Πειραιεύς: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "attic" to "Attic") |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Peiraieys | |Transliteration C=Peiraieys | ||
|Beta Code=*peiraieu/s | |Beta Code=*peiraieu/s | ||
|Definition=or | |Definition=or [[Πειραεύς]] (v. infr.), ὁ, [[Piraeus]]: gen. [[Πειραιέως]], Att. [[Πειραιῶς]] Th.2.93, Isoc. 16.46, D.8.7, 24.134, Moer. p.314P.; dat. Πειραιεῖ X. HG2.4.30; acc. [[Πειραιᾶ]] ib.5.4.34, Th. 2.93, Pl. R. 327a, D. 17.26; Ion. [[Πειραιέα]] [[Herodotus|Hdt.]] 8.85:—Loc. [[Πειραιοῖ]], [[in Piraeus]], X. HG 2.4.32, Ael. VH 2.13; [[Πειραιόθεν]], [[from Piraeus]], Alciphr. 2.4.—The form [[Πειραεύς]] is freq. in Inscrr., IG2.2459b2, etc.; [[Πειραέως]] AP6.349 (Phld.); [[Πειραιεῖ]] Ar. [[Pax]] 165, but Πειραῐεῖ ib. 145:—Adj. [[Πειραϊκός]], ή, όν, IG22.456.33, Plu. Sull. 14, etc. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>αιέως, <i>att.</i> αιῶς, <i>dat.</i> αιεῖ, <i>acc.</i> αιέα, <i>contr. att.</i> ᾶ (ὁ) :<br />le Pirée, <i>port et dème | |btext=<span class="bld">1</span>αιέως, <i>att.</i> αιῶς, <i>dat.</i> αιεῖ, <i>acc.</i> αιέα, <i>contr. att.</i> ᾶ (ὁ) :<br />le Pirée, <i>port et dème d'Athènes, de la tribu Hippothoontide</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πέραν]] selon Strab.<br /><span class="bld">2</span>έως;<br /><i>adj. m.</i><br />[[habitant du Pirée]].<br />'''Étymologie:''' [[Πειραιεύς]]¹. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Πειραιεύς:''' έως ὁ пиреец, житель или уроженец дема Пирей Aesch., Dem.<br />έως, атт. αιῶς ὁ Пирей<br /><b class="num">1 | |elrutext='''Πειραιεύς:''' έως ὁ [[пиреец]], [[житель или уроженец дема Пирей]] Aesch., Dem.<br />έως, атт. αιῶς ὁ Пирей<br /><b class="num">1</b> дем в атт. филе [[Ἱπποθωντίς]] Xen. etc.;<br /><b class="num">2</b> приморский город в этом деме, служивший портом для Афин Thuc., Xen. etc. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''Πειραιεὺς''': ἢ Πειρᾱεὺς (ἴδε κατωτ.), ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ περιφημότατος λιμὴν τῶν Ἀθηνῶν, γεν. Πειραιέως, Ἀττ. Πειραιῶς Θουκ. 2. 93, Δημ. 91. 27, 742. 16, πρβλ. Ἰσοκρ. 358C, Μοῖρις 314· δοτ. Πειραιεῖ Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 32· αἰτ. Πειραιᾶ [[αὐτόθι]] 5. 4, 34, Πλάτ. Πολ. ἐν ἀρχ., Δημ. 539. 6, Ἰων. Πειραιέα Ἡρόδ. 8. 85· - Ἐπίρρ. Πειραοῖ, ἐν Πειραιεῖ, (ὡς ὁ L. Dind. ἐν Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ. ἀντὶ Πειραιεῖ, ἀλλ’ ἴδε Cobet V. LL. σ. 31), Πειραιοῖ Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 13· Πειραιᾶδε, εἰς Πειραιᾶ, Φιλόστρ. 155· Πειραιόθεν, ἐκ Πειραιῶς, Ἀλκίφρων 2. 4. - Ὁ [[τύπος]] Πειραεὺς [[εἶναι]] [[συνήθης]] ἐν ἐπιγραφαῖς, [[ἐνίοτε]] ἐν τῇ αὐτῇ ἐπιγραφῇ παρὰ τὸν τύπον Πειραιεύς, Συλλ. Ἐπιγρ. 102. 5. 6, 13. 14, 22· Πειραέως Ἀνθ. Π. 7. 349· Πειρᾱεῖ Ἀριστοφ. Εἰρ. 165· Πειρᾰεῖ [[αὐτόθι]] 145, πρβλ. Δινδ. ἐν τόπῳ, Meineke Ἀποσπ. Ἑλλ. Κωμ. 3. 580., 4. 