τοποτηρητής: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=topotiritis
|Transliteration C=topotiritis
|Beta Code=topothrhth/s
|Beta Code=topothrhth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[representative]], [[vicarius]], [[deputy]], one who acts in the place of another, [[warden]] of a [[τόπος]] 1.6, Baillet Inscr. des tombeaux des rois à Thèbes 482, 788, <span class="bibl"><span class="title">PMonac.</span>6.11</span> (vi A. D.), etc.</span>
|Definition=τοποτηρητοῦ, ὁ, [[representative]], [[vicarius]], [[deputy]], one who acts in the place of another, [[warden]] of a [[τόπος]] 1.6, Baillet Inscr. des tombeaux des rois à Thèbes 482, 788, ''PMonac.''6.11 (vi A. D.), etc.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοποτηρητής Medium diacritics: τοποτηρητής Low diacritics: τοποτηρητής Capitals: ΤΟΠΟΤΗΡΗΤΗΣ
Transliteration A: topotērētḗs Transliteration B: topotērētēs Transliteration C: topotiritis Beta Code: topothrhth/s

English (LSJ)

τοποτηρητοῦ, ὁ, representative, vicarius, deputy, one who acts in the place of another, warden of a τόπος 1.6, Baillet Inscr. des tombeaux des rois à Thèbes 482, 788, PMonac.6.11 (vi A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1129] ὁ, der Stellvertreter, erst sehr Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τοποτηρητής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ἀντιπρόσωπος, ἀπεσταλμένος, κλπ., Λατιν. vicarius, Κανὼν Καρθαγέν. 4, Ἐφέσου 1176Β, Θεόδ. Στουδ. IV, 1216D, κλπ. 2) ἀρχηγὸς φρουρᾶς ἐν φρουρίῳ Θεοφ. 604, 17.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ τοποτηρῶ
νεοελλ.
1. αναπληρωτής, αντικαταστάτης
2. εκκλ. αναπληρωτής επισκόπου σε σύνοδο
νεοελλ.-μσν.
1. (στο Βυζ.) πολιτικό αξίωμα του οποίου ο κάτοχος αντικαθιστούσε τον αρχηγό σε όλες τις πολιτικές και στρατιωτικές υπηρεσίες
2. εκκλησιαστικό αξίωμα, του οποίου ο κάτοχος κληρικός διορίζεται από την προϊστάμενη εκκλησιαστική αρχή επικεφαλής χηρεύουσας επισκοπής ωσότου η τελευταία πληρωθεί κανονικά, διάστημα κατά το οποίο ο τοποτηρητής δεν μπορεί να επιφέρει καμιά αλλαγή που θα μπορούσε να είναι επιζήμια για τον μέλλοντα επίσκοπο
μσν.
διοικητής στρατιωτικής μονάδας
μσν.-αρχ.
αντιπρόσωπος επαρχίας.