συμμανθάνω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
m (Text replacement - "( lyr. )" to "(lyr.)")
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symmanthano
|Transliteration C=symmanthano
|Beta Code=summanqa/nw
|Beta Code=summanqa/nw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">learn along with, share in the knowledge</b>, τινι <span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span> 2.20</span>; <b class="b3">ὁ συμμαθών</b> <b class="b2">one that is accustomed to</b> a thing, <span class="bibl">Id.<span class="title">An.</span>4.5.27</span>; <b class="b3">οὐδεὶς ἐπίσταταί με συμμαθεῖν τόπος</b> no place knows that I <b class="b2">have shared its secret</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>869</span> (lyr., s.v.l.; <b class="b3">διδάξαι</b> Sch.).</span>
|Definition=[[learn along with]], [[share in the knowledge]], τινι X.''Smp.'' 2.20; <b class="b3">ὁ συμμαθών</b> [[one that is accustomed to]] a thing, Id.''An.''4.5.27; <b class="b3">οὐδεὶς ἐπίσταταί με συμμαθεῖν τόπος</b> no place knows that I [[have shared its secret]], [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''869 (lyr., s.v.l.; [[διδάξαι]] Sch.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0980.png Seite 980]] (s. [[μανθάνω]]), mit od. zugleich lernen mit Einem; Soph. Ai. 856 κοὐδεὶς ἐπίσταταί με συμμαθεῖν [[τόπος]], wo es fälschlich für [[συνδιδάσκω]] genommen wird; ἡδὺ [[πόμα]] συμμαθόντι, Xen. An. 4, 5, 27, wenn man sich daran gewöhnt hat, wie Suid. erkl. συνεθισθέντι.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0980.png Seite 980]] (s. [[μανθάνω]]), mit od. zugleich lernen mit Einem; Soph. Ai. 856 κοὐδεὶς ἐπίσταταί με συμμαθεῖν [[τόπος]], wo es fälschlich für [[συνδιδάσκω]] genommen wird; ἡδὺ [[πόμα]] συμμαθόντι, Xen. An. 4, 5, 27, wenn man sich daran gewöhnt hat, wie Suid. erkl. συνεθισθέντι.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> [[s'instruire]] <i>ou</i> apprendre avec;<br /><b>2</b> [[s'habituer à]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μανθάνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-μανθάνω samen (met...) leren; mede leren, ook leren:; πάνυ ἡδὺ συμμαθόντι τὸ πῶμα ἦν als je het eenmaal ook had leren kennen, was het drankje heel lekker Xen. An. 4.5.27; samen (met...) weten:. κοὐδεὶς ἐπισπᾶταί με συμμαθεῖν τόπος (ik ben overal geweest) en niet één plaats brengt me ertoe zijn kennis (over waar Ajax is) te delen Soph. Ai. 869 (lyr.).
}}
{{elru
|elrutext='''συμμανθάνω:'''<br /><b class="num">1</b> [[совместно или одновременно учиться]] (τινί Plat.): οὐδεὶς ἐπίσταταί με σ. [[τόπος]] Soph. ни одно место не может меня научить, т. е. нигде не могу я узнать (где Эант);<br /><b class="num">2</b> [[привыкать]]: ἡδὺ συμμαθόντι τὸ [[πῶμα]] ἦν Xen. этот напиток был приятен для того, кто привык (к нему).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμμανθάνω''': [[μανθάνω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, [[μετέχω]] ἐν τῇ μαθήσει ἢ ἐν τῇ γνώσει, τινὶ Ξεν. Συμπ. 2, 21· ὁ συμμαθών, ὁ ἐθισθεὶς εἴς τι [[πρᾶγμα]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 5, 27· ― ἐν Σοφ. Αἴ. 869 τὸ συμμαθεῖν ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. διὰ τοῦ διδάξαι, [[ὅπερ]] δεικνύει ὅτι ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] ἐφθαρμένη· ὁ Elmsl. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ [[ὥστε]] με σ., [[ὥστε]] νὰ συμμετάσχω τῆς γνώσεως, νὰ μάθω τὸ μυστικόν, ὁ δὲ Jebb προτείνει ἀντὶ τοῦ συμμαθεῖν τὸ συνναίειν, ἴδε σημ. [[αὐτοῦ]] ἐν τόπῳ.
