ἀπολίτευτος: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
|||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apoliteftos | |Transliteration C=apoliteftos | ||
|Beta Code=a)poli/teutos | |Beta Code=a)poli/teutos | ||
|Definition=[ῑ], ον, < | |Definition=[ῑ], ον,<br><span class="bld">A</span> [[without political constitution]] ([[πολιτεία]]), of nations, [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1327b26.<br><span class="bld">II</span> [[not fitted for public affairs]], [[unstatesmanlike]], Plu.''Mar.''31; [[ὑπατεία]], [[λόγοι]], Id.''Crass.'' 12, 2.1034b.<br><span class="bld">2</span> [[withdrawn from public life]], [[private]], [[βίος]] ib.1098d; θάνατος Id.''Lyc.'' 29.<br><span class="bld">3</span> [[not in current use]], λέξις Id.2.7a. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[carente de constitución]] ἔθνη Arist.<i>Pol</i>.1327<sup>b</sup>26.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[poco apto para la política]] (Μάριος) Plu.<i>Mar</i>.31.<br /><b class="num">2</b> [[que no tiene relación con la política]] [[βίος]] Plu.2.1098d, θάνατος Plu.<i>Lyc</i>.29.<br /><b class="num">III</b> [[impopular]] ὑπατεία Plu.<i>Crass</i>.12, λόγοι Plu.2.1034b. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0312.png Seite 312]] an Staatsgeschäften nicht theilnehmend, dazu ungeschickt, ἔθνη ἀπ., die keinen Staat bilden können, Arist. Pol. 7, 6; [[βίος]], ein von den Staatsgeschäften zurückgezogenes Leben, Id.; Plut. Mar. 31; vgl. Crass. 12; [[θάνατος]], der für die Staatsverwaltung nicht paßt, darauf nicht Bezug hat, Lyc. 29; [[λόγος]], [[λέξις]], dazu nicht tauglich; ἀπολίτευτα καὶ ἀκοινώνητα πρὸς τοὺς ταπεινοτέρους φρονεῖν, unpopulär, D. Hal. 6, 80. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0312.png Seite 312]] an Staatsgeschäften nicht theilnehmend, dazu ungeschickt, ἔθνη ἀπ., die keinen Staat bilden können, Arist. Pol. 7, 6; [[βίος]], ein von den Staatsgeschäften zurückgezogenes Leben, Id.; Plut. Mar. 31; vgl. Crass. 12; [[θάνατος]], der für die Staatsverwaltung nicht paßt, darauf nicht Bezug hat, Lyc. 29; [[λόγος]], [[λέξις]], dazu nicht tauglich; ἀπολίτευτα καὶ ἀκοινώνητα πρὸς τοὺς ταπεινοτέρους φρονεῖν, unpopulär, D. Hal. 6, 80. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[étranger au gouvernement]] : [[βίος]] [[ἀπολίτευτος]] PLUT vie en dehors des affaires publiques;<br /><b>2</b> [[peu fait pour le gouvernement]], [[pour la politique]];<br /><b>3</b> inutile aux concitoyens, à l'État;<br /><b>4</b> [[impopulaire]];<br /><b>5</b> qui n'est pas d'usage courant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πολιτεύω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπολίτευτος:''' (ῑ)<br /><b class="num">1</b> [[не имеющий гражданских установлений]] (ἐθνη Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[непригодный для политической деятельности]] (ἀφυὴς πρὸς εἰρήνην καὶ ἀ. Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[стоящий вне политической жизни]], [[аполитичный]] ([[βίος]] Plut.);<br /><b class="num">4</b> [[политически бездеятельный]] (ὑπατεια Plut.);<br /><b class="num">5</b> [[не имеющий государственного значения]]: μὴ ἀ. Plut. небесполезный для государства;<br /><b class="num">6</b> [[неподходящий для государственных документов]] ([[λέξις]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπολίτευτος''': [ῑ] -ον, [[ἄνευ]] πολιτικοῦ ὀργανισμοῦ, [[ἄνευ]] πολιτείας, ἐπὶ ἐθνῶν, Ἀριστ. Πολ. 7. 7, 2. ΙΙ. ὁ μὴ λαμβάνων [[μέρος]] εἰς δημοσίας ὑποθέσεις, ὁ μὴ ἀναμιγνυόμενος εἰς τὰ πολιτικά, ὁ μὴ [[πολιτικός]], Πλουτ. Μάρ. 31· ὁ ἀποσυρθεὶς ἀπὸ τῶν δημοσίων, [[ἀκατάλληλος]] πρὸς τὸ πολιτεύεσθαι, [[βίος]], [[γῆρας]] ὁ αὐτ. 2. 1098D, κτλ.· ἐπὶ ὑπουργημάτων, γλώσσης, κτλ., ὁ αὐτ. Κράσσ. 12., 2, 7Α, κτλ.· ἀπ. [[θάνατος]], οἷος ὁ τοῦ ἰδιώτου ἀνθρώπου, ὁ αὐτ. Λυκ. 29· ἀπ. λόγοι, [[γλῶσσα]] μὴ ἀρέσκουσα εἰς τὸν ὄχλον, ὁ αὐτ. 2. 1034Β. | |lstext='''ἀπολίτευτος''': [ῑ] -ον, [[ἄνευ]] πολιτικοῦ ὀργανισμοῦ, [[ἄνευ]] πολιτείας, ἐπὶ ἐθνῶν, Ἀριστ. Πολ. 7. 7, 2. ΙΙ. ὁ μὴ λαμβάνων [[μέρος]] εἰς δημοσίας ὑποθέσεις, ὁ μὴ ἀναμιγνυόμενος εἰς τὰ πολιτικά, ὁ μὴ [[πολιτικός]], Πλουτ. Μάρ. 31· ὁ ἀποσυρθεὶς ἀπὸ τῶν δημοσίων, [[ἀκατάλληλος]] πρὸς τὸ πολιτεύεσθαι, [[βίος]], [[γῆρας]] ὁ αὐτ. 2. 1098D, κτλ.· ἐπὶ ὑπουργημάτων, γλώσσης, κτλ., ὁ αὐτ. Κράσσ. 12., 2, 7Α, κτλ.· ἀπ. [[θάνατος]], οἷος ὁ τοῦ ἰδιώτου ἀνθρώπου, ὁ αὐτ. Λυκ. 29· ἀπ. λόγοι, [[γλῶσσα]] μὴ ἀρέσκουσα εἰς τὸν ὄχλον, ὁ αὐτ. 2. 1034Β. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπολίτευτος:''' -ον (πολῑτεύω), αυτός που δεν μετέχει στα δημόσια πράγματα, που δεν αναμειγνύεται στην [[πολιτική]], που ζει ως [[ιδιώτης]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀπολίτευτος:''' -ον (πολῑτεύω), αυτός που δεν μετέχει στα δημόσια πράγματα, που δεν αναμειγνύεται στην [[πολιτική]], που ζει ως [[ιδιώτης]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πολιτεύω]]<br />[[taking]] no [[part]] in [[public]] matters, [[living]] as a [[private]] [[person]], Plut. | |mdlsjtxt=[[πολιτεύω]]<br />[[taking]] no [[part]] in [[public]] matters, [[living]] as a [[private]] [[person]], Plut. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:33, 21 November 2024
English (LSJ)
[ῑ], ον,
A without political constitution (πολιτεία), of nations, Arist.Pol.1327b26.
II not fitted for public affairs, unstatesmanlike, Plu.Mar.31; ὑπατεία, λόγοι, Id.Crass. 12, 2.1034b.
2 withdrawn from public life, private, βίος ib.1098d; θάνατος Id.Lyc. 29.
3 not in current use, λέξις Id.2.7a.
Spanish (DGE)
-ον
I carente de constitución ἔθνη Arist.Pol.1327b26.
II 1poco apto para la política (Μάριος) Plu.Mar.31.
