ὑποτιμάω: Difference between revisions
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypotimao | |Transliteration C=ypotimao | ||
|Beta Code=u(potima/w | |Beta Code=u(potima/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[name]] the [[price]] of what one [[offer]]s for [[sale]], ἰχθύν Alex. 125.4.<br><span class="bld">II</span> Med.,<br><span class="bld">1</span> [[make]] a [[return]] or [[assessment]] of one's [[property]], Arist.Oec.1347a22, 1353a12.<br><span class="bld">2</span> as law-term, = [[ἀντιτιμάομαι]], X.Ap.23, Arr.Epict.3.24.61, D.Chr.56.14; [[ἀποθνῄσκειν]] [[ὑποτιμῶ]] Arist.Rh.Al.1437a17; cf. [[τιμάω]] III.2b.<br><span class="bld">3</span> [[allege]], [[plead]] in [[excuse]], ἀμβλυωπίαν Gal.5.192; [[γῆρας]], [[ἀσθένεια]]ν, Nic. Dam. Fr. 130.17 J.; ἀγνοίας πρόφασιν POxy.1119.11 (iii A. D.); πενίαν Iamb.VP5.23, cf. Apollod.2.5.3.<br><span class="bld">4</span> [[underestimate]], [[tone down]], [[εἰρωνεύεσθαι]] καὶ ὑ. D. Chr.32.90. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποτῑμάω''': [[ὁρίζω]] (ἢ [[ὑποβιβάζω]]) τὴν τιμὴν πράγματός τινος, τῶν ἰχθυοπωλῶν ὅστι ἂν πωλῶν τινι ἰχθὺν ὑποτιμήσας ἀποδῶτ’ ἐλάττονος ἧς εἶπε [[τιμῆς]], εἰς τὸ [[δεσμωτήριον]] εὐθὺς ἀπάγεσθαι Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 3. 4. ΙΙ. μέσ., 1) [[κάμνω]] ἐκτίμησιν τῆς περιουσίας μου, ἐκτιμῶ ἢ [[ἀπογράφω]] αὐτήν, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 6 καὶ 36. 2) ὡς δικανικὸς [[ὄρος]], = ἀντιτιμάομαι, Ξεν. Ἀπολ. 23· ἀποθνήσκειν ὑποτιμῶ Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 30, 11· Buttm. εἰς Δημ. κατὰ Μειδ. ἐν τῷ Πίνακι, καὶ πρβλ. [[τιμάω]] ΙΙΙ. 2. 3) προσποιοῦμαι, [[προφασίζομαι]], πενίαν Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 23, πρβλ. Ἀπολλόδ. 2. 4, 3· ἀπολ. δικαιολογοῦμαι, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 61. | |lstext='''ὑποτῑμάω''': [[ὁρίζω]] (ἢ [[ὑποβιβάζω]]) τὴν τιμὴν πράγματός τινος, τῶν ἰχθυοπωλῶν ὅστι ἂν πωλῶν τινι ἰχθὺν ὑποτιμήσας ἀποδῶτ’ ἐλάττονος ἧς εἶπε [[τιμῆς]], εἰς τὸ [[δεσμωτήριον]] εὐθὺς ἀπάγεσθαι Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 3. 4. ΙΙ. μέσ., 1) [[κάμνω]] ἐκτίμησιν τῆς περιουσίας μου, ἐκτιμῶ ἢ [[ἀπογράφω]] αὐτήν, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 6 καὶ 36. 2) ὡς δικανικὸς [[ὄρος]], = ἀντιτιμάομαι, Ξεν. Ἀπολ. 23· ἀποθνήσκειν ὑποτιμῶ Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 30, 11· Buttm. εἰς Δημ. κατὰ Μειδ. ἐν τῷ Πίνακι, καὶ πρβλ. [[τιμάω]] ΙΙΙ. 2. 3) προσποιοῦμαι, [[προφασίζομαι]], πενίαν Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 23, πρβλ. Ἀπολλόδ. 2. 4, 3· ἀπολ. δικαιολογοῦμαι, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 61. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὑποτιμῶ]], [[ὑποτιμάω]], ΝΜΑ [[τιμῶ]]<br /><b>1.</b> [[ελαττώνω]], [[κατεβάζω]] την [[τιμή]] πώλησης (α. «η [[κυβέρνηση]] δεν σκοπεύει να υποτιμήσει τη [[δραχμή]]» β. «ἰχθὺν ὑποτιμῶν», Αλεξ.)<br /><b>2.</b> [[κρίνω]] ή [[παρουσιάζω]] κάποιον ή [[κάτι]] ως κατώτερο από ό,τι [[είναι]] (α. «υποτιμά τις ικανότητες του αντιπάλου του» β. «εἰρωνεύεσθαι καὶ ὑποτιμᾶν», Δ. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> [[ὑποτιμῶμαι]], [[ὑποτιμάομαι]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[απογραφή]] και [[εκτίμηση]] της περιουσίας μου<br /><b>2.</b> ως [[κατηγορούμενος]] [[αντιπροτείνω]] [[άλλη]] [[ποινή]], μικρότερη από την [[ποινή]] που πρότεινε ο [[κατήγορος]]<br /><b>3.</b> [[προφασίζομαι]], [[προσποιούμαι]]<br /><b>4.</b> δικαιολογούμαι. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῑ],<br><b class="num">1</b> <i>[[herabschätzen]]; [[dagegen]], nach einem Andern [[abschätzen]]</i>, Alexis bei Ath. 226b; bes. vom [[Gerichte]], <i>den [[Strafbetrag]] nach dem [[Kläger]] [[abschätzen]]</i>, und im med. vom Beklagten, <i>den [[Strafbetrag]], auf welchen der [[Kläger]] angetragen hat, für sich [[herabsetzen]], sich eine geringere Buße [[zuerkennen]]</i>, Xen. <i>Apol</i>. 23; ἀργυρίου, Sp.; – <i>sein [[Vermögen]] [[selbst]] [[schätzen]]</i>, Arist. <i>Oec</i>. 2.5.<br><b class="num">2</b> <i>[[vorschützen]], [[vorwenden]]</i>, auch im med., Iambl. und Sp. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:04, 25 August 2023
English (LSJ)
A name the price of what one offers for sale, ἰχθύν Alex. 125.4.
