Θάσιος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=THasios | |Transliteration C=THasios | ||
|Beta Code=*qa/sios | |Beta Code=*qa/sios | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰ], α, ον,<br><span class="bld">A</span> of or from [[Thasos]], [[Θάσιος]] (''[[sc.]]'' [[οἶνος]]) [[Thasian]] [[wine]], Hermipp.82.3, Ar.''Fr.''317, etc.; Θάσιον οἴνου σταμνίον Id.''Lys.''196, cf. ''Ec.''1119; <b class="b3">Θάσια κάρυα</b> [[almond]]s, Chrysipp.Tyan. ap. Ath.14.647f, Aët.12.37; so [[Θάσια]] alone, Plu.2.1097d, Dsc.4.188, ''Gp.''10.57 tit.: in sg., ib.76.6: <b class="b3">ἡ Θασία ἅλμη</b> = [[pickled]] [[sea-fish]], Cratin.6; and without <b class="b3">ἅλμη, ἀνακυκᾶν Θασίαν</b> to make this [[pickle]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''671.<br><span class="bld">II</span> [[Θάσιος]], ὁ (''[[sc.]]'' [[μήν]]), name of month at [[Temnos]], ''Wiener Denkschr.''53.96 (prob.).<br><span class="bld">2</span> [[Θάσιον]], τό, a [[measure]] in [[Egypt]], ''PCair.Zen.''12.19 (iii B.C.), al. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />de Thasos ; [[Θάσιος]] [[λίθος]] PLUT la pierre de Thasos, <i>càd</i> le marbre.<br />'''Étymologie:''' [[Θάσος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Θάσιος:''' (ᾰ) тасосский ([[οἶνος]], οἴνου [[σταμνίον]] Arph.): Θ. [[λίθος]] Plut. тасосский мрамор.<br /><b class="num">II</b> ὁ [[уроженец или житель острова Тасос]] Her., Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Θάσιος''': -α, -ον, ἐκ Θάσου, εἰς τὴν Θάσον ἀνήκων, [[Θάσιος]] (ἐνν. [[οἶνος]]) Ἕρμιππ. Φορμ. 2. 3, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 301, κτλ.· κατ’ ἐναλλαγ., Θάσιον οἴνου [[σταμνίον]] Ἀριστοφ. Λυσ. 196, πρβλ. Ἐκκλ. 1160· - Θάσια (ἐνν. κάρυα), τά, ἀμύγδαλα, Πλούτ. 2. 1097D, πρβλ. Χρύσιππ. Τυαν. παρ’ Ἀθην. 647F· - ἡ Θασία [[ἅλμη]], [[βάμμα]], [[ἔμβαμμα]], Κρατῖν. Ἀρχ. 3· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ [[ἅλμη]], ἀνακυκᾶν Θασίαν Ἀριστοφ. Ἀχ. 671. | |lstext='''Θάσιος''': -α, -ον, ἐκ Θάσου, εἰς τὴν Θάσον ἀνήκων, [[Θάσιος]] (ἐνν. [[οἶνος]]) Ἕρμιππ. Φορμ. 2. 3, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 301, κτλ.· κατ’ ἐναλλαγ., Θάσιον οἴνου [[σταμνίον]] Ἀριστοφ. Λυσ. 196, πρβλ. Ἐκκλ. 1160· - Θάσια (ἐνν. κάρυα), τά, ἀμύγδαλα, Πλούτ. 2. 1097D, πρβλ. Χρύσιππ. Τυαν. παρ’ Ἀθην. 647F· - ἡ Θασία [[ἅλμη]], [[βάμμα]], [[ἔμβαμμα]], Κρατῖν. Ἀρχ. 3· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ [[ἅλμη]], ἀνακυκᾶν Θασίαν Ἀριστοφ. Ἀχ. 671. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Θάσιος:''' [ᾰ], -α, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τη Θάσο, [[Θάσιος]] [[οἶνος]], σε Αριστοφ.· ἡ Θασία [[ἅλμη]], παστωμένη [[αλιεία]] από τη Θάσο, στον ίδ. | |lsmtext='''Θάσιος:''' [ᾰ], -α, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τη Θάσο, [[Θάσιος]] [[οἶνος]], σε Αριστοφ.· ἡ Θασία [[ἅλμη]], παστωμένη [[αλιεία]] από τη Θάσο, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=Θᾰ́σιος, η, ον<br />of or from [[Thasos]], Thasian, [[οἶνος]] Ar.:— ἡ Θασία [[ἅλμη]] Thasian pickled [[fish]], Ar. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:16, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον,
A of or from Thasos, Θάσιος (sc. οἶνος) Thasian wine, Hermipp.82.3, Ar.Fr.317, etc.; Θάσιον οἴνου σταμνίον Id.Lys.196, cf. Ec.1119; Θάσια κάρυα almonds, Chrysipp.Tyan. ap. Ath.14.647f, Aët.12.37; so Θάσια alone, Plu.2.1097d, Dsc.4.188, Gp.10.57 tit.: in sg., ib.76.6: ἡ Θασία ἅλμη = pickled sea-fish, Cratin.6; and without ἅλμη, ἀνακυκᾶν Θασίαν to make this pickle, Ar.Ach.671.
II Θάσιος, ὁ (sc. μήν), name of month at Temnos, Wiener Denkschr.53.96 (prob.).
2 Θάσιον, τό, a measure in Egypt, PCair.Zen.12.19 (iii B.C.), al.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Thasos ; Θάσιος λίθος PLUT la pierre de Thasos, càd le marbre.
Étymologie: Θάσος.
Russian (Dvoretsky)
Θάσιος: (ᾰ) тасосский (οἶνος, οἴνου σταμνίον Arph.): Θ. λίθος Plut. тасосский мрамор.
II ὁ уроженец или житель острова Тасос Her., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
Θάσιος: -α, -ον, ἐκ Θάσου, εἰς τὴν Θάσον ἀνήκων, Θάσιος (ἐνν. οἶνος) Ἕρμιππ. Φορμ. 2. 3, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 301, κτλ.· κατ’ ἐναλλαγ., Θάσιον οἴνου σταμνίον Ἀριστοφ. Λυσ. 196, πρβλ. Ἐκκλ. 1160· - Θάσια (ἐνν. κάρυα), τά, ἀμύγδαλα, Πλούτ. 2. 1097D, πρβλ. Χρύσιππ. Τυαν. παρ’ Ἀθην. 647F· - ἡ Θασία ἅλμη, βάμμα, ἔμβαμμα, Κρατῖν. Ἀρχ. 3· καὶ ἄνευ τοῦ ἅλμη, ἀνακυκᾶν Θασίαν Ἀριστοφ. Ἀχ. 671.
Greek Monotonic
Θάσιος: [ᾰ], -α, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τη Θάσο, Θάσιος οἶνος, σε Αριστοφ.· ἡ Θασία ἅλμη, παστωμένη αλιεία από τη Θάσο, στον ίδ.
Middle Liddell
Θᾰ́σιος, η, ον
of or from Thasos, Thasian, οἶνος Ar.:— ἡ Θασία ἅλμη Thasian pickled fish, Ar.