ὑπερόριος: Difference between revisions
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
(1b) |
(CSV import) |
||
(32 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperorios | |Transliteration C=yperorios | ||
|Beta Code=u(pero/rios | |Beta Code=u(pero/rios | ||
|Definition= | |Definition=ὑπερόριον, also [[ὑπερορία]], ὑπερόριον (v. infr.), ''poet.'' [[ὑπερούριος]] Theoc. (v. infr.): ([[ὅρος]]):—<br><span class="bld">A</span> [[over the boundaries]], [[abroad]], D.46.7; ῥιψάτω ὑπερούριον Theoc.24.95, cf. Anon. ap. Suid.; ὑπερόριος [[ἀσχολία]] = [[occupation]] [[in foreign parts]], [[abroad]], Th.8.72; <b class="b3">ὑπερόριος ἀρχή</b>, opp. [[ἔνδημος]], Lexap.Aeschin.1.19; [[δικαστήριον|δικαστήρια]], opp. [[ἐπιχώριος|ἐπιχώρια]], ''PMonac.'' 14.83 (vi A.D.); [[τὰ ὑπερόρια]] = [[foreign affairs]], opp. [[τὰ κατὰ πόλιν]] and [[τὰ ἔνδημα]], Arist.''Pol.''1285b14.<br><span class="bld">2</span> ἡ [[ὑπερορία]] (''[[sc.]]'' [[γῆ]]) [[the country beyond one's own frontiers]], [[foreign land]], IG12.56.7, And.3.36, Lys.31.9, [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''230d; also [[εἰς]] τὰν ὑπερόριον [[στρατεύομαι|στρατεύεσθαι]] ''Foed.Delph.Pell.'' 2 ''B'' 22; opp. [[τὰ ἔνδημα]], X.''An.''7.1.27; <b class="b3">ἐκ τῆς ὑπερορίας ἀνακαλεῖσθαι</b>, i.e. from the [[land]] where he had been in [[exile]], Plu.2.508a; hence, actually, [[banishment]], φόνοις καὶ ὑπερορίαις D.C.67.3; [[τὰ ὑπερόρια]] (''[[sc.]]'' [[χωρία]]) X.''Ath.'' 1.19, ''Smp.''4.31.<br><span class="bld">II</span> [[foreign to the purpose]], [[outlandish]], [[alien]], [[λαλιά]] Aeschin.2.49; ἀρχὰς ἐνυπνίων οἵας εἴπομεν͵ ἀλλ' ὑπερορίας ἢ τοῖς χρόνοις ἢ τοῖς τόποις ἢ τοῖς μεγέθεσιν Arist.''Div.Somn.''464a1, cf. Aristid.1.128 J.; τὸ τῶν ἀέρων ἄηθες καὶ ὑπερόριον Anon. ap. Suid.<br><span class="bld">III</span> c. gen., [[ὑπερόριος τοῦ νομοῦ]] = [[beyond the boundaries of]] the [[nome]], ''PPetr.''2p.16 (iii B.C.): metaph., λιμὸς . . βρώσεις ὑποβάλλων . . τῆς φύσεως ὑπερορίους Procop.''Goth.''3.17: abs., <b class="b3">ἰσχναίνειν καὶ γυμνάζειν τὸ σῶμα, . . ποιεῖν δὲ ὡς μὴ ὑπερόριοι ἀπέλθωμεν</b> [[go]] [[over the mark]], Pall. ''in Hp.''2.77D. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1200.png Seite 1200]] über die Gränze, jenseit der Gränze, ausländisch, fremd; bes. ἡ [[ὑπερορία]], sc. γῆ, das Ausland, die Fremde, Plat. ἐκ τοῦ ἄστεος οὔτ' εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῖς, Phaedr. 230 d, u. öfter; Andoc. 3, 36; Lys. 31, 8; Is. 4, 1; [[ἀρχή]], im | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1200.png Seite 1200]] über die Gränze, jenseit der Gränze, ausländisch, fremd; bes. ἡ [[ὑπερορία]], ''[[sc.]]'' γῆ, das Ausland, die Fremde, Plat. ἐκ τοῦ ἄστεος οὔτ' εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῖς, Phaedr. 230 d, u. öfter; Andoc. 3, 36; Lys. 31, 8; Is. 4, 1; [[ἀρχή]], im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[ἔνδημος]], Aesch. 