καινόω: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
(1ab)
(CSV import)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kainoo
|Transliteration C=kainoo
|Beta Code=kaino/w
|Beta Code=kaino/w
|Definition=(καινός) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">make new, change</b>, τὰ ἐπιβουλεύματα <span class="bibl">D.C.47.4</span>; of language, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Th.</span>21</span>:—Pass., of political changes, <span class="bibl">Th.1.71</span>; <b class="b3">καινοῦσθαι τὰς διανοίας</b> in <b class="b2">inventing new</b> devices, <span class="bibl">Id.3.82</span>, cf. <span class="bibl">Ph.1.326</span>, <span class="bibl">2.156</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[καινίζω]], <b class="b2">use for the first time, handsel</b>, <span class="bibl">Hdt.2.100</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">renew</b>, φόβον <span class="bibl">Ph.2.78</span>.</span>
|Definition=([[καινός]])<br><span class="bld">A</span> [[make new]], [[change]], τὰ ἐπιβουλεύματα D.C.47.4; of language, D.H.''Th.''21:—Pass., of political changes, Th.1.71; <b class="b3">καινοῦσθαι τὰς διανοίας</b> in [[inventing new]] devices, Id.3.82, cf. Ph.1.326, 2.156.<br><span class="bld">II</span> = [[καινίζω]], [[use for the first time]], [[handsel]], [[Herodotus|Hdt.]]2.100.<br><span class="bld">III</span> [[renew]], φόβον Ph.2.78.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1295.png Seite 1295]] neu machen; ἐπιβουλεύματα D. Cass. 47, 4; bei Thuc. 3, 82 wird τὸ καινοῦσθαι τὰς διανοίας vom Schol. καινοτόμα εἶναι erkl., Neigung zu Neuerungen, Staatsveränderungen haben; bei Her. 2, 100 ποιησαμένην γάρ μιν [[οἴκημα]] καινοῦν τῷ λόγῳ, einweihen. Vgl. [[καινίζω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1295.png Seite 1295]] neu machen; ἐπιβουλεύματα D. Cass. 47, 4; bei Thuc. 3, 82 wird τὸ καινοῦσθαι τὰς διανοίας vom Schol. καινοτόμα εἶναι erkl., Neigung zu Neuerungen, Staatsveränderungen haben; bei Her. 2, 100 ποιησαμένην γάρ μιν [[οἴκημα]] καινοῦν τῷ λόγῳ, einweihen. Vgl. [[καινίζω]].
}}
{{ls
|lstext='''καινόω''': (καινὸς) [[μεταβάλλω]], [[ἀλλάσσω]], τὰ ἐπιβουλεύματα Δίων Κ. 47. 4· ἐπὶ γλώσσης, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 21. - Παθ., ἐπὶ πολιτικῶν μεταβολῶν, Θουκ. 1. 71· καινοῦσθαι τὰς διανοίας, κλίσιν εἰς νεωτερισμοὺς καὶ μεταβολὰς ἐν τῇ πολιτείᾳ ἔχειν, ὁ αὐτ. 3. 82. ΙΙ. = [[ἐγκαινίζω]], [[κάμνω]] τὰ [[ἐγκαίνια]] οἰκοδομῆς τινος, καινοῦν τῷ λόγῳ, νόῳ δὲ ἄλλα μηχανᾶσθαι Ἡρόδ. 2. 100. ΙΙΙ. [[ἀνακαινίζω]], ἀνανεώνω, Συλλ. Ἐπιγρ. 8790.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> καινώσω, <i>ao.</i> ἐκαίνωσα;<br /><b>1</b> créer du nouveau, inventer, innover ; <i>Pass., en parl. de changements politiques</i> καινοῦσθαι [[τὰς]] διανοίας THC avoir dans l’esprit des idées de changement, de révolution;<br /><b>2</b> se servir pour la première fois de, inaugurer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[καινός]].
|btext=[[καινῶ]] :<br /><i>f.</i> καινώσω, <i>ao.</i> ἐκαίνωσα;<br /><b>1</b> [[créer du nouveau]], [[inventer]], [[innover]] ; <i>Pass., en parl. de changements politiques</i> καινοῦσθαι τὰς διανοίας THC avoir dans l'esprit des idées de changement, de révolution;<br /><b>2</b> [[se servir pour la première fois de]], [[inaugurer]], acc..<br />'''Étymologie:''' [[καινός]].
