θῦμα: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
 
(27 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thyma
|Transliteration C=thyma
|Beta Code=qu=ma
|Beta Code=qu=ma
|Definition=ατος, τό, ([[θύω]] A) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[victim]], [[sacrifice]], <span class="title">SIG</span>56.31 (Argos, v B.C.), <span class="bibl">A. <span class="title">Ag.</span>1310</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>8</span>,<span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>901</span>, Wilcken <span class="title">Chr.</span>1 iii 3 (iii B.C.), etc.; τὸ θ. τοῦ Ἀπόλλωνος <span class="bibl">Th.5.53</span>; <b class="b3">θ. θύειν, θύσασθαι</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>290e</span>, <span class="bibl"><span class="title">R.</span>378a</span>, etc.; usu. of animals, but <b class="b3">πάγκαρπα θ</b>. [[offerings]] of all fruits, <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>634</span>; &lt;<b class="b3">ἁγνὰ&gt; θ</b>., opp. [[ἱερεῖα]], expld. by Sch. as [[cakes in the form of animals]], <span class="bibl">Th.1.126</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>782c</span>, <span class="bibl">Poll.1.26</span>: prov., <b class="b3">θ. Δελφόν</b> 'Barmecide's feast', <span class="bibl">Call.<span class="title">Iamb.</span>1.98</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> pl., of [[animals slaughtered]] for food, <span class="bibl">LXX <span class="title">Ge.</span>43.16</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> metaph., of persons, <b class="b3">θ. λεύσιμον</b>, prob. of Clytemnestra, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1118</span> (lyr.); πρόκεισθε θύματα τῆς ἡμετέρας ἐξουσίας <span class="bibl">Hdn.2.13.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[act of sacrifice]], <b class="b3">ὧδ' ἦν τὰ κείνης θ</b>. <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>573</span>. [θῠμα only <span class="title">Supp.Epigr.</span>2.518 (Rome, iv A.D.), cf. Hdn.Gr.2.15.]</span>
|Definition=-ατος, τό, ([[θύω]] A)<br><span class="bld">A</span> [[victim]], [[sacrifice]], ''SIG''56.31 (Argos, v B.C.), A. ''Ag.''1310, S.''Ph.''8,[[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''901, Wilcken ''Chr.''1 iii 3 (iii B.C.), etc.; τὸ θῦμα τοῦ Ἀπόλλωνος Th.5.53; <b class="b3">θῦμα θύειν, θῦμα θύσασθαι</b>, Pl.''Plt.''290e, ''R.''378a, etc.; usually of animals, but <b class="b3">πάγκαρπα θύματα</b> [[offerings]] of all fruits, S.''El.''634; θύματα, opp. [[ἱερεῖα]], expld. by Sch. as [[cakes in the form of animals]], Th.1.126, cf. [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''782c, Poll.1.26: [[proverb|prov.]], [[θῦμα Δελφόν]] '[[Barmecide's feast]]', Call.''Iamb.''1.98.<br><span class="bld">2</span> pl., of [[animals slaughtered]] for food, [[LXX]] ''Ge.''43.16.<br><span class="bld">3</span> metaph., of persons, <b class="b3">θῦμα λεύσιμον</b>, prob. of [[Clytemnestra]], [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1118 (lyr.); πρόκεισθε θύματα τῆς ἡμετέρας ἐξουσίας Hdn.2.13.5.