1, 20; vgl. Xen. An. 7, 1, 27; auch ἡ [[ὑπερόριος]] [[ἀσχολία]], Thuc. 8, 72. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br /><b>1</b> [[qui est au delà des frontières]], [[qui a lieu au dehors]], [[étranger]] : [[πόλεμος]] ARSTT guerre au dehors ; [[ἀρχή]] ESCHN pourvoir qui s'exerce au dehors ; ἡ [[ὑπερορία]] ([[γῆ]]) le territoire situé hors des frontières, <i>particul.</i> hors de l'Attique ; τὰ ὑπερόρια (κτήματα) XÉN les possessions à l'étranger;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> qui est en dehors, qui est hors du sujet : λαλιὰ [[ὑπερόριος]] ESCHN bavardage en dehors du sujet.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ὅρος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερόριος:''' ион. [[ὑπερούριος]] 2 и 3 [[ὅρος]]<br /><b class="num">1</b> [[заграничный]], [[зарубежный]], [[иностранный]], Arst. etc.: ἡ ὑ. [[ἀσχολία]] Thuc. иностранные дела, зарубежные интересы;<br /><b class="num">2</b> [[внешний]], [[посторонний]] ([[λαλιά]] Aeschin.). - см. тж. [[ὑπερορία]] и [[ὑπερόρια]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερόριος''': -ον, καὶ α, ον (ἴδε κατωτ.), ποιητικ. -ούριος· (ὅρος)· - ὁ [[πέραν]] τῶν ὁρίων, κατοικῶν ἐν τῇ ξένῃ, Δημ. 1130 ἐν τέλει· ῥίπτειν ὑπερούριον Θεόκρ. 24. 93· ὑπ. [[ἀσχολία]], [[ἀσχολία]] ἐν ξένοις τόποις, «εἰς τὰ ξένα», Θουκ. 8. 72· ὑπ. [[ἀρχή]], ἀντίθετον τῷ [[ἔνδημος]], Αἰσχίν. 3. 34· τὰ ὑπερόρια, ξέναι ὑποθέσεις, ἐργασίαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ κατὰ πόλιν καὶ τὰ ἔνδημα, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 14, 12. 2) ἡ [[ὑπερορία]] (ἐξυπακ. γῆ), ἡ [[χώρα]] ἡ [[πέραν]] τῶν συνόρων, [[ξένη]] [[χώρα]], [[ξένη]] γῆ, Ἀνδοκ. 28. 10, Λυσί. 187. 26, Πλάτ. Φαῖδρ. 230D· [[τοὐναντίον]] τὰ ἔνδημα, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 27· ἐκ τῆς ὑπ. ἀνακαλεῖσθαι, δηλ. ἐκ τῆς χώρας ἐν ᾗ διετέλει [[ἐξόριστος]], Πλούτ. 2. 508Α· [[ἐντεῦθεν]] καὶ αὐτὸ τοῦτο [[ἐξορία]], φόνοις καὶ ὑπερορίαις Δίων Κ. 67. 3· - οὕτω, τὰ ὑπερόρια (ἐξυπακ. χωρία) Ξεν. Ἀθην. 1. 19, Συμπ. 4. 31. ΙΙ. [[ξένος]] πρὸς τὸν σκοπόν, [[ἀλλότριος]], [[ἀσυνήθης]], [[λαλιά]] Αἰσχίνης 34. 29· ἀρχαὶ ἐνυπνίων ὑπερόριοι ἢ τοῖς χρόνοις ἢ τοῖς τόποις ἢ τοῖς μεγέθεσιν Ἀριστ. περὶ τῆς καθ’ Ὕμν. Μαντ. 2. 5· πρβλ. Ἀριστείδ. 1, σ. 128, Σουΐδ. ἐν λέξ. ΙΙΙ. | |lstext='''ὑπερόριος''': -ον, καὶ α, ον (ἴδε κατωτ.), ποιητικ. -ούριος· (ὅρος)· - ὁ [[πέραν]] τῶν ὁρίων, κατοικῶν ἐν τῇ ξένῃ, Δημ. 1130 ἐν τέλει· ῥίπτειν ὑπερούριον Θεόκρ. 24. 93· ὑπ. [[ἀσχολία]], [[ἀσχολία]] ἐν ξένοις τόποις, «εἰς τὰ ξένα», Θουκ. 8. 72· ὑπ. [[ἀρχή]], ἀντίθετον τῷ [[ἔνδημος]], Αἰσχίν. 3. 34· τὰ ὑπερόρια, ξέναι ὑποθέσεις, ἐργασίαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ κατὰ πόλιν καὶ τὰ ἔνδημα, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 14, 12. 2) ἡ [[ὑπερορία]] (ἐξυπακ. γῆ), ἡ [[χώρα]] ἡ [[πέραν]] τῶν συνόρων, [[ξένη]] [[χώρα]], [[ξένη]] γῆ, Ἀνδοκ. 28. 10, Λυσί. 187. 26, Πλάτ. Φαῖδρ. 