}}
}}
{{lsm
{{elnl
|lsmtext='''καινόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[καινός]]),<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] νέο, [[ανανεώνω]] — Παθ., λέγεται για πολιτικές αλλαγές, μεταβολές στο πολιτικό [[σύστημα]], σε Θουκ.· καινοῦσθαι [[τὰς]] διανοίας, έχουν καινούριες απόψεις, ιδέες, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[καινίζω]], [[χρησιμοποιώ]] για πρώτη [[φορά]], [[εγκαινιάζω]], σε Ηρόδ.
|elnltext=καινόω [καινός] voor het eerst gebruiken, inwijden:. οἴκημα κ. een gebouw inwijden Hdt. 2.100.3. vernieuwen:. καινοῦσθαι τὰς διανοίας nieuwe plannen bedenken Thuc. 3.82.3.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καινόω:'''<br /><b class="num">1)</b> обновлять, изменять: τὸ καινοῦσθαι τὰς διανοίας Thuc. изменение образа мыслей;<br /><b class="num">2)</b> впервые вводить в употребление, торжественно открывать ([[οἴκημα]] ὑπόγαιον Her.).
|elrutext='''καινόω:'''<br /><b class="num">1</b> [[обновлять]], [[изменять]]: τὸ καινοῦσθαι τὰς διανοίας Thuc. изменение образа мыслей;<br /><b class="num">2</b> [[впервые вводить в употребление]], [[торжественно открывать]] ([[οἴκημα]] ὑπόγαιον Her.).
}}
}}
{{elnl
{{lsm
|elnltext=καινόω [καινός] voor het eerst gebruiken, inwijden:. οἴκημα κ. een gebouw inwijden Hdt. 2.100.3. vernieuwen:. καινοῦσθαι τὰς διανοίας nieuwe plannen bedenken Thuc. 3.82.3.
|lsmtext='''καινόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[καινός]]),<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] νέο, [[ανανεώνω]] — Παθ., λέγεται για πολιτικές αλλαγές, μεταβολές στο πολιτικό [[σύστημα]], σε Θουκ.· καινοῦσθαι τὰς διανοίας, έχουν καινούριες απόψεις, ιδέες, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[καινίζω]], [[χρησιμοποιώ]] για πρώτη [[φορά]], [[εγκαινιάζω]], σε Ηρόδ.
}}
{{ls
|lstext='''καινόω''': (καινὸς) [[μεταβάλλω]], [[ἀλλάσσω]], τὰ ἐπιβουλεύματα Δίων Κ. 47. 4· ἐπὶ γλώσσης, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 21. - Παθ., ἐπὶ πολιτικῶν μεταβολῶν, Θουκ. 1. 71· καινοῦσθαι τὰς διανοίας, κλίσιν εἰς νεωτερισμοὺς καὶ μεταβολὰς ἐν τῇ πολιτείᾳ ἔχειν, ὁ αὐτ. 3. 82. ΙΙ. = [[ἐγκαινίζω]], [[κάμνω]] τὰ [[ἐγκαίνια]] οἰκοδομῆς τινος, καινοῦν τῷ λόγῳ, νόῳ δὲ ἄλλα μηχανᾶσθαι Ἡρόδ. 2. 100. ΙΙΙ. [[ἀνακαινίζω]], ἀνανεώνω, Συλλ. Ἐπιγρ. 8790.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καινός]]<br /><b class="num">I.</b> to make new, [[innovate]]:— Pass., of [[political]] changes, Thuc.; καινοῦσθαι τὰς διανοίας to [[have]] [[their]] minds revolutionised, Thuc.<br /><b class="num">II.</b> = [[καινίζω]], to use for the [[first]] [[time]], to handsel, Hdt.
|mdlsjtxt=[[καινός]]<br /><b class="num">I.</b> to make new, [[innovate]]:— Pass., of [[political]] changes, Thuc.; καινοῦσθαι τὰς διανοίας to [[have]] [[their]] minds revolutionised, Thuc.<br /><b class="num">II.</b> = [[καινίζω]], to use for the [[first]] [[time]], to handsel, Hdt.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[novari]]'', to [[be changed]], [[be altered]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.71.3/ 1.71.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.82.3/ 3.82.3], [<i>nonnulli codd.</i> <i>several manuscripts</i> κενοῦσθαι]
}}
}}

