ὁμόσπονδος: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(1ba) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omospondos | |Transliteration C=omospondos | ||
|Beta Code=o(mo/spondos | |Beta Code=o(mo/spondos | ||
|Definition= | |Definition=ὁμόσπονδον,<br><span class="bld">A</span> [[sharing in the drink offering]], [[sharing the same cup]], [[making libations with]], [[table companion]], [[ὁμοτράπεζος|ὁμοτράπεζός]] τέ μοι καὶ ὁμόσπονδος ἐγένεο [[Herodotus|Hdt.]]9.16; μήθ' [[ὁμωρόφιος|ὁμωρόφιον]] μήθ' ὁ...εἶναί τισι D.18.287; [πόλις]..ἧς ([[οἷς]] codd.) ὁμόσπονδος καὶ [[ὁμοτράπεζος]].. γέγονεν Din.1.24.<br><span class="bld">2</span> [[bound by treaty to]], τινι [[LXX]] 3 Ma.3.7. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0340.png Seite 340]] an dem Trankopfer theilnehmend; dah. – a) mit an demselben Tische essend, Tischgenoß, neben [[ὁμοτράπεζος]] Her. 9, 16. – b) an einem Friedensschlusse od. Bündnisse theilhabend, ὁμ. τοῖς Θηβαίοις ὤν Din. 1, 24; Dem. 18, 287 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0340.png Seite 340]] an dem Trankopfer theilnehmend; dah. – a) mit an demselben Tische essend, Tischgenoß, neben [[ὁμοτράπεζος]] Her. 9, 16. – b) an einem Friedensschlusse od. Bündnisse theilhabend, ὁμ. τοῖς Θηβαίοις ὤν Din. 1, 24; Dem. 18, 287 u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui fait des libation avec]], [[compagnon de table]];<br /><b>2</b> qui prend part à une alliance, confédéré avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[σπονδή]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμόσπονδος:'''<br /><b class="num">1</b> [[совместно совершающий возлияния]], т. е. пьющий за одним столом (ὁμοτράπεζός τε καὶ ὁ. Her.);<br /><b class="num">2</b> [[участвующий в заключении союзного договора]], [[связанный союзом]] (τινι Dem.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμόσπονδος''': -ον, ὁ κοινωνῶν σπονδῶν καὶ θυσιῶν μετά τινος, φίλος, ὁμοτράπεζός τέ μοι καὶ ὁμ. ἐγένεο Ἡρόδ. 9. 16· μήθ’ ὁμωρόφιον μήθ’ ὁμόσπονδον… [[εἶναι]] τινι Δημ. 321. 14· ὁμ. καὶ ὁμοτράπεζός τινι Δείναρχ. 93. 18. 2) ὁ διὰ τῆς συνθήκης συνδεδεμένος μετά τινος, τινι Ἑβδ. (Γ΄Μακκ. Γ΄, 7). | |lstext='''ὁμόσπονδος''': -ον, ὁ κοινωνῶν σπονδῶν καὶ θυσιῶν μετά τινος, φίλος, ὁμοτράπεζός τέ μοι καὶ ὁμ. ἐγένεο Ἡρόδ. 9. 16· μήθ’ ὁμωρόφιον μήθ’ ὁμόσπονδον… [[εἶναι]] τινι Δημ. 321. 14· ὁμ. καὶ ὁμοτράπεζός τινι Δείναρχ. 93. 18. 2) ὁ διὰ τῆς συνθήκης συνδεδεμένος μετά τινος, τινι Ἑβδ. (Γ΄Μακκ. Γ΄, 7). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμόσπονδος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για κράτη) αυτός που αποτελεί [[ομοσπονδία]] με κάποιον [[άλλο]], που αποτελεί [[τμήμα]] μιας ομοσπονδίας («οι ομόσπονδες πολιτείες της Ελβετίας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μετέχει σε σπονδές<br /><b>2.</b> αυτός που συνδέεται με κάποιον με σπονδές, με συνθήκες, [[σύμμαχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σπονδή]] ( | |mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμόσπονδος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για κράτη) αυτός που αποτελεί [[ομοσπονδία]] με κάποιον [[άλλο]], που αποτελεί [[τμήμα]] μιας ομοσπονδίας («οι ομόσπονδες πολιτείες της Ελβετίας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μετέχει σε σπονδές<br /><b>2.