230D· [[τοὐναντίον]] τὰ ἔνδημα, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 27· ἐκ τῆς ὑπ. ἀνακαλεῖσθαι, δηλ. ἐκ τῆς χώρας ἐν ᾗ διετέλει [[ἐξόριστος]], Πλούτ. 2. 508Α· [[ἐντεῦθεν]] καὶ αὐτὸ τοῦτο [[ἐξορία]], φόνοις καὶ ὑπερορίαις Δίων Κ. 67. 3· - οὕτω, τὰ ὑπερόρια (ἐξυπακ. χωρία) Ξεν. Ἀθην. 1. 19, Συμπ. 4. 31. ΙΙ. [[ξένος]] πρὸς τὸν σκοπόν, [[ἀλλότριος]], [[ἀσυνήθης]], [[λαλιά]] Αἰσχίνης 34. 29· ἀρχαὶ ἐνυπνίων ὑπερόριοι ἢ τοῖς χρόνοις ἢ τοῖς τόποις ἢ τοῖς μεγέθεσιν Ἀριστ. περὶ τῆς καθ’ Ὕμν. Μαντ. 2. 5· πρβλ. Ἀριστείδ. 1, σ. 128, Σουΐδ. ἐν λέξ. ΙΙΙ. μετὰ γεν., ἐξωρισμένος ἀπό τινος, ἐστερημένος τινός, [[ἀμέτοχος]], τοῦ ἡδέος Φωτ. Βιβλιοθ. 55. 27, Προκόπ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπερόριος]], -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, και ποιητ. ιων. τ. [[ὑπερούριος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή τελείται [[πέρα]] από τα όρια ενός κράτους<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-α, -ο / [[ὑπερόριος]], -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, και ποιητ. ιων. τ. [[ὑπερούριος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή τελείται [[πέρα]] από τα όρια ενός κράτους<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[υπερορία]]<br />α) η [[πέρα]] από τα όρια ενός κράτους [[χώρα]], η [[ξενιτιά]] (α. «έζησε [[χρόνια]] ολόκληρα στην [[υπερορία]]» β. «εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῖν», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) αναγκαστική [[απομάκρυνση]] ενός προσώπου έξω ή [[πέρα]] από τα όρια μιας επικράτειας, [[εξορία]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[φήμη]]) ο [[ευρέως]] διαδεδομένος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρὀσ.) αυτός που κατοικεί [[μακριά]] από τα [[σύνορα]] της πατρίδας του, ξενιτεμένος<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[εξόριστος]]<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που στερείται [[κάτι]] ή αυτός που δεν συμμετέχει σε [[κάτι]], [[αμέτοχος]] («γραφὴ [[ὑπερόριος]] τῆς φύσεως», Πρόκ.<br />β. «δυσχερὴς ἀκοῦσαι καὶ τοῦ ἡδέος [[ὑπερόριος]]», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασυνήθιστος]] («τὴν ὑπερόριον λαλιὰν ἀγαπῶντες ἐν τοῖς οἰκείοις πράγμασιν», Αισχίν.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑπερόρια</i><br />α) οι ξένες υποθέσεις («τὰ κατὰ πόλιν καὶ τὰ ἔνδημα καὶ τὰ ὐπερόρια συνεχῶς ἦρχον», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) οι τόποι που βρίσκονται έξω ή [[μακριά]] από τα [[σύνορα]] μιας χώρας («διὰ τὴν κτῆσιν τὴν ἐν τοῖς ὑπερορίοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερορίως</i> Μ<br />[[πέρα]], [[μακριά]] από τα [[σύνορα]] μιας χώρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οριος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὅρος]] [Ι] «όριο, [[σύνορο]]»), [[πρβλ]]. [[μεθόριος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερόριος:''' -ον και -α, -ον, ποιητ. -[[ούριος]]· ([[ὅρος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> ο πέρα από τα όρια, [[σύνορα]] ή πλαίσια, [[κάτοικος]] σε [[ξένη]] γη, σε Δημ., Θεόκρ.