<br><span class="bld">II</span> [[act of sacrifice]], <b class="b3">ὧδ' ἦν τὰ κείνης θύματα</b> S.''El.''573. [θῠμα only ''Supp.Epigr.''2.518 (Rome, iv A.D.), cf. Hdn.Gr.2.15.]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1222.png Seite 1222]] τό, das Geopferte, nach Phot. zunächst vom Weihrauch, ἐφέστια Aesch. Ag. 1310, πάγκαρπα Soph. El. 624; dann von Thieren, u. übh. Opfer, Ant. 903; neben [[λοιβή]] Phil. 8; neben εὐχαί O. R. 239 u. öfter, wie Plat. Legg. X, 888 c; θύεσθαι Rep. II, 578 a; Legg. VI, 782 c θύματα οὐκ ἦν τοῖς θεοῖς ζῷα, πέλανοι δὲ καὶ μέλιτι καρποὶ δεδευμένοι καὶ τοιαῦτα ἄλλα ὁγνὰ θύματα; – [[θῦμα]] ποιεῖν, hinopfern, Gaet. 5 (VII, 354).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1222.png Seite 1222]] τό, das Geopferte, nach Phot. zunächst vom Weihrauch, ἐφέστια Aesch. Ag. 1310, πάγκαρπα Soph. El. 624; dann von Tieren, u. übh. Opfer, Ant. 903; neben [[λοιβή]] Phil. 8; neben εὐχαί O. R. 239 u. öfter, wie Plat. Legg. X, 888 c; θύεσθαι Rep. II, 578 a; Legg. VI, 782 c θύματα οὐκ ἦν τοῖς θεοῖς ζῷα, πέλανοι δὲ καὶ μέλιτι καρποὶ δεδευμένοι καὶ τοιαῦτα ἄλλα ὁγνὰ θύματα; – [[θῦμα]] ποιεῖν, hinopfern, Gaet. 5 (VII, 354).
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[victime offerte en sacrifice]] ; sacrifice : [[θῦμα]] τοῦ Ἀπόλλωνος THC sacrifice offert à Apollon ; [[θῦμα]] λεύσιμον ESCHL sacrifice d'une victime à lapider ; <i>p. ext.</i> offrande (de fruits);<br /><b>2</b> [[gâteau pour le sacrifice]].<br />'''Étymologie:''' [[θύω]]¹.
}}
{{elru
|elrutext='''θῦμα:''' [[у]] Thuc. лак. [[σῦμα]], ατος τό [[θύω]]<br /><b class="num">1</b> [[жертва]]: τὸ θ. τοῦ Ἀπόλλωνος Thuc. жертва Аполлону; πάγκαρπα θύματα Soph. жертвенное приношение из всех плодов; οὐχ ἱερεῖα θύματα, ἀλλὰ ἐπιχώρια Thuc. жертвы не общеустановленные, а местные (т. е. не кровавые, а пироги в форме жертвенных животных);<br /><b class="num">2</b> [[жертвоприношение]] (εὐχαὶ καὶ θύματα Soph.; θ. ποιεῖν Anth.): θ. λεύσιμον Aesch. жертвоприношение в форме побиения камнями (Клитемнестры), т. е. кровавая месть (за Агамемнона).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θῦμα''': τό, (θύω) τὸ θυσιαζόμενον ἢ προσφερόμενον, [[προσφορά]], [[σφάγιον]], Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1310, Σοφ. Φ. 8· τὸ θ. τοῦ Ἀπόλλωνος Θουκ. 5. 53· θ. θύειν, θύεσθαι Πλάτ. Πολιτ. 290Ε, Πολ. 378Α, κτλ.: - τὸ πλεῖστον ἐπὶ ζῴων, ἀλλὰ πάγκαρπα θ., προσφοραὶ ἐκ παντὸς καρποῦ, Σοφ. Ἠλ. 634, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 782C· ἐπιχώρια θ., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἱερεῖα, λέγεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ὅτι [[εἶναι]] πλακούντια ἢ ζυμαρικὰ ἀπεικονίζοντα ζῷα, Θουκ. 1. 126. ΙΙ. [[θυσία]], ὡς [[πρᾶξις]], ὧδ’ ἦν τὰ κείνης θ. Σοφ. Ἠλ. 573· μεταφ., θ. λεύσιμον, ἡ [[θυσία]] τοῦ Ἀγαμέμνονος ἧς πρέπει νὰ γείνῃ [[ἐκδίκησις]] διὰ τῆς λιθοβολήσεως τῆς Κλυταιμνήστρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1118· θύματα τῆς ἡμετέρας ἐξουσίας Ἡρῳδιαν. 2. 13, 10.