</b> αυτός που συνδέεται με κάποιον με σπονδές, με συνθήκες, [[σύμμαχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σπονδή]] ([[πρβλ]]. [[παράσπονδος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁμόσπονδος:''' -ον ([[σπονδή]]), αυτός που συμμετέχει στις ιερουργικές σπονδές μαζί με άλλους, που μοιράζεται το ίδιο [[ποτήρι]] με κάποιον, σε Ηρόδ., Δημ. | |lsmtext='''ὁμόσπονδος:''' -ον ([[σπονδή]]), αυτός που συμμετέχει στις ιερουργικές σπονδές μαζί με άλλους, που μοιράζεται το ίδιο [[ποτήρι]] με κάποιον, σε Ηρόδ., Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=ὁμόσπονδος, ον, ([[σπονδή]]) [[sharing]] in the [[drink]]-[[offering]], [[sharing]] the [[same]] [[cup]], Hdt., Dem. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mantoulidis | ||
| | |mantxt=Ἀπό τό [[ὁμοῦ]] + [[σπονδή]] τοῦ [[σπένδω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στό [[ὁμός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:04, 4 September 2023
English (LSJ)
ὁμόσπονδον,
A sharing in the drink offering, sharing the same cup, making libations with, table companion, ὁμοτράπεζός τέ μοι καὶ ὁμόσπονδος ἐγένεο Hdt.9.16; μήθ' ὁμωρόφιον μήθ' ὁ...εἶναί τισι D.18.287; [πόλις]..ἧς (οἷς codd.) ὁμόσπονδος καὶ ὁμοτράπεζος.. γέγονεν Din.1.24.
2 bound by treaty to, τινι LXX 3 Ma.3.7.
German (Pape)
[Seite 340] an dem Trankopfer theilnehmend; dah. – a) mit an demselben Tische essend, Tischgenoß, neben ὁμοτράπεζος Her. 9, 16. – b) an einem Friedensschlusse od. Bündnisse theilhabend, ὁμ. τοῖς Θηβαίοις ὤν Din. 1, 24; Dem. 18, 287 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui fait des libation avec, compagnon de table;
2 qui prend part à une alliance, confédéré avec, τινι.
Étymologie: ὁμός, σπονδή.
Russian (Dvoretsky)
ὁμόσπονδος:
1 совместно совершающий возлияния, т. е. пьющий за одним столом (ὁμοτράπεζός τε καὶ ὁ. Her.);
2 участвующий в заключении союзного договора, связанный союзом (τινι Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόσπονδος: -ον, ὁ κοινωνῶν σπονδῶν καὶ θυσιῶν μετά τινος, φίλος, ὁμοτράπεζός τέ μοι καὶ ὁμ. ἐγένεο Ἡρόδ. 9. 16· μήθ’ ὁμωρόφιον μήθ’ ὁμόσπονδον… εἶναι τινι Δημ. 321. 14· ὁμ. καὶ ὁμοτράπεζός τινι Δείναρχ. 93. 18. 2) ὁ διὰ τῆς συνθήκης συνδεδεμένος μετά τινος, τινι Ἑβδ. (Γ΄Μακκ. Γ΄, 7).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁμόσπονδος, -ον)
νεοελλ.
(για κράτη) αυτός που αποτελεί ομοσπονδία με κάποιον άλλο, που αποτελεί τμήμα μιας ομοσπονδίας («οι ομόσπονδες πολιτείες της Ελβετίας»)
αρχ.
1. αυτός που μετέχει σε σπονδές
2. αυτός που συνδέεται με κάποιον με σπονδές, με συνθήκες, σύμμαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + σπονδή (πρβλ. παράσπονδος)].
Greek Monotonic
ὁμόσπονδος: -ον (σπονδή), αυτός που συμμετέχει στις ιερουργικές σπονδές μαζί με άλλους, που μοιράζεται το ίδιο ποτήρι με κάποιον, σε Ηρόδ., Δημ.
Middle Liddell
ὁμόσπονδος, ον, (σπονδή) sharing in the drink-offering, sharing the same cup, Hdt., Dem.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ὁμοῦ + σπονδή τοῦ σπένδω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ὁμός.