· [[ὑπερορία]] [[ἀσχολία]], [[απασχόληση]], [[επάγγελμα]] σε ξένους τόπους, σε Θουκ.· <i>τὰὑπερόρια</i>, ξένες υποθέσεις, ζητήματα, θέματα, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> ἡ [[ὑπερορία]] (ενν. <i>γῆ</i>), [[χώρα]] που βρίσκεται έξω από τα [[σύνορα]] της χώρας κάποιου, [[ξένη]] [[χώρα]], [[ξένη]] γη, σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ξένος]], [[άσχετος]] προς τον σκοπό, [[αλλότριος]], [[ασυνήθιστος]], σε Αισχίν. | |lsmtext='''ὑπερόριος:''' -ον και -α, -ον, ποιητ. -[[ούριος]]· ([[ὅρος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> ο πέρα από τα όρια, [[σύνορα]] ή πλαίσια, [[κάτοικος]] σε [[ξένη]] γη, σε Δημ., Θεόκρ.· [[ὑπερορία]] [[ἀσχολία]], [[απασχόληση]], [[επάγγελμα]] σε ξένους τόπους, σε Θουκ.· <i>τὰὑπερόρια</i>, ξένες υποθέσεις, ζητήματα, θέματα, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> ἡ [[ὑπερορία]] (ενν. <i>γῆ</i>), [[χώρα]] που βρίσκεται έξω από τα [[σύνορα]] της χώρας κάποιου, [[ξένη]] [[χώρα]], [[ξένη]] γη, σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ξένος]], [[άσχετος]] προς τον σκοπό, [[αλλότριος]], [[ασυνήθιστος]], σε Αισχίν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=ὑπερ-όριος, ον, [[ὅρος]]<br /><b class="num">I.</b> [[over]] the boundaries or [[confines]], [[living]] [[abroad]], Dem., Theocr.; ὑπ. [[ἀσχολία]] [[occupation]] in [[foreign]] parts, Thuc.; τὰ ὑπ. [[foreign]] affairs, Arist.<br /><b class="num">2.</b> ἡ [[ὑπερορία]] (''[[sc.]]'' γῆ), the [[country]] [[beyond]] one's own frontiers, a [[foreign]] [[country]], Plat., Xen.<br /><b class="num">II.</b> [[foreign]] to the [[purpose]], [[outlandish]], out-of-the-way, Aeschin. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{lxth | ||
| | |lthtxt=''[[extra fines]]'', [[outside the borders]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.72.1/ 8.72.1]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:36, 16 November 2024
English (LSJ)
ὑπερόριον, also ὑπερορία, ὑπερόριον (v. infr.), poet. ὑπερούριος Theoc. (v. infr.): (ὅρος):—
A over the boundaries, abroad, D.46.7; ῥιψάτω ὑπερούριον Theoc.24.95, cf. Anon. ap. Suid.; ὑπερόριος ἀσχολία = occupation in foreign parts, abroad, Th.8.72; ὑπερόριος ἀρχή, opp. ἔνδημος, Lexap.Aeschin.1.19; δικαστήρια, opp. ἐπιχώρια, PMonac. 14.83 (vi A.D.); τὰ ὑπερόρια = foreign affairs, opp. τὰ κατὰ πόλιν and τὰ ἔνδημα, Arist.Pol.1285b14.
2 ἡ ὑπερορία (sc. γῆ) the country beyond one's own frontiers, foreign land, IG12.56.7, And.3.36, Lys.31.9, Pl.Phdr.230d; also εἰς τὰν ὑπερόριον στρατεύεσθαι Foed.Delph.Pell. 2 B 22; opp. τὰ ἔνδημα, X.An.7.1.27; ἐκ τῆς ὑπερορίας ἀνακαλεῖσθαι, i.e. from the land where he had been in exile, Plu.2.508a; hence, actually, banishment, φόνοις καὶ ὑπερορίαις D.C.67.3; τὰ ὑπερόρια (sc. χωρία) X.Ath. 1.19, Smp.4.31.