Latest revision as of 14:27, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινόω Medium diacritics: καινόω Low diacritics: καινόω Capitals: ΚΑΙΝΟΩ
Transliteration A: kainóō Transliteration B: kainoō Transliteration C: kainoo Beta Code: kaino/w

English (LSJ)

(καινός)
A make new, change, τὰ ἐπιβουλεύματα D.C.47.4; of language, D.H.Th.21:—Pass., of political changes, Th.1.71; καινοῦσθαι τὰς διανοίας in inventing new devices, Id.3.82, cf. Ph.1.326, 2.156.
II = καινίζω, use for the first time, handsel, Hdt.2.100.
III renew, φόβον Ph.2.78.

German (Pape)

[Seite 1295] neu machen; ἐπιβουλεύματα D. Cass. 47, 4; bei Thuc. 3, 82 wird τὸ καινοῦσθαι τὰς διανοίας vom Schol. καινοτόμα εἶναι erkl., Neigung zu Neuerungen, Staatsveränderungen haben; bei Her. 2, 100 ποιησαμένην γάρ μιν οἴκημα καινοῦν τῷ λόγῳ, einweihen. Vgl. καινίζω.

French (Bailly abrégé)

καινῶ :
f. καινώσω, ao. ἐκαίνωσα;
1 créer du nouveau, inventer, innover ; Pass., en parl. de changements politiques καινοῦσθαι τὰς διανοίας THC avoir dans l'esprit des idées de changement, de révolution;
2 se servir pour la première fois de, inaugurer, acc..
Étymologie: καινός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καινόω [καινός] voor het eerst gebruiken, inwijden:. οἴκημα κ. een gebouw inwijden Hdt. 2.100.3. vernieuwen:. καινοῦσθαι τὰς διανοίας nieuwe plannen bedenken Thuc. 3.82.3.

Russian (Dvoretsky)

καινόω:
1 обновлять, изменять: τὸ καινοῦσθαι τὰς διανοίας Thuc. изменение образа мыслей;
2 впервые вводить в употребление, торжественно открывать (οἴκημα ὑπόγαιον Her.).

Greek Monotonic

καινόω: μέλ. -ώσω (καινός),
I. κάνω κάτι νέο, ανανεώνω — Παθ., λέγεται για πολιτικές αλλαγές, μεταβολές στο πολιτικό σύστημα, σε Θουκ.· καινοῦσθαι τὰς διανοίας, έχουν καινούριες απόψεις, ιδέες, στον ίδ.
II. καινίζω, χρησιμοποιώ για πρώτη φορά, εγκαινιάζω, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

καινόω: (καινὸς) μεταβάλλω, ἀλλάσσω, τὰ ἐπιβουλεύματα Δίων Κ. 47. 4· ἐπὶ γλώσσης, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 21. - Παθ., ἐπὶ πολιτικῶν μεταβολῶν, Θουκ. 1. 71· καινοῦσθαι τὰς διανοίας, κλίσιν εἰς νεωτερισμοὺς καὶ μεταβολὰς ἐν τῇ πολιτείᾳ ἔχειν, ὁ αὐτ. 3. 82. ΙΙ. = ἐγκαινίζω, κάμνω τὰ ἐγκαίνια οἰκοδομῆς τινος, καινοῦν τῷ λόγῳ, νόῳ δὲ ἄλλα μηχανᾶσθαι Ἡρόδ. 2. 100. ΙΙΙ. ἀνακαινίζω, ἀνανεώνω, Συλλ. Ἐπιγρ. 8790.

Middle Liddell

καινός
I. to make new, innovate:— Pass., of political changes, Thuc.; καινοῦσθαι τὰς διανοίας to have their minds revolutionised, Thuc.
II. = καινίζω, to use for the first time, to handsel, Hdt.

Lexicon Thucydideum

novari, to be changed, be altered, 1.71.3, 3.82.3, [nonnulli codd. several manuscripts κενοῦσθαι]