|lstext='''θῦμα''': τό, (θύω) τὸ θυσιαζόμενον ἢ προσφερόμενον, [[προσφορά]], [[σφάγιον]], Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1310, Σοφ. Φ. 8· τὸ θ. τοῦ Ἀπόλλωνος Θουκ. 5. 53· θ. θύειν, θύεσθαι Πλάτ. Πολιτ. 290Ε, Πολ. 378Α, κτλ.: - τὸ πλεῖστον ἐπὶ ζῴων, ἀλλὰ πάγκαρπα θ., προσφοραὶ ἐκ παντὸς καρποῦ, Σοφ. Ἠλ. 634, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 782C· ἐπιχώρια θ., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἱερεῖα, λέγεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ὅτι [[εἶναι]] πλακούντια ἢ ζυμαρικὰ ἀπεικονίζοντα ζῷα, Θουκ. 1. 126. ΙΙ. [[θυσία]], ὡς [[πρᾶξις]], ὧδ’ ἦν τὰ κείνης θ. Σοφ. Ἠλ. 573· μεταφ., θ. λεύσιμον, ἡ [[θυσία]] τοῦ Ἀγαμέμνονος ἧς πρέπει νὰ γείνῃ [[ἐκδίκησις]] διὰ τῆς λιθοβολήσεως τῆς Κλυταιμνήστρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1118· θύματα τῆς ἡμετέρας ἐξουσίας Ἡρῳδιαν. 2. 13, 10.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> victime offerte en sacrifice ; sacrifice : [[θῦμα]] [[τοῦ]] Ἀπόλλωνος THC sacrifice offert à Apollon ; [[θῦμα]] λεύσιμον ESCHL sacrifice d’une victime à lapider ; <i>p. ext.</i> offrande (de fruits);<br /><b>2</b> gâteau pour le sacrifice.<br />'''Étymologie:''' [[θύω]]¹.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>θῡμα</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[offering]] [[for]] [[sacrifice]]. ὀδμὰ δ' ἐρατὸν κατὰ χῶρονκίδναται αἰεὶ λτ;γτ;θύματα μειγνύντων πυρὶ τηλεφανεῖ Θρ. 7. 9.
|sltr=<b>θῦμα</b> [[offering]] [[for]] [[sacrifice]]. ὀδμὰ δ' ἐρατὸν κατὰ χῶρονκίδναται αἰεὶ λτ;γτ;θύματα μειγνύντων πυρὶ τηλεφανεῖ Θρ. 7. 9.
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 26: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ θῡμα) [[θύω]]<br />ζώο θυσιάζομενο ή [[πράγμα]] προσφερόμενο ως [[θυσία]], [[σφάγιο]], [[προσφορά]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καθένας]] που προσφέρει τον εαυτό του ως [[ολοκαύτωμα]], ως [[θυσία]] για κάποιο σκοπό («[[θύμα]] της ευσυνειδησίας και του καθήκοντος»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει υποστεί [[ζημία]], [[φθορά]], [[εκμετάλλευση]] («[[θύμα]] αυτοκινητικού δυστυχήματος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[θυσία]] ως [[πράξη]] («ὧδ' ἦν τὰ κείνης θύματα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πάγκαρπα θύματα» — ιερές προσφορές από [[κάθε]] είδους καρπό<br />β) «ἐπιχώρια θύματα» — ιερὲς προσφορές από πλακούντια ή ζυμαρικά που απεικονίζουν ζώα<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «θῡμα Δελφόν» — για δόλια ομαδική [[σφαγή]] ή [[δίωξη]] [[φίλων]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ θύματα</i><br />σφάγια που προορίζονται για [[τροφή]].
