke-band</b>, i.e. a band for fastening the yoke to the pole, ζ. ἅμα ζυγῷ ἐννεάπηχυ <span class="bibl">Il.24.270</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">PFay.</span>121.5</span> (i/ii A.D.); of the Gordian knot, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>18</span>, etc.: pl., ζυγόδεσμα <span class="bibl">Procl.<span class="title">H.</span>1.31</span>, <span class="title">AP</span> 9.155 (Agath.), <span class="bibl">741</span>, etc.:—also ζῠγό-δεσμος, ὁ, <span class="bibl">Artem.2.24</span>, <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span> 2.30b</span>.</span>
|Definition=τό, ([[ζυγόν]] ''1'') [[yoke-band]], i.e. a [[band]] for fastening the [[yoke]] to the [[pole]], ζ. ἅμα ζυγῷ ἐννεάπηχυ Il.24.270, cf. ''PFay.''121.5 (i/ii A.D.); of the [[Gordian knot]], Plu.''Alex.''18, etc.: pl., ζυγόδεσμα Procl.''H.''1.31, ''AP'' 9.155 (Agath.), 741, etc.:—also [[ζυγόδεσμος]], ὁ, Artem.2.24, Them.''Or.'' 2.30b.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1140.png Seite 1140]] τό, = Folgdm, nur im plur., δίκης Agath. 62 (IX, 155); Ep. ad. 229 (IX, 741); Artemid. 2, 24.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1140.png Seite 1140]] τό, = Folgdm, nur im plur., δίκης Agath. 62 (IX, 155); Ep. ad. 229 (IX, 741); Artemid. 2, 24.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''ζῠγόδεσμον''': τό, ([[ζυγόν]], ὃ ἴδε) δεσμὸς τοῦ ζυγοῦ, δηλ. ἱμὰς δι’ οὗ ὁ ζυγὸς προσεδένετο εἰς τὸν ῥυμόν, ζ. ἅμα ζυγῷ ἐννεάπηχυ Ἰλ. Ω. 270· περὶ τοῦ Γορδίου δεσμοῦ, Πλούτ. Ἀλεξ. 18, κλ. (καλούμενον ζυγόδεσμος, ὁ, παρὰ Θεμιστ. 30Β· τοῦ ζυγοῦ ὁ δεσμὸς παρ’ Ἀρρ. Ἀν. 2. 3, 11)· [[συχν]]. ἐν τῷ πληθ., ζυγόδεσμα Πρόκλ. Ὕ. 31, Ἀνθ. Π. 9. 155, 741, κτλ.
|btext=ου (τό) :<br />[[courroie qui attache le joug au timon]].<br />'''Étymologie:''' [[ζυγόν]], [[δεσμός]].
}}
{{elnl
|elnltext=ζυγόδεσμον -ου, τό &#91;[[ζυγόν]], [[δεσμός]]] [[jukriem]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ου (τό) :<br />courroie qui attache le joug au timon.<br />'''Étymologie:''' [[ζυγόν]], [[δεσμός]].
|elrutext='''ζῠγόδεσμον:''' τό<br /><b class="num">1</b> [[яремный ремень]] (для привязывания ярма к дышлу) Hom., Plut.;<br /><b class="num">2</b> pl. [[узы]] (δίκης Anth.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ζῠγόδεσμον:''' τό, [[δεσμός]] του ζυγού, δηλ. [[ιμάντας]] που χρησιμοποιείται για το [[δέσιμο]] του ζυγού στον πάσσαλο που λειτουργούσε ως [[τιμόνι]] της άμαξας που έφερε το [[άροτρο]], σε Ομήρ. Ιλ., Πλούτ.
|lsmtext='''ζῠγόδεσμον:''' τό, [[δεσμός]] του ζυγού, δηλ. [[ιμάντας]] που χρησιμοποιείται για το [[δέσιμο]] του ζυγού στον πάσσαλο που λειτουργούσε ως [[τιμόνι]] της άμαξας που έφερε το [[άροτρο]], σε Ομήρ. Ιλ., Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ζῠγόδεσμον:''' τό<b class="num">1)</b> яремный ремень (для привязывания ярма к дышлу) Hom., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> pl. узы (δίκης Anth.).
|lstext='''ζῠγόδεσμον''': τό, ([[ζυγόν]], ὃ ἴδε) δεσμὸς τοῦ ζυγοῦ, δηλ. ἱμὰς δι’ οὗ ὁ ζυγὸς προσεδένετο εἰς τὸν ῥυμόν, ζ. ἅμα ζυγῷ ἐννεάπηχυ Ἰλ. Ω. 270· περὶ τοῦ Γορδίου δεσμοῦ, Πλούτ. Ἀλεξ. 18, κλ. (καλούμενον ζυγόδεσμος, ὁ, παρὰ Θεμιστ. 30Β· τοῦ ζυγοῦ ὁ δεσμὸς παρ’ Ἀρρ. Ἀν. 2. 3, 11)· συχν. ἐν τῷ πληθ., ζυγόδεσμα Πρόκλ. Ὕ. 31, Ἀνθ. Π. 9. 155, 741, κτλ.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=ζυγόδεσμον -ου, τό [ζυγόν, δεσμός] jukriem.
|mdlsjtxt=ζῠγό-δεσμον, ου, τό,<br />a [[yoke]]-[[band]], i. e. a [[band]] for [[fastening]] the [[yoke]] to the [[pole]], Il., Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:36, 25 August 2023

