cruel: Difference between revisions
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
mNo edit summary |
Tag: Undo |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Woodhouse1 | {{Woodhouse1 | ||
|Text=[[File: | |Text=[[File:p2.png|right|Woodhouse page for {{PAGENAME}} - Opens in new window|link={{filepath:woodhouse_187.jpg}}]] | ||
===adjective=== | |||
of [[person]]s: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[ὠμός]], [[ἄγριος]], [[ἀγνώμων]], [[δεινός]], [[πικρός]], [[σκληρός]], [[σχέτλιος]], [[τραχύς]], [[Aristophanes|Ar.]] and [[prose|P.]] [[χαλεπός]], [[verse|V.]] [[ὠμόφρων]], [[δυσάλγητος]]. | |||
[[merciless]]: P. [[ἀπαραίτητος]], V. [[νηλής]], [[δυσπαραίτητος]], Ar. and V. [[ἄτεγκτος]]. | [[merciless]]: [[prose|P.]] [[ἀπαραίτητος]], [[verse|V.]] [[νηλής]], [[δυσπαραίτητος]], [[Aristophanes|Ar.]] and [[verse|V.]] [[ἄτεγκτος]]. | ||
of [[thing]]s: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[δεινός]], [[ὠμός]], [[πικρός]], [[σκληρός]], [[σχέτλιος]], [[Aristophanes|Ar.]] and [[prose|P.]] [[χαλεπός]]. | |||
}} | }} | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ | |sltx=[[ἀγνώμων]], [[ἄγριος]], [[ἀζαλέος]], [[ἀθηρής]], [[αἰνόφρων]], [[ἀλίμενος]], [[ἀλλόκοτος]], [[ἀμαθής]], [[ἀμείλιχος]], [[ἀνάλγητος]], [[ἀνελεεινός]], [[ἀνηλεγής]], [[ἀπέρωτος]], [[ἀπηλεγής]], [[ἀπηνής]], [[ἀπρήϋντος]], [[ἄσπλαγχνος]], [[ἄστοργος]], [[ἀσυμπαθής]], [[ἀσυμπάθητος]], [[ἄτεγκτος]], [[αὐθάδης]], [[ἀφιλοικτίρμων]], [[βαρύς]], [[βαρύφρων]], [[διαβριθής]], [[δριμύς]], [[δυσάκεστος]], [[δυσαλγής]], [[δυσανάλγητος]], [[δυσαχής]], [[δυσδαίμων]], [[δυσέκλυτος]], [[δύσερις]], [[δυσηλεγής]], [[δυσηχής]], [[δυσόργητος]], [[δυσπενθής]], [[ἔξαλλος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:28, 10 October 2022
English > Greek (Woodhouse)
adjective
of persons: P. and V. ὠμός, ἄγριος, ἀγνώμων, δεινός, πικρός, σκληρός, σχέτλιος, τραχύς, Ar. and P. χαλεπός, V. ὠμόφρων, δυσάλγητος.
merciless: P. ἀπαραίτητος, V. νηλής, δυσπαραίτητος, Ar. and V. ἄτεγκτος.
of things: P. and V. δεινός, ὠμός, πικρός, σκληρός, σχέτλιος, Ar. and P. χαλεπός.
Spanish > Greek
ἀγνώμων, ἄγριος, ἀζαλέος, ἀθηρής, αἰνόφρων, ἀλίμενος, ἀλλόκοτος, ἀμαθής, ἀμείλιχος, ἀνάλγητος, ἀνελεεινός, ἀνηλεγής, ἀπέρωτος, ἀπηλεγής, ἀπηνής, ἀπρήϋντος, ἄσπλαγχνος, ἄστοργος, ἀσυμπαθής, ἀσυμπάθητος, ἄτεγκτος, αὐθάδης, ἀφιλοικτίρμων, βαρύς, βαρύφρων, διαβριθής, δριμύς, δυσάκεστος, δυσαλγής, δυσανάλγητος, δυσαχής, δυσδαίμων, δυσέκλυτος, δύσερις, δυσηλεγής, δυσηχής, δυσόργητος, δυσπενθής, ἔξαλλος