|mltxt=το (ΑΜ θῦμα) [[θύω]]<br />ζώο θυσιάζομενο ή [[πράγμα]] προσφερόμενο ως [[θυσία]], [[σφάγιο]], [[προσφορά]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καθένας]] που προσφέρει τον εαυτό του ως [[ολοκαύτωμα]], ως [[θυσία]] για κάποιο σκοπό («[[θύμα]] της ευσυνειδησίας και του καθήκοντος»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει υποστεί [[ζημία]], [[φθορά]], [[εκμετάλλευση]] («[[θύμα]] αυτοκινητικού δυστυχήματος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[θυσία]] ως [[πράξη]] («ὧδ' ἦν τὰ κείνης θύματα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πάγκαρπα θύματα» — ιερές προσφορές από [[κάθε]] είδους καρπό<br />β) «ἐπιχώρια θύματα» — ιερὲς προσφορές από πλακούντια ή ζυμαρικά που απεικονίζουν ζώα<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «θῦμα Δελφόν» — για δόλια ομαδική [[σφαγή]] ή [[δίωξη]] [[φίλων]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ θύματα</i><br />σφάγια που προορίζονται για [[τροφή]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θῦμα:''' -ατος, τό ([[θύω]] Α),<br /><b class="num">I.</b> αυτό το οποίο σφάζεται ή προσφέρεται, αυτό που θυσιάζεται, [[θύμα]], [[θυσία]], [[προσφορά]], σε Τραγ., Θουκ., κ.λπ.· <i>πάγκαρπα θύματα</i>, προσφορές, από όλα τα φρούτα, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> η [[πράξη]] της θυσίας, [[τελετή]], στον ίδ.· μεταφ., [[θῦμα]] λεύσιμον, [[θυσία]] που πραγματοποιείται μέσω λιθοβολισμού (των δολοφόνων), σε Αισχύλ.
|lsmtext='''θῦμα:''' -ατος, τό ([[θύω]] Α),<br /><b class="num">I.</b> αυτό το οποίο σφάζεται ή προσφέρεται, αυτό που θυσιάζεται, [[θύμα]], [[θυσία]], [[προσφορά]], σε Τραγ., Θουκ., κ.λπ.· <i>πάγκαρπα θύματα</i>, προσφορές, από όλα τα φρούτα, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> η [[πράξη]] της θυσίας, [[τελετή]], στον ίδ.· μεταφ., [[θῦμα]] λεύσιμον, [[θυσία]] που πραγματοποιείται μέσω λιθοβολισμού (των δολοφόνων), σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''θῦμα:''' у Thuc. лак. [[σῦμα]], ατος τό [[θύω]]<br /><b class="num">1)</b> жертва: τὸ θ. τοῦ Ἀπόλλωνος Thuc. жертва Аполлону; πάγκαρπα θύματα Soph. жертвенное приношение из всех плодов; οὐχ ἱερεῖα θύματα, ἀλλὰ ἐπιχώρια Thuc. жертвы не общеустановленные, а местные (т. е. не кровавые, а пироги в форме жертвенных животных);<br /><b class="num">2)</b> жертвоприношение (εὐχαὶ καὶ θύματα Soph.; θ. ποιεῖν Anth.): θ. λεύσιμον Aesch. жертвоприношение в форме побиения камнями (Клитемнестры), т. е. кровавая месть (за Агамемнона).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 39: Line 39:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[sacrifice]], [[victim]]
|woodrun=[[sacrifice]], [[victim]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[σφάγιο]]). Παράγωγα τοῦ [[θύω]] (=[[θυσιάζω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{elmes
|esmgtx=τό [[sacrificio]] ἔχε ... μαχαῖριν ὁλοσίδηρον δίστομον, ἵν' ἐὰν τὰ θύματα θύῃς, καθαρὸς ἀπὸ πάντων <b class="b3">ten un cuchillo de doble filo todo de hierro, para que, limpio de toda impureza, puedas llevar a cabo los sacrificios</b> P XIII 93 P XIII 648