|lstext='''συμμανθάνω''': [[μανθάνω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, [[μετέχω]] ἐν τῇ μαθήσει ἢ ἐν τῇ γνώσει, τινὶ Ξεν. Συμπ. 2, 21· ὁ συμμαθών, ὁ ἐθισθεὶς εἴς τι [[πρᾶγμα]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 5, 27· ― ἐν Σοφ. Αἴ. 869 τὸ συμμαθεῖν ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. διὰ τοῦ διδάξαι, [[ὅπερ]] δεικνύει ὅτι ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] ἐφθαρμένη· ὁ Elmsl. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ [[ὥστε]] με σ., [[ὥστε]] νὰ συμμετάσχω τῆς γνώσεως, νὰ μάθω τὸ μυστικόν, ὁ δὲ Jebb προτείνει ἀντὶ τοῦ συμμαθεῖν τὸ συνναίειν, ἴδε σημ. [[αὐτοῦ]] ἐν τόπῳ.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> s’instruire <i>ou</i> apprendre avec;<br /><b>2</b> s’habituer à.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μανθάνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 23: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμμανθάνω:''' μέλ. <i>-μᾰθήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>συνέμᾰθον</i>· [[μαθαίνω]] μαζί με κάποιον [[άλλο]], πληροφορούμαι από κοινού, με δοτ., σε Ξεν.· απόλ., έχω [[μερίδιο]] στη [[γνώση]] κάποιου πράγματος, σε Σοφ.· <i>ὁ συμμαθών</i>, αυτός που είναι [[συνηθισμένος]], εθισμένος σε [[κάτι]], σε Ξεν.
|lsmtext='''συμμανθάνω:''' μέλ. <i>-μᾰθήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>συνέμᾰθον</i>· [[μαθαίνω]] μαζί με κάποιον [[άλλο]], πληροφορούμαι από κοινού, με δοτ., σε Ξεν.· απόλ., έχω [[μερίδιο]] στη [[γνώση]] κάποιου πράγματος, σε Σοφ.· <i>ὁ συμμαθών</i>, αυτός που είναι [[συνηθισμένος]], εθισμένος σε [[κάτι]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=συμ-μανθάνω samen (met...) leren; mede leren, ook leren:; πάνυ ἡδὺ συμμαθόντι τὸ πῶμα ἦν als je het eenmaal ook had leren kennen, was het drankje heel lekker Xen. An. 4.5.27; samen (met...) weten:. κοὐδεὶς ἐπισπᾶταί με συμμαθεῖν τόπος (ik ben overal geweest) en niet één plaats brengt me ertoe zijn kennis (over waar Ajax is) te delen Soph. Ai. 869 ( lyr. ).
|mdlsjtxt=fut. -μᾰθήσομαι aor2 συνέμᾰθον<br />to [[learn]] [[along]] with [[another]], c. dat., Xen.: absol. to [[share]] in the [[knowledge]] of a [[thing]], Soph.; ὁ συμμαθών one that is [[accustomed]] to a [[thing]], Xen.
}}
{{elru
|elrutext='''συμμανθάνω:''' <b class="num">1)</b> совместно или одновременно учиться (τινί Plat.): οὐδεὶς ἐπίσταταί με σ. [[τόπος]] Soph. ни одно место не может меня научить, т. е. нигде не могу я узнать (где Эант);<br /><b class="num">2)</b> привыкать: ἡδὺ συμμαθόντι τὸ [[πῶμα]] ἦν Xen. этот напиток был приятен для того, кто привык (к нему).
}}
}}