II foreign to the purpose, outlandish, alien, λαλιά Aeschin.2.49; ἀρχὰς ἐνυπνίων οἵας εἴπομεν͵ ἀλλ' ὑπερορίας ἢ τοῖς χρόνοις ἢ τοῖς τόποις ἢ τοῖς μεγέθεσιν Arist.Div.Somn.464a1, cf. Aristid.1.128 J.; τὸ τῶν ἀέρων ἄηθες καὶ ὑπερόριον Anon. ap. Suid.
III c. gen., ὑπερόριος τοῦ νομοῦ = beyond the boundaries of the nome, PPetr.2p.16 (iii B.C.): metaph., λιμὸς . . βρώσεις ὑποβάλλων . . τῆς φύσεως ὑπερορίους Procop.Goth.3.17: abs., ἰσχναίνειν καὶ γυμνάζειν τὸ σῶμα, . . ποιεῖν δὲ ὡς μὴ ὑπερόριοι ἀπέλθωμεν go over the mark, Pall. in Hp.2.77D.
German (Pape)
[Seite 1200] über die Gränze, jenseit der Gränze, ausländisch, fremd; bes. ἡ ὑπερορία, sc. γῆ, das Ausland, die Fremde, Plat. ἐκ τοῦ ἄστεος οὔτ' εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῖς, Phaedr. 230 d, u. öfter; Andoc. 3, 36; Lys. 31, 8; Is. 4, 1; ἀρχή, im Gegensatz von ἔνδημος, Aesch. 1, 20; vgl. Xen. An. 7, 1, 27; auch ἡ ὑπερόριος ἀσχολία, Thuc. 8, 72.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
1 qui est au delà des frontières, qui a lieu au dehors, étranger : πόλεμος ARSTT guerre au dehors ; ἀρχή ESCHN pourvoir qui s'exerce au dehors ; ἡ ὑπερορία (γῆ) le territoire situé hors des frontières, particul. hors de l'Attique ; τὰ ὑπερόρια (κτήματα) XÉN les possessions à l'étranger;
2 p. anal. qui est en dehors, qui est hors du sujet : λαλιὰ ὑπερόριος ESCHN bavardage en dehors du sujet.
Étymologie: ὑπέρ, ὅρος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερόριος: ион. ὑπερούριος 2 и 3 ὅρος
1 заграничный, зарубежный, иностранный, Arst. etc.: ἡ ὑ. ἀσχολία Thuc. иностранные дела, зарубежные интересы;
2 внешний, посторонний (λαλιά Aeschin.). - см. тж. ὑπερορία и ὑπερόρια.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερόριος: -ον, καὶ α, ον (ἴδε κατωτ.), ποιητικ. -ούριος· (ὅρος)· - ὁ πέραν τῶν ὁρίων, κατοικῶν ἐν τῇ ξένῃ, Δημ. 1130 ἐν τέλει· ῥίπτειν ὑπερούριον Θεόκρ. 24. 93· ὑπ. ἀσχολία, ἀσχολία ἐν ξένοις τόποις, «εἰς τὰ ξένα», Θουκ. 8. 72· ὑπ. ἀρχή, ἀντίθετον τῷ ἔνδημος, Αἰσχίν. 3. 34· τὰ ὑπερόρια, ξέναι ὑποθέσεις, ἐργασίαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ κατὰ πόλιν καὶ τὰ ἔνδημα, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 14, 12. 2) ἡ ὑπερορία (ἐξυπακ. γῆ), ἡ χώρα ἡ πέραν τῶν συνόρων, ξένη χώρα, ξένη γῆ, Ἀνδοκ. 28. 10, Λυσί. 187. 26, Πλάτ. Φαῖδρ. 230D· τοὐναντίον τὰ ἔνδημα, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 27· ἐκ τῆς ὑπ. ἀνακαλεῖσθαι, δηλ. ἐκ τῆς χώρας ἐν ᾗ διετέλει ἐξόριστος, Πλούτ. 2. 508Α· ἐντεῦθεν καὶ αὐτὸ τοῦτο ἐξορία, φόνοις καὶ ὑπερορίαις Δίων Κ. 67. 3· - οὕτω, τὰ ὑπερόρια (ἐξυπακ. χωρία) Ξεν. Ἀθην. 1. 