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[sacrificium]]'', [[sacrifice]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.126.6/ 1.126.6], (''[[libamenta]]'', [[drink offerings]]) [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.53.1/ 5.53.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%205.53.1/ 5.53.1]
}}
{{trml
|trtx====[[sacrifice]]===
Arabic: تَضْحِيَة‎, قُرْبَان‎; Armenian: զոհ, զոհաբերություն; Asturian: sacrificiu; Avar: къурбан; Azerbaijani: qurban, qurbanlıq; Belarusian: ахвяра; Bengali: কোরবানি, ত্যাগ; Bulgarian: жертва; Catalan: sacrifici; Chinese Mandarin: 犧牲/牺牲; Czech: oběť; Danish: offer; Dutch: [[offer]], [[opoffering]]; Esperanto: ofero; Estonian: ohverdus; Finnish: uhraus, uhri, uhrilahja; French: [[sacrifice]]; Galician: sacrificio; Georgian: მსხვერპლი, ზვარაკი; German: [[Opfer]]; Greek: [[θυσία]]; Ancient Greek: [[θυσία]], [[θῦμα]]; Hebrew: קורבן‎; Hindi: निसार, कुरबानी, क़ुर्बानी, त्याग; Hungarian: áldozat; Icelandic: fórn; Ido: sakrifikajo; Irish: íobairt; Italian: [[sacrificio]]; Japanese: 犠牲, 生贄; Kazakh: құрбандық; Khmer: យញ្ញ, ទេវតាពលី, បូជនកិច្ច, មហាយញ្ញ; Korean: 희생(犧牲); Kurdish Central Kurdish: قوربانی‎; Kyrgyz: курмандык; Latin: [[sacrificium]]; Latvian: upuris; Macedonian: жртва; Malayalam: ബലി; Maore Comorian: sadaka; Maori: raupanga; Mongolian: тахил; Norwegian Bokmål: offer; Nynorsk: offer; Old English: blōt, ġeblōt, lāc; Old French: sacrifise; Pashto: قرباني‎; Persian: قربانی‎; Plautdietsch: Opfa; Polish: ofiara; Portuguese: [[sacrifício]]; Romanian: sacrificiu, jertfă; Russian: [[жертва]], [[пожертвование]]; Scottish Gaelic: ìobairt; Serbo-Croatian Cyrillic: жртва; Roman: žrtva; Slovak: obeta; Slovene: žrtev; Spanish: [[sacrificio]]; Swedish: offer; Tajik: қурбонӣ; Telugu: త్యాగం; Thai: ยัญ, เมธ; Turkish: kurban, kurbanlık; Turkmen: gurbanlyk, gurban; Ukrainian: жертва, офі́ра, пожертвування; Urdu: قربانی‎‎; Uyghur: قۇربانلىق‎, قۇربان‎; Uzbek: qurbonlik, qurbon; Vietnamese: lễ vật; Welsh: aberth
===[[victim]]===
Arabic: ضَحِيَّة‎; Egyptian Arabic: ضحية‎; Armenian: զոհ; Azerbaijani: zərərçəkən; Belarusian: ахвяра; Bulgarian: жертва; Catalan: víctima; Chinese Mandarin: 受害者, 受害人; Czech: oběť; Danish: offer; Dutch: [[slachtoffer]]; Finnish: uhri; French: [[victime]]; Galician: vítima; Georgian: მსხვერპლი, დაზარალებული; German: [[Opfer]]; Greek: [[θύμα]]; Ancient Greek: [[θῦμα]]; Hebrew: קָרְבָּן \ קורבן‎; Hindi: शिकार; Italian: [[vittima]]; Japanese: 犠牲者; Khmer: ជនរងគ្រោះ; Korean: 희생자(犧牲者); Kyrgyz: курман; Latgalian: upere; Latvian: upuris; Malay: mangsa; Maori: marurenga, pārurenga, patunga, ori; Norwegian Bokmål: offer; Ottoman Turkish: ضحیة‎, مغدور‎; Persian: قربانی‎; Polish: ofiara, poszkodowana, poszkodowany; Portuguese: [[vítima]]; Romanian: victimă; Russian: [[жертва]], [[потерпевший]], [[потерпевшая]]; Scottish Gaelic: ìobairteach; Serbo-Croatian Cyrillic: жр̏тва; Roman: žȑtva; Slovak: obeť; Slovene: žrtev; Spanish: [[víctima]]; Swedish: offer; Thai: เหยื่อ; Ukrainian: жертва, офі́ра; Vietnamese: nạn nhân
}}
}}