English (LSJ)

τό, (ζυγόν 1) yoke-band, i.e. a band for fastening the yoke to the pole, ζ. ἅμα ζυγῷ ἐννεάπηχυ Il.24.270, cf. PFay.121.5 (i/ii A.D.); of the Gordian knot, Plu.Alex.18, etc.: pl., ζυγόδεσμα Procl.H.1.31, AP 9.155 (Agath.), 741, etc.:—also ζυγόδεσμος, ὁ, Artem.2.24, Them.Or. 2.30b.

German (Pape)

[Seite 1140] τό, = Folgdm, nur im plur., δίκης Agath. 62 (IX, 155); Ep. ad. 229 (IX, 741); Artemid. 2, 24.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
courroie qui attache le joug au timon.
Étymologie: ζυγόν, δεσμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζυγόδεσμον -ου, τό [ζυγόν, δεσμός] jukriem.

Russian (Dvoretsky)

ζῠγόδεσμον: τό
1 яремный ремень (для привязывания ярма к дышлу) Hom., Plut.;
2 pl. узы (δίκης Anth.).

English (Autenrieth)

yoke-band, a cord or strap for fastening the yoke to the pole, Il. 24.270. (See cut under ζυγόν, b; and cut No. 42.)

Greek Monotonic

ζῠγόδεσμον: τό, δεσμός του ζυγού, δηλ. ιμάντας που χρησιμοποιείται για το δέσιμο του ζυγού στον πάσσαλο που λειτουργούσε ως τιμόνι της άμαξας που έφερε το άροτρο, σε Ομήρ. Ιλ., Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγόδεσμον: τό, (ζυγόν, ὃ ἴδε) δεσμὸς τοῦ ζυγοῦ, δηλ. ἱμὰς δι’ οὗ ὁ ζυγὸς προσεδένετο εἰς τὸν ῥυμόν, ζ. ἅμα ζυγῷ ἐννεάπηχυ Ἰλ. Ω. 270· περὶ τοῦ Γορδίου δεσμοῦ, Πλούτ. Ἀλεξ. 18, κλ. (καλούμενον ζυγόδεσμος, ὁ, παρὰ Θεμιστ. 30Β· τοῦ ζυγοῦ ὁ δεσμὸς παρ’ Ἀρρ. Ἀν. 2. 3, 11)· συχν. ἐν τῷ πληθ., ζυγόδεσμα Πρόκλ. Ὕ. 31, Ἀνθ. Π. 9. 155, 741, κτλ.

Middle Liddell

ζῠγό-δεσμον, ου, τό,
a yoke-band, i. e. a band for fastening the yoke to the pole, Il., Plut.