19, Συμπ. 4. 31. ΙΙ. ξένος πρὸς τὸν σκοπόν, ἀλλότριος, ἀσυνήθης, λαλιά Αἰσχίνης 34. 29· ἀρχαὶ ἐνυπνίων ὑπερόριοι ἢ τοῖς χρόνοις ἢ τοῖς τόποις ἢ τοῖς μεγέθεσιν Ἀριστ. περὶ τῆς καθ’ Ὕμν. Μαντ. 2. 5· πρβλ. Ἀριστείδ. 1, σ. 128, Σουΐδ. ἐν λέξ. ΙΙΙ. μετὰ γεν., ἐξωρισμένος ἀπό τινος, ἐστερημένος τινός, ἀμέτοχος, τοῦ ἡδέος Φωτ. Βιβλιοθ. 55. 27, Προκόπ.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑπερόριος, -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, και ποιητ. ιων. τ. ὑπερούριος, -ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται ή τελείται πέρα από τα όρια ενός κράτους
2. το θηλ. ως ουσ. η υπερορία
α) η πέρα από τα όρια ενός κράτους χώρα, η ξενιτιά (α. «έζησε χρόνια ολόκληρα στην υπερορία» β. «εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῖν», Πλάτ.)
β) αναγκαστική απομάκρυνση ενός προσώπου έξω ή πέρα από τα όρια μιας επικράτειας, εξορία
μσν.
(για φήμη) ο ευρέως διαδεδομένος
μσν.-αρχ.
1. (για πρὀσ.) αυτός που κατοικεί μακριά από τα σύνορα της πατρίδας του, ξενιτεμένος
2. (κατ' επέκτ.) εξόριστος
3. (για πράγμ.) αυτός που στερείται κάτι ή αυτός που δεν συμμετέχει σε κάτι, αμέτοχος («γραφὴ ὑπερόριος τῆς φύσεως», Πρόκ.
β. «δυσχερὴς ἀκοῦσαι καὶ τοῦ ἡδέος ὑπερόριος», Φώτ.)
αρχ.
1. ασυνήθιστος («τὴν ὑπερόριον λαλιὰν ἀγαπῶντες ἐν τοῖς οἰκείοις πράγμασιν», Αισχίν.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑπερόρια
α) οι ξένες υποθέσεις («τὰ κατὰ πόλιν καὶ τὰ ἔνδημα καὶ τὰ ὐπερόρια συνεχῶς ἦρχον», Αριστοτ.)
β) οι τόποι που βρίσκονται έξω ή μακριά από τα σύνορα μιας χώρας («διὰ τὴν κτῆσιν τὴν ἐν τοῖς ὑπερορίοις», Ξεν.)
επίρρ...
ὑπερορίως Μ
πέρα, μακριά από τα σύνορα μιας χώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -οριος (< ὅρος [Ι] «όριο, σύνορο»), πρβλ. μεθόριος].
Greek Monotonic
ὑπερόριος: -ον και -α, -ον, ποιητ. -ούριος· (ὅρος)·
I. 1. ο πέρα από τα όρια, σύνορα ή πλαίσια, κάτοικος σε ξένη γη, σε Δημ., Θεόκρ.· ὑπερορία ἀσχολία, απασχόληση, επάγγελμα σε ξένους τόπους, σε Θουκ.· τὰὑπερόρια, ξένες υποθέσεις, ζητήματα, θέματα, σε Αριστ.
2. ἡ ὑπερορία (ενν. γῆ), χώρα που βρίσκεται έξω από τα σύνορα της χώρας κάποιου, ξένη χώρα, ξένη γη, σε Πλάτ., Ξεν.
II. ξένος, άσχετος προς τον σκοπό, αλλότριος, ασυνήθιστος, σε Αισχίν.
Middle Liddell
ὑπερ-όριος, ον, ὅρος
I. over the boundaries or confines, living abroad, Dem., Theocr.; ὑπ. ἀσχολία occupation in foreign parts, Thuc.; τὰ ὑπ. foreign affairs, Arist.
2. ἡ ὑπερορία (sc. γῆ), the country beyond one's own frontiers, a foreign country, Plat., Xen.
II. foreign to the purpose, outlandish, out-of-the-way, Aeschin.