Latest revision as of 15:16, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῦμα Medium diacritics: θῦμα Low diacritics: θύμα Capitals: ΘΥΜΑ
Transliteration A: thŷma Transliteration B: thyma Transliteration C: thyma Beta Code: qu=ma

English (LSJ)

-ατος, τό, (θύω A)
A victim, sacrifice, SIG56.31 (Argos, v B.C.), A. Ag.1310, S.Ph.8,Ar.Av.901, Wilcken Chr.1 iii 3 (iii B.C.), etc.; τὸ θῦμα τοῦ Ἀπόλλωνος Th.5.53; θῦμα θύειν, θῦμα θύσασθαι, Pl.Plt.290e, R.378a, etc.; usually of animals, but πάγκαρπα θύματα offerings of all fruits, S.El.634; θύματα, opp. ἱερεῖα, expld. by Sch. as cakes in the form of animals, Th.1.126, cf. Pl.Lg.782c, Poll.1.26: prov., θῦμα Δελφόν 'Barmecide's feast', Call.Iamb.1.98.
2 pl., of animals slaughtered for food, LXX Ge.43.16.
3 metaph., of persons, θῦμα λεύσιμον, prob. of Clytemnestra, A.Ag.1118 (lyr.); πρόκεισθε θύματα τῆς ἡμετέρας ἐξουσίας Hdn.2.13.5.
II act of sacrifice, ὧδ' ἦν τὰ κείνης θύματα S.El.573. [θῠμα only Supp.Epigr.2.518 (Rome, iv A.D.), cf. Hdn.Gr.2.15.]

German (Pape)

[Seite 1222] τό, das Geopferte, nach Phot. zunächst vom Weihrauch, ἐφέστια Aesch. Ag. 1310, πάγκαρπα Soph. El. 624; dann von Tieren, u. übh. Opfer, Ant. 903; neben λοιβή Phil. 8; neben εὐχαί O. R. 239 u. öfter, wie Plat. Legg. X, 888 c; θύεσθαι Rep. II, 578 a; Legg. VI, 782 c θύματα οὐκ ἦν τοῖς θεοῖς ζῷα, πέλανοι δὲ καὶ μέλιτι καρποὶ δεδευμένοι καὶ τοιαῦτα ἄλλα ὁγνὰ θύματα; – θῦμα ποιεῖν, hinopfern, Gaet. 5 (VII, 354).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 victime offerte en sacrifice ; sacrifice : θῦμα τοῦ Ἀπόλλωνος THC sacrifice offert à Apollon ; θῦμα λεύσιμον ESCHL sacrifice d'une victime à lapider ; p. ext. offrande (de fruits);
2 gâteau pour le sacrifice.
Étymologie: θύω¹.

Russian (Dvoretsky)

θῦμα: у Thuc. лак. σῦμα, ατος τό θύω
1 жертва: τὸ θ. τοῦ Ἀπόλλωνος Thuc. жертва Аполлону; πάγκαρπα θύματα Soph. жертвенное приношение из всех плодов; οὐχ ἱερεῖα θύματα, ἀλλὰ ἐπιχώρια Thuc. жертвы не общеустановленные, а местные (т. е. не кровавые, а пироги в форме жертвенных животных);
2 жертвоприношение (εὐχαὶ καὶ θύματα Soph.; θ. ποιεῖν Anth.): θ. λεύσιμον Aesch. жертвоприношение в форме побиения камнями (Клитемнестры), т. е. кровавая месть (за Агамемнона).