Latest revision as of 10:27, 13 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμανθάνω Medium diacritics: συμμανθάνω Low diacritics: συμμανθάνω Capitals: ΣΥΜΜΑΝΘΑΝΩ
Transliteration A: symmanthánō Transliteration B: symmanthanō Transliteration C: symmanthano Beta Code: summanqa/nw

English (LSJ)

learn along with, share in the knowledge, τινι X.Smp. 2.20; ὁ συμμαθών one that is accustomed to a thing, Id.An.4.5.27; οὐδεὶς ἐπίσταταί με συμμαθεῖν τόπος no place knows that I have shared its secret, S.Aj.869 (lyr., s.v.l.; διδάξαι Sch.).

German (Pape)

[Seite 980] (s. μανθάνω), mit od. zugleich lernen mit Einem; Soph. Ai. 856 κοὐδεὶς ἐπίσταταί με συμμαθεῖν τόπος, wo es fälschlich für συνδιδάσκω genommen wird; ἡδὺ πόμα συμμαθόντι, Xen. An. 4, 5, 27, wenn man sich daran gewöhnt hat, wie Suid. erkl. συνεθισθέντι.

French (Bailly abrégé)

1 s'instruire ou apprendre avec;
2 s'habituer à.
Étymologie: σύν, μανθάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-μανθάνω samen (met...) leren; mede leren, ook leren:; πάνυ ἡδὺ συμμαθόντι τὸ πῶμα ἦν als je het eenmaal ook had leren kennen, was het drankje heel lekker Xen. An. 4.5.27; samen (met...) weten:. κοὐδεὶς ἐπισπᾶταί με συμμαθεῖν τόπος (ik ben overal geweest) en niet één plaats brengt me ertoe zijn kennis (over waar Ajax is) te delen Soph. Ai. 869 (lyr.).

Russian (Dvoretsky)

συμμανθάνω:
1 совместно или одновременно учиться (τινί Plat.): οὐδεὶς ἐπίσταταί με σ. τόπος Soph. ни одно место не может меня научить, т. е. нигде не могу я узнать (где Эант);
2 привыкать: ἡδὺ συμμαθόντι τὸ πῶμα ἦν Xen. этот напиток был приятен для того, кто привык (к нему).

Greek (Liddell-Scott)

συμμανθάνω: μανθάνω ὁμοῦ μετά τινος, μετέχω ἐν τῇ μαθήσει ἢ ἐν τῇ γνώσει, τινὶ Ξεν. Συμπ. 2, 21· ὁ συμμαθών, ὁ ἐθισθεὶς εἴς τι πρᾶγμα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 5, 27· ― ἐν Σοφ. Αἴ. 869 τὸ συμμαθεῖν ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. διὰ τοῦ διδάξαι, ὅπερ δεικνύει ὅτι ἡ λέξις εἶναι ἐφθαρμένη· ὁ Elmsl. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ ὥστε με σ., ὥστε νὰ συμμετάσχω τῆς γνώσεως, νὰ μάθω τὸ μυστικόν, ὁ δὲ Jebb προτείνει ἀντὶ τοῦ συμμαθεῖν τὸ συνναίειν, ἴδε σημ. αὐτοῦ ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

Α μανθάνω
1. μαθαίνω κάτι από κοινού με άλλον, μετέχω στη μάθηση ή στην απόκτηση γνώσης
2. συνηθίζω σε κάτι.

Greek Monotonic

συμμανθάνω: μέλ. -μᾰθήσομαι, αόρ. βʹ συνέμᾰθον· μαθαίνω μαζί με κάποιον άλλο, πληροφορούμαι από κοινού, με δοτ., σε Ξεν.· απόλ., έχω μερίδιο στη γνώση κάποιου πράγματος, σε Σοφ.· ὁ συμμαθών, αυτός που είναι συνηθισμένος, εθισμένος σε κάτι, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. -μᾰθήσομαι aor2 συνέμᾰθον
to learn along with another, c. dat., Xen.: absol. to share in the knowledge of a thing, Soph.; ὁ συμμαθών one that is accustomed to a thing, Xen.