2 que no tiene relación con la política βίος Plu.2.1098d, θάνατος Plu.Lyc.29.
III impopular ὑπατεία Plu.Crass.12, λόγοι Plu.2.1034b.
German (Pape)
[Seite 312] an Staatsgeschäften nicht theilnehmend, dazu ungeschickt, ἔθνη ἀπ., die keinen Staat bilden können, Arist. Pol. 7, 6; βίος, ein von den Staatsgeschäften zurückgezogenes Leben, Id.; Plut. Mar. 31; vgl. Crass. 12; θάνατος, der für die Staatsverwaltung nicht paßt, darauf nicht Bezug hat, Lyc. 29; λόγος, λέξις, dazu nicht tauglich; ἀπολίτευτα καὶ ἀκοινώνητα πρὸς τοὺς ταπεινοτέρους φρονεῖν, unpopulär, D. Hal. 6, 80.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 étranger au gouvernement : βίος ἀπολίτευτος PLUT vie en dehors des affaires publiques;
2 peu fait pour le gouvernement, pour la politique;
3 inutile aux concitoyens, à l'État;
4 impopulaire;
5 qui n'est pas d'usage courant.
Étymologie: ἀ, πολιτεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολίτευτος: (ῑ)
1 не имеющий гражданских установлений (ἐθνη Arst.);
2 непригодный для политической деятельности (ἀφυὴς πρὸς εἰρήνην καὶ ἀ. Plut.);
3 стоящий вне политической жизни, аполитичный (βίος Plut.);
4 политически бездеятельный (ὑπατεια Plut.);
5 не имеющий государственного значения: μὴ ἀ. Plut. небесполезный для государства;
6 неподходящий для государственных документов (λέξις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολίτευτος: [ῑ] -ον, ἄνευ πολιτικοῦ ὀργανισμοῦ, ἄνευ πολιτείας, ἐπὶ ἐθνῶν, Ἀριστ. Πολ. 7. 7, 2. ΙΙ. ὁ μὴ λαμβάνων μέρος εἰς δημοσίας ὑποθέσεις, ὁ μὴ ἀναμιγνυόμενος εἰς τὰ πολιτικά, ὁ μὴ πολιτικός, Πλουτ. Μάρ. 31· ὁ ἀποσυρθεὶς ἀπὸ τῶν δημοσίων, ἀκατάλληλος πρὸς τὸ πολιτεύεσθαι, βίος, γῆρας ὁ αὐτ. 2. 1098D, κτλ.· ἐπὶ ὑπουργημάτων, γλώσσης, κτλ., ὁ αὐτ. Κράσσ. 12., 2, 7Α, κτλ.· ἀπ. θάνατος, οἷος ὁ τοῦ ἰδιώτου ἀνθρώπου, ὁ αὐτ. Λυκ. 29· ἀπ. λόγοι, γλῶσσα μὴ ἀρέσκουσα εἰς τὸν ὄχλον, ὁ αὐτ. 2. 1034Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπολίτευτος, -ον)
αυτός που δεν συμμετέχει στην πολιτική ζωή
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν κάνει πολιτική, ο ειλικρινής
2. ο απολίτιστος
αρχ.-μσν.
ακοινώνητος, αταίριαστος με τους πολλούς
αρχ.
1. (για έθνη) ο δίχως πολιτική οργάνωση
2. ακατάλληλος για την πολιτική
3. αυτός που έχει αποσυρθεί από την πολιτική
4. άχρηστος πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πολιτεύομαι. Η λ. με τη σημασία «απολίτιστος» μαρτυρείται από το 1836 στον Σ. Βαλέτα].
Greek Monotonic
ἀπολίτευτος: -ον (πολῑτεύω), αυτός που δεν μετέχει στα δημόσια πράγματα, που δεν αναμειγνύεται στην πολιτική, που ζει ως ιδιώτης, σε Πλούτ.
Middle Liddell
πολιτεύω
taking no part in public matters, living as a private person, Plut.