Greek (Liddell-Scott)

θῦμα: τό, (θύω) τὸ θυσιαζόμενον ἢ προσφερόμενον, προσφορά, σφάγιον, Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1310, Σοφ. Φ. 8· τὸ θ. τοῦ Ἀπόλλωνος Θουκ. 5. 53· θ. θύειν, θύεσθαι Πλάτ. Πολιτ. 290Ε, Πολ. 378Α, κτλ.: - τὸ πλεῖστον ἐπὶ ζῴων, ἀλλὰ πάγκαρπα θ., προσφοραὶ ἐκ παντὸς καρποῦ, Σοφ. Ἠλ. 634, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 782C· ἐπιχώρια θ., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἱερεῖα, λέγεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ὅτι εἶναι πλακούντια ἢ ζυμαρικὰ ἀπεικονίζοντα ζῷα, Θουκ. 1. 126. ΙΙ. θυσία, ὡς πρᾶξις, ὧδ’ ἦν τὰ κείνης θ. Σοφ. Ἠλ. 573· μεταφ., θ. λεύσιμον, ἡ θυσία τοῦ Ἀγαμέμνονος ἧς πρέπει νὰ γείνῃ ἐκδίκησις διὰ τῆς λιθοβολήσεως τῆς Κλυταιμνήστρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1118· θύματα τῆς ἡμετέρας ἐξουσίας Ἡρῳδιαν. 2. 13, 10.

English (Slater)

θῦμα offering for sacrifice. ὀδμὰ δ' ἐρατὸν κατὰ χῶρονκίδναται αἰεὶ λτ;γτ;θύματα μειγνύντων πυρὶ τηλεφανεῖ Θρ. 7. 9.

Spanish

sacrificio

Greek Monolingual

το (ΑΜ θῦμα) θύω
ζώο θυσιάζομενο ή πράγμα προσφερόμενο ως θυσία, σφάγιο, προσφορά
νεοελλ.-μσν.
1. καθένας που προσφέρει τον εαυτό του ως ολοκαύτωμα, ως θυσία για κάποιο σκοπό («θύμα της ευσυνειδησίας και του καθήκοντος»)
2. αυτός που έχει υποστεί ζημία, φθορά, εκμετάλλευσηθύμα αυτοκινητικού δυστυχήματος»)
αρχ.
1. η θυσία ως πράξη («ὧδ' ἦν τὰ κείνης θύματα», Σοφ.)
2. φρ. α) «πάγκαρπα θύματα» — ιερές προσφορές από κάθε είδους καρπό
β) «ἐπιχώρια θύματα» — ιερὲς προσφορές από πλακούντια ή ζυμαρικά που απεικονίζουν ζώα
3. παροιμ. «θῦμα Δελφόν» — για δόλια ομαδική σφαγή ή δίωξη φίλων
4. στον πληθ. τὰ θύματα
σφάγια που προορίζονται για τροφή.

Greek Monotonic

θῦμα: -ατος, τό (θύω Α),
I. αυτό το οποίο σφάζεται ή προσφέρεται, αυτό που θυσιάζεται, θύμα, θυσία, προσφορά, σε Τραγ., Θουκ., κ.λπ.· πάγκαρπα θύματα, προσφορές, από όλα τα φρούτα, σε Σοφ.
II. η πράξη της θυσίας, τελετή, στον ίδ.· μεταφ., θῦμα λεύσιμον, θυσία που πραγματοποιείται μέσω λιθοβολισμού (των δολοφόνων), σε Αισχύλ.

Middle Liddell

θῦμα, ατος, τό, [θύω1]
I. that which is slain or offered, a victim, sacrifice, offering, Trag., Thuc., etc.; πάγκαρπα θ. offerings of all fruits, Soph.
II. sacrifice, as an act, Soph.: metaph., θ. λεύσιμον a sacrifice to be avenged by stoning [the murderers], Aesch.

English (Woodhouse)

sacrifice, victim

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=σφάγιο). Παράγωγα τοῦ θύω (=θυσιάζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

τό sacrificio ἔχε ... μαχαῖριν ὁλοσίδηρον δίστομον, ἵν' ἐὰν τὰ θύματα θύῃς, καθαρὸς ἀπὸ πάντων ten un cuchillo de doble filo todo de hierro, para que, limpio de toda impureza, puedas llevar a cabo los sacrificios P XIII 93 P XIII 648

Lexicon Thucydideum

sacrificium, sacrifice, 1.126.6, (libamenta, drink offerings) 5.53.1, 5.53.1

Translations

sacrifice

Arabic: تَضْحِيَة‎, قُرْبَان‎; Armenian: զոհ, զոհաբերություն; Asturian: sacrificiu; Avar: къурбан; Azerbaijani: qurban, qurbanlıq; Belarusian: ахвяра; Bengali: কোরবানি, ত্যাগ; Bulgarian: жертва; Catalan: sacrifici; Chinese Mandarin: 犧牲/牺牲; Czech: oběť; Danish: offer; Dutch: offer, opoffering; Esperanto: ofero; Estonian: ohverdus; Finnish: uhraus, uhri, uhrilahja; French: sacrifice; Galician: sacrificio; Georgian: მსხვერპლი, ზვარაკი; German: Opfer; Greek: θυσία; Ancient Greek: θυσία, θῦμα; Hebrew: קורבן‎; Hindi: निसार, कुरबानी, क़ुर्बानी, त्याग; Hungarian: áldozat; Icelandic: fórn; Ido: sakrifikajo; Irish: íobairt; Italian: sacrificio; Japanese: 犠牲, 生贄; Kazakh: құрбандық; Khmer: យញ្ញ, ទេវតាពលី, បូជនកិច្ច, មហាយញ្ញ; Korean: 희생(犧牲); Kurdish Central Kurdish: قوربانی‎; Kyrgyz: курмандык; Latin: sacrificium; Latvian: upuris; Macedonian: жртва; Malayalam: ബലി; Maore Comorian: sadaka; Maori: raupanga; Mongolian: тахил; Norwegian Bokmål: offer; Nynorsk: offer; Old English: blōt, ġeblōt, lāc; Old French: sacrifise; Pashto: قرباني‎; Persian: قربانی‎; Plautdietsch: Opfa; Polish: ofiara; Portuguese: sacrifício; Romanian: sacrificiu, jertfă; Russian: жертва, пожертвование; Scottish Gaelic: ìobairt; Serbo-Croatian Cyrillic: жртва; Roman: žrtva; Slovak: obeta; Slovene: žrtev; Spanish: sacrificio; Swedish: offer; Tajik: қурбонӣ; Telugu: త్యాగం; Thai: ยัญ, เมธ; Turkish: kurban, kurbanlık; Turkmen: gurbanlyk, gurban; Ukrainian: жертва, офі́ра, пожертвування; Urdu: قربانی‎‎; Uyghur: قۇربانلىق‎, قۇربان‎; Uzbek: qurbonlik, qurbon; Vietnamese: lễ vật; Welsh: aberth

victim

Arabic: ضَحِيَّة‎; Egyptian Arabic: ضحية‎; Armenian: զոհ; Azerbaijani: zərərçəkən; Belarusian: ахвяра; Bulgarian: жертва; Catalan: víctima; Chinese Mandarin: 受害者, 受害人; Czech: oběť; Danish: offer; Dutch: slachtoffer; Finnish: uhri; French: victime; Galician: vítima; Georgian: მსხვერპლი, დაზარალებული; German: Opfer; Greek: θύμα; Ancient Greek: θῦμα; Hebrew: קָרְבָּן \ קורבן‎; Hindi: शिकार; Italian: vittima; Japanese: 犠牲者; Khmer: ជនរងគ្រោះ; Korean: 희생자(犧牲者); Kyrgyz: курман; Latgalian: upere; Latvian: upuris; Malay: mangsa; Maori: marurenga, pārurenga, patunga, ori; Norwegian Bokmål: offer; Ottoman Turkish: ضحیة‎, مغدور‎; Persian: قربانی‎; Polish: ofiara, poszkodowana, poszkodowany; Portuguese: vítima; Romanian: victimă; Russian: жертва, потерпевший, потерпевшая; Scottish Gaelic: ìobairteach; Serbo-Croatian Cyrillic: жр̏тва; Roman: žȑtva; Slovak: obeť; Slovene: žrtev; Spanish: víctima; Swedish: offer; Thai: เหยื่อ; Ukrainian: жертва, офі́ра; Vietnamese: nạn nhân