πρωτοκαθεδρία: Difference between revisions

From LSJ

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=protokathedria
|Transliteration C=protokathedria
|Beta Code=prwtokaqedri/a
|Beta Code=prwtokaqedri/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[the first seat]] in a public place, <span class="bibl"><span class="title">Ev.Matt.</span>23.6</span> (pl.).</span>
|Definition=ἡ, [[the first seat]] in a public place, ''Ev.Matt.''23.6 (pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0805.png Seite 805]] ἡ, erster Sitz, Vorsitz, K. S.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0805.png Seite 805]] ἡ, erster Sitz, Vorsitz, K. S.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πρωτοκαθεδρία''': ἡ, ἡ πρώτη [[ἕδρα]] ἐν δημοσίῳ τόπῳ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ' 6.
|btext=ας (ἡ) :<br />[[première place dans une assemblée]], [[préséance]].<br />'''Étymologie:''' [[πρῶτος]], [[καθέδρα]].
}}
{{elnl
|elnltext=πρωτοκαθεδρία -ας, ἡ &#91;[[πρῶτος]], [[καθέδρα]]] eerste plaats (in synagoge). NT.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ας (ἡ) :<br />première place dans une assemblée, préséance.<br />'''Étymologie:''' [[πρῶτος]], [[καθέδρα]].
|elrutext='''πρωτοκαθεδρία:''' [[восседание на первом месте или первое место]] (πρωτοκαθεδρίαι ἐν ταῖς συναγωγαῖς NT).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 26: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />η πρώτη [[έδρα]] ή το να κάθεται [[κανείς]] ως εξαιρετικά τιμώμενο [[πρόσωπο]] στην πρώτη [[έδρα]] σε μία [[δημόσια]] [[εκδήλωση]] («φιλοῡσι δὲ τὴν πρωτοκλίσιαν ἐν τοῑς δείπνοις καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῑς συναγωγαῑς», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (καν. δίκ.) η τιμητική [[πρόταξη]] τών διαφόρων τάξεων του κλήρου, η οποία προσδιορίζεται για μεν τους αρχιερείς με [[κριτήριο]] την [[αρχαιότητα]] της χειροτονίας ή τών πρεσβειών [[τιμής]] του θρόνου, για δε τους λοιπούς κληρικούς με [[κριτήριο]] το οφφίκιο ή την [[αρχαιότητα]] της χειροτονίας<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πρωτεύουσα]] [[θέση]] ή [[κατοχή]] πρωτεύουσας θέσης («όπου πηγαίνει θέλει [[πάντα]] να έχει την [[πρωτοκαθεδρία]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καθέδρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>, [[κατά]] τα -<i>εδρία</i> (<b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-<i>εδρία</i>)].
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />η πρώτη [[έδρα]] ή το να κάθεται [[κανείς]] ως εξαιρετικά τιμώμενο [[πρόσωπο]] στην πρώτη [[έδρα]] σε μία [[δημόσια]] [[εκδήλωση]] («φιλοῦσι δὲ τὴν πρωτοκλίσιαν ἐν τοῖς δείπνοις καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαῖς», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (καν. δίκ.) η τιμητική [[πρόταξη]] τών διαφόρων τάξεων του κλήρου, η οποία προσδιορίζεται για μεν τους αρχιερείς με [[κριτήριο]] την [[αρχαιότητα]] της χειροτονίας ή τών πρεσβειών [[τιμής]] του θρόνου, για δε τους λοιπούς κληρικούς με [[κριτήριο]] το οφφίκιο ή την [[αρχαιότητα]] της χειροτονίας<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πρωτεύουσα]] [[θέση]] ή [[κατοχή]] πρωτεύουσας θέσης («όπου πηγαίνει θέλει [[πάντα]] να έχει την [[πρωτοκαθεδρία]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καθέδρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>, [[κατά]] τα -<i>εδρία</i> ([[πρβλ]]. [[προεδρία]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρωτοκαθεδρία:''' ἡ ([[καθέδρα]]), πρώτη [[θέση]], [[προεδρία]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''πρωτοκαθεδρία:''' ἡ ([[καθέδρα]]), πρώτη [[θέση]], [[προεδρία]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πρωτοκαθεδρία:''' ἡ восседание на первом месте или первое место (πρωτοκαθεδρίαι ἐν ταῖς συναγωγαῖς NT).
|lstext='''πρωτοκαθεδρία''': ἡ, ἡ πρώτη [[ἕδρα]] ἐν δημοσίῳ τόπῳ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ' 6.
}}
{{elnl
|elnltext=πρωτοκαθεδρία -ας, ἡ [πρῶτος, καθέδρα] eerste plaats (in synagoge). NT.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 14:45, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτοκαθεδρία Medium diacritics: πρωτοκαθεδρία Low diacritics: πρωτοκαθεδρία Capitals: ΠΡΩΤΟΚΑΘΕΔΡΙΑ
Transliteration A: prōtokathedría Transliteration B: prōtokathedria Transliteration C: protokathedria Beta Code: prwtokaqedri/a

