ὀστρύα: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ostrya
|Transliteration C=ostrya
|Beta Code=o)stru/a
|Beta Code=o)stru/a
|Definition=(or ὀστρύη), and ὄστρυς, υος, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[hop hornbeam]], [[Ostrya carpinifolia]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.10.3</span>, cf. <span class="bibl">3.3.1</span>, <span class="bibl">3.6.1</span>, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>13.117</span>; also ὀστρυΐς, [[ΐδος]], [[]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.8.2</span>.</span>
|Definition=(or [[ὀστρύη]]), and [[ὄστρυς]], υος, ἡ, [[hop hornbeam]], [[Ostrya carpinifolia]], Thphr.HP3.10.3, cf. 3.3.1, 3.6.1, Plin.HN13.117; also [[ὀστρυΐς]], ΐδος, ἡ, Thphr.HP