II Med.,
1 make a return or assessment of one's property, Arist.Oec.1347a22, 1353a12.
2 as law-term, = ἀντιτιμάομαι, X.Ap.23, Arr.Epict.3.24.61, D.Chr.56.14; ἀποθνῄσκειν ὑποτιμῶ Arist.Rh.Al.1437a17; cf. τιμάω III.2b.
3 allege, plead in excuse, ἀμβλυωπίαν Gal.5.192; γῆρας, ἀσθένειαν, Nic. Dam. Fr. 130.17 J.; ἀγνοίας πρόφασιν POxy.1119.11 (iii A. D.); πενίαν Iamb.VP5.23, cf. Apollod.2.5.3.
4 underestimate, tone down, εἰρωνεύεσθαι καὶ ὑ. D. Chr.32.90.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτῑμάω: ὁρίζω (ἢ ὑποβιβάζω) τὴν τιμὴν πράγματός τινος, τῶν ἰχθυοπωλῶν ὅστι ἂν πωλῶν τινι ἰχθὺν ὑποτιμήσας ἀποδῶτ’ ἐλάττονος ἧς εἶπε τιμῆς, εἰς τὸ δεσμωτήριον εὐθὺς ἀπάγεσθαι Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 3. 4. ΙΙ. μέσ., 1) κάμνω ἐκτίμησιν τῆς περιουσίας μου, ἐκτιμῶ ἢ ἀπογράφω αὐτήν, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 6 καὶ 36. 2) ὡς δικανικὸς ὄρος, = ἀντιτιμάομαι, Ξεν. Ἀπολ. 23· ἀποθνήσκειν ὑποτιμῶ Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 30, 11· Buttm. εἰς Δημ. κατὰ Μειδ. ἐν τῷ Πίνακι, καὶ πρβλ. τιμάω ΙΙΙ. 2. 3) προσποιοῦμαι, προφασίζομαι, πενίαν Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 23, πρβλ. Ἀπολλόδ. 2. 4, 3· ἀπολ. δικαιολογοῦμαι, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 61.
Greek Monolingual
ὑποτιμῶ, ὑποτιμάω, ΝΜΑ τιμῶ
1. ελαττώνω, κατεβάζω την τιμή πώλησης (α. «η κυβέρνηση δεν σκοπεύει να υποτιμήσει τη δραχμή» β. «ἰχθὺν ὑποτιμῶν», Αλεξ.)
2. κρίνω ή παρουσιάζω κάποιον ή κάτι ως κατώτερο από ό,τι είναι (α. «υποτιμά τις ικανότητες του αντιπάλου του» β. «εἰρωνεύεσθαι καὶ ὑποτιμᾶν», Δ. Χρυσ.)
αρχ.
μέσ. ὑποτιμῶμαι, ὑποτιμάομαι
1. κάνω απογραφή και εκτίμηση της περιουσίας μου
2. ως κατηγορούμενος αντιπροτείνω άλλη ποινή, μικρότερη από την ποινή που πρότεινε ο κατήγορος
3. προφασίζομαι, προσποιούμαι
4. δικαιολογούμαι.
German (Pape)
[ῑ],
1 herabschätzen; dagegen, nach einem Andern abschätzen, Alexis bei Ath. 226b; bes. vom Gerichte, den Strafbetrag nach dem Kläger abschätzen, und im med. vom Beklagten, den Strafbetrag, auf welchen der Kläger angetragen hat, für sich herabsetzen, sich eine geringere Buße zuerkennen, Xen. Apol. 23; ἀργυρίου, Sp.; – sein Vermögen selbst schätzen, Arist. Oec. 2.5.
2 vorschützen, vorwenden, auch im med., Iambl. und Sp.