538. Ἐπίθ. Πειραϊκός, ή, όν, Πλουτ. Σύλλ. 14, κτλ. - [[Κατὰ]] Στέφ. τὸν Βυζάντ.: «Πειραιός, [[οὕτως]] ἐκαλεῖτο ὁ λιμὴν τῆς Ἀττικῆς, Πειραιὸς δὲ καὶ τὸ ἐθνικόν, [[ὕστερον]] δὲ Πειραεύς. [[δῆμος]] τῆς Ἱπποθοωντίδος φυλῆς. ὁ [[δημότης]] Πειραιεύς. τὰ τοπικὰ ἐκ Πειραιῶς, εἰς τόπον εἰς Πειραιᾶ, ἐν τόπῳ ἐν Πειραιεῖ καὶ Πειραιοῖ. λέγεται καὶ κτητικῶς Πειραϊκὸς [[μετὰ]] συστολῆς τοῦ α. ἔστι δὲ καὶ τῆς Κορινθίας [[λιμήν]]», κτλ. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄ , σ. 95. | |||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[Πειραιεύς]], ορ Πειρᾱεύς, έως, ὁ,<br />Peiraeeus, the [[most]] [[noted]] [[harbour]] of [[Athens]]; gen. Πειραιέως, | |mdlsjtxt=[[Πειραιεύς]], ορ Πειρᾱεύς, έως, ὁ,<br />Peiraeeus, the [[most]] [[noted]] [[harbour]] of [[Athens]]; gen. Πειραιέως, Attic Πειραιῶς, dat. Πειραιεῖ, acc. Πειραιᾶ, ionic Πειραιέα.— adj. [[Πειραϊκός]], ή, όν, Plut. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx=als: Piräus; ar: بيرايوس; ast: El Piréu; az: Pirey; bat_smg: Piriejos; ba: Пирей; be_x_old: Пірэй; be: Пірэй; bg: Пирея; ca: El Pireu; ceb: Piraeus; ce: Пирей; cs: Pireus; cy: Piraeus; da: Piræus; de: Piräus; el: Πειραιάς; en: Piraeus; eo: Pireo; es: El Pireo; et: Pireus; eu: Pireo; fa: پیرئاس; fi: Pireus; fr: Le Pirée; gl: O Pireo; he: פיראוס; hr: Pirej; hu: Pireusz; hy: Պիրեյոս; hyw: Փիրէա; id: Piraeus; it: Il Pireo; ja: ピレウス; jv: Piraeus; ka: პირეოსი; kk: Пирей; ko: 피레아스; la: Piraeus; lb: Piräus; li: Pireas; lmo: El Piree; lt: Pirėjas; lv: Pireja; mn: Пирей; nl: Piraeus; nn: Pireus; no: Pireus; oc: Lo Pirèu; pl: Pireus; pnt: Πειραιάς; ps: پیرایوس; pt: Pireu; ro: Pireu; ru: Пирей; sco: Piraeus; sh: Pirej; simple: Piraeus; sk: Pireus; sl: Pirej; sr: Пиреј; sv: Pireus; szl: Pireus; th: ไพรีอัส; tr: Pire; uk: Пірей; ur: پیرایوس; vep: Pirei; vi: Piraeus; vo: Pireas; war: Piraeus; wuu: 比雷埃夫斯; zh: 比雷埃夫斯 | |||
}} | }} | ||
Latest revision as of 13:10, 21 September 2023
English (LSJ)
or Πειραεύς (v. infr.), ὁ, Piraeus: gen. Πειραιέως, Att. Πειραιῶς Th.2.93, Isoc. 16.46, D.8.7, 24.134, Moer. p.314P.; dat. Πειραιεῖ X. HG2.4.30; acc. Πειραιᾶ ib.5.4.34, Th. 2.93, Pl. R. 327a, D. 17.26; Ion. Πειραιέα Hdt. 8.85:—Loc. Πειραιοῖ, in Piraeus, X. HG 2.4.32, Ael. VH 2.13; Πειραιόθεν, from Piraeus, Alciphr. 2.4.—The form Πειραεύς is freq. in Inscrr., IG2.2459b2, etc.; Πειραέως AP6.349 (Phld.); Πειραιεῖ Ar. Pax 165, but Πειραῐεῖ ib. 145:—Adj. Πειραϊκός, ή, όν, IG22.456.33, Plu. Sull. 14, etc.
French (Bailly abrégé)
1αιέως, att. αιῶς, dat. αιεῖ, acc. αιέα, contr. att. ᾶ (ὁ) :
le Pirée, port et dème d'Athènes, de la tribu Hippothoontide.
Étymologie: πέραν selon Strab.
2έως;
adj. m.
habitant du Pirée.
Étymologie: Πειραιεύς¹.
Greek Monotonic
Πειραιεύς: ή Πειρᾱεύς, ὁ, ο Πειραιάς, το πιο γνωστό λιμάνι της Αθήνας· γεν. Πειραιέως, Αττ. Πειραιῶς, δοτ. Πειραιεῖ, αιτ. Πειραιᾶ, Ιων. Πειραιέα· επίθ. Πειραϊκός, -ή, -όν, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
Πειραιεύς: έως ὁ пиреец, житель или уроженец дема Пирей Aesch., Dem.
έως, атт. αιῶς ὁ Пирей
1 дем в атт. филе Ἱπποθωντίς Xen. etc.;
2 приморский город в этом деме, служивший портом для Афин Thuc., Xen. etc.
Greek (Liddell-Scott)
Πειραιεὺς: ἢ Πειρᾱεὺς (ἴδε κατωτ.), ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ περιφημότατος λιμὴν τῶν Ἀθηνῶν, γεν. Πειραιέως, Ἀττ. Πειραιῶς Θουκ. 2. 93, Δημ. 91. 27, 742. 16, πρβλ. Ἰσοκρ. 358C, Μοῖρις 314· δοτ. Πειραιεῖ Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 32· αἰτ. Πειραιᾶ αὐτόθι 5. 4, 34, Πλάτ. Πολ. ἐν ἀρχ., Δημ. 539. 6, Ἰων. Πειραιέα Ἡρόδ. 8. 85· - Ἐπίρρ. Πειραοῖ, ἐν Πειραιεῖ, (ὡς ὁ L. Dind. ἐν Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ. ἀντὶ Πειραιεῖ, ἀλλ’ ἴδε Cobet V. LL. σ. 31), Πειραιοῖ Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 13· Πειραιᾶδε, εἰς Πειραιᾶ, Φιλόστρ. 155· Πειραιόθεν, ἐκ Πειραιῶς, Ἀλκίφρων 2. 4. - Ὁ τύπος Πειραεὺς εἶναι συνήθης ἐν ἐπιγραφαῖς, ἐνίοτε ἐν τῇ αὐτῇ ἐπιγραφῇ παρὰ τὸν τύπον Πειραιεύς, Συλλ. Ἐπιγρ. 102. 5. 6, 13. 14, 22· Πειραέως Ἀνθ. Π. 7. 349· Πειρᾱεῖ Ἀριστοφ. Εἰρ. 165· Πειρᾰεῖ αὐτόθι 145, πρβλ. Δινδ. ἐν τόπῳ, Meineke Ἀποσπ. Ἑλλ. Κωμ. 3. 580., 4. 538. Ἐπίθ. Πειραϊκός, ή, όν, Πλουτ. Σύλλ. 14, κτλ. - Κατὰ Στέφ. τὸν Βυζάντ.: «Πειραιός, οὕτως ἐκαλεῖτο ὁ λιμὴν τῆς Ἀττικῆς, Πειραιὸς δὲ καὶ τὸ ἐθνικόν, ὕστερον δὲ Πειραεύς. δῆμος τῆς Ἱπποθοωντίδος φυλῆς. ὁ δημότης Πειραιεύς. τὰ τοπικὰ ἐκ Πειραιῶς, εἰς τόπον εἰς Πειραιᾶ, ἐν τόπῳ ἐν Πειραιεῖ καὶ Πειραιοῖ. λέγεται καὶ κτητικῶς Πειραϊκὸς μετὰ συστολῆς τοῦ α. ἔστι δὲ καὶ τῆς Κορινθίας λιμήν», κτλ. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄ , σ. 95.
Middle Liddell
Πειραιεύς, ορ Πειρᾱεύς, έως, ὁ,
Peiraeeus, the most noted harbour of Athens; gen. Πειραιέως, Attic Πειραιῶς, dat. Πειραιεῖ, acc. Πειραιᾶ, ionic Πειραιέα.— adj. Πειραϊκός, ή, όν, Plut.
Translations
als: Piräus; ar: بيرايوس; ast: El Piréu; az: Pirey; bat_smg: Piriejos; ba: Пирей; be_x_old: Пірэй; be: Пірэй; bg: Пирея; ca: El Pireu; ceb: Piraeus; ce: Пирей; cs: Pireus; cy: Piraeus; da: Piræus; de: Piräus; el: Πειραιάς; en: Piraeus; eo: Pireo; es: El Pireo; et: Pireus; eu: Pireo; fa: پیرئاس; fi: Pireus; fr: Le Pirée; gl: O Pireo; he: פיראוס; hr: Pirej; hu: Pireusz; hy: Պիրեյոս; hyw: Փիրէա; id: Piraeus; it: Il Pireo; ja: ピレウス; jv: Piraeus; ka: პირეოსი; kk: Пирей; ko: 피레아스; la: Piraeus; lb: Piräus; li: Pireas; lmo: El Piree; lt: Pirėjas; lv: Pireja; mn: Пирей; nl: Piraeus; nn: Pireus; no: Pireus; oc: Lo Pirèu; pl: Pireus; pnt: Πειραιάς; ps: پیرایوس; pt: Pireu; ro: Pireu; ru: Пирей; sco: Piraeus; sh: Pirej; simple: Piraeus; sk: Pireus; sl: Pirej; sr: Пиреј; sv: Pireus; szl: Pireus; th: ไพรีอัส; tr: Pire; uk: Пірей; ur: پیرایوس; vep: Pirei; vi: Piraeus; vo: Pireas; war: Piraeus; wuu: 比雷埃夫斯; zh: 比雷埃夫斯