χρυσότερος: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chrysoteros
|Transliteration C=chrysoteros
|Beta Code=xruso/teros
|Beta Code=xruso/teros
|Definition=α, ον, a Comp. formed from [[χρυσός]] (<span class="bibl">3</span>), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[more golden]], χρύσω χρυσοτέρα Sapph.122; αὐτῆς χρυσοτέρη κύπριδος <span class="title">IG</span>14.1892.</span>
|Definition=α, ον, a Comp. formed from [[χρυσός]] (3), [[more golden]], χρύσω χρυσοτέρα Sapph.122; αὐτῆς χρυσοτέρη κύπριδος ''IG''14.1892.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1382.png Seite 1382]] von [[χρυσός]] gebildeter comp., goldener, d. i. theurer, kostbarer; Sappho bei Demetr. Phal. 162; vgl. Lob. Phryn. 234; Ep. ad. 732 (App. 210).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1382.png Seite 1382]] von [[χρυσός]] gebildeter comp., goldener, d. i. theurer, kostbarer; Sappho bei Demetr. Phal. 162; vgl. Lob. Phryn. 234; Ep. ad. 732 (App. 210).
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />[[plus précieux]].<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]].
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσότερος:''' compar. к [[χρύσεος]] 2 и 3.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῡσότερος''': -α, -ον, συγκριτικὸν σχηματισθὲν ἐκ τοῦ χρυσὸς (Γ), ἔτι [[μᾶλλον]] [[χρυσοῦς]], χρυσῶ χρυσοτέρα Σαπφὼ 122 (96)· αὐτῆς χρυσοτέρη Κυπρίδος Ἀνθ. Π. παράρτ. 210.
|lstext='''χρῡσότερος''': -α, -ον, συγκριτικὸν σχηματισθὲν ἐκ τοῦ χρυσὸς (Γ), ἔτι [[μᾶλλον]] [[χρυσοῦς]], χρυσῶ χρυσοτέρα Σαπφὼ 122 (96)· αὐτῆς χρυσοτέρη Κυπρίδος Ἀνθ. Π. παράρτ. 210.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />plus précieux.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[τέρα]], -ον, θηλ. και ιων. τ. -έρη, Α<br /><b>(συγκριτ.)</b> πιο [[χρυσός]], πιο [[πολύτιμος]] κι από τον χρυσό («πολὺ πακτίδος ἁδυμελεστέρα, χρυσοῡ χρυσοτέρα», Σαπφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρυσός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τερος</i> του συγκριτ. βαθμού].
|mltxt=-[[τέρα]], -ον, θηλ. και ιων. τ. -έρη, Α<br /><b>(συγκριτ.)</b> πιο [[χρυσός]], πιο [[πολύτιμος]] κι από τον χρυσό («πολὺ πακτίδος ἁδυμελεστέρα, χρυσοῦ χρυσοτέρα», Σαπφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρυσός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τερος</i> του συγκριτ. βαθμού].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσότερος:''' -α, -ον, συγκρ. [[τύπος]] του [[χρυσός]], πιο [[χρυσός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''χρῡσότερος:''' -α, -ον, συγκρ. [[τύπος]] του [[χρυσός]], πιο [[χρυσός]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσότερος:''' compar. к [[χρύσεος]] 2 и 3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χρῡσότερος, η, ον [a comp. formed from [[χρυσός]]<br />[[more]] [[golden]], Anth.
|mdlsjtxt=χρῡσότερος, η, ον [a comp. formed from [[χρυσός]]<br />[[more]] [[golden]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσότερος Medium diacritics: χρυσότερος Low diacritics: χρυσότερος Capitals: ΧΡΥΣΟΤΕΡΟΣ
Transliteration A: chrysóteros Transliteration B: chrysoteros Transliteration C: chrysoteros Beta Code: xruso/teros

English (LSJ)

α, ον, a Comp. formed from χρυσός (3), more golden, χρύσω χρυσοτέρα Sapph.122; αὐτῆς χρυσοτέρη κύπριδος IG14.1892.

German (Pape)

[Seite 1382] von χρυσός gebildeter comp., goldener, d. i. theurer, kostbarer; Sappho bei Demetr. Phal. 162; vgl. Lob. Phryn. 234; Ep. ad. 732 (App. 210).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
plus précieux.
Étymologie: χρυσός.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσότερος: compar. к χρύσεος 2 и 3.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσότερος: -α, -ον, συγκριτικὸν σχηματισθὲν ἐκ τοῦ χρυσὸς (Γ), ἔτι μᾶλλον χρυσοῦς, χρυσῶ χρυσοτέρα Σαπφὼ 122 (96)· αὐτῆς χρυσοτέρη Κυπρίδος Ἀνθ. Π. παράρτ. 210.

Greek Monolingual

-τέρα, -ον, θηλ. και ιων. τ. -έρη, Α
(συγκριτ.) πιο χρυσός, πιο πολύτιμος κι από τον χρυσό («πολὺ πακτίδος ἁδυμελεστέρα, χρυσοῦ χρυσοτέρα», Σαπφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός + κατάλ. -τερος του συγκριτ. βαθμού].

Greek Monotonic

χρῡσότερος: -α, -ον, συγκρ. τύπος του χρυσός, πιο χρυσός, σε Ανθ.

Middle Liddell

χρῡσότερος, η, ον [a comp. formed from χρυσός
more golden, Anth.