English (LSJ)

ἡ, the first seat in a public place, Ev.Matt.23.6 (pl.).

German (Pape)

[Seite 805] ἡ, erster Sitz, Vorsitz, K. S.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
première place dans une assemblée, préséance.
Étymologie: πρῶτος, καθέδρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρωτοκαθεδρία -ας, ἡ [πρῶτος, καθέδρα] eerste plaats (in synagoge). NT.

Russian (Dvoretsky)

πρωτοκαθεδρία:восседание на первом месте или первое место (πρωτοκαθεδρίαι ἐν ταῖς συναγωγαῖς NT).

English (Strong)

from πρῶτος and καθέδρα; a sitting first (in the front row), i.e. preeminence in council: chief (highest, uppermost) seat.

English (Thayer)

πρωτοκαθεδρίας, ἡ (πρῶτος and καθέδρα which see), a sitting in the first seat, the first or chief seat: Luke 20:46. (Ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
η πρώτη έδρα ή το να κάθεται κανείς ως εξαιρετικά τιμώμενο πρόσωπο στην πρώτη έδρα σε μία δημόσια εκδήλωση («φιλοῦσι δὲ τὴν πρωτοκλίσιαν ἐν τοῖς δείπνοις καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαῖς», ΚΔ)
νεοελλ.
1. (καν. δίκ.) η τιμητική πρόταξη τών διαφόρων τάξεων του κλήρου, η οποία προσδιορίζεται για μεν τους αρχιερείς με κριτήριο την αρχαιότητα της χειροτονίας ή τών πρεσβειών τιμής του θρόνου, για δε τους λοιπούς κληρικούς με κριτήριο το οφφίκιο ή την αρχαιότητα της χειροτονίας
2. μτφ. πρωτεύουσα θέση ή κατοχή πρωτεύουσας θέσης («όπου πηγαίνει θέλει πάντα να έχει την πρωτοκαθεδρία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + καθέδρα + κατάλ. -ία, κατά τα -εδρία (πρβλ. προεδρία)].

Greek Monotonic

πρωτοκαθεδρία: ἡ (καθέδρα), πρώτη θέση, προεδρία, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

πρωτοκαθεδρία: ἡ, ἡ πρώτη ἕδρα ἐν δημοσίῳ τόπῳ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ' 6.

Middle Liddell

πρωτο-καθεδρία, ἡ, καθέδρα
the first seat, NTest.

Chinese

原文音譯:prwtokaqedr⋯a 普羅拖-卡特-誒得里阿
詞類次數:名詞(4)
原文字根:(最)以前-向下-安頓妥
字義溯源:首座,首位,榮譽席,高位;由(πρῶτος)=首要的)與(καθέδρα)=長椅)組成,其中 (πρῶτος)出自(πρό)*=前),而 (καθέδρα)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἑδραῖος)=坐定的)組成,其中 (ἑδραῖος)出自(Ἑζεκίας)X*=坐)
出現次數:總共(4);太(1);可(1);路(2)
譯字彙編
1) 高位(2) 可12:39; 路20:46;
2) 首位(1) 路11:43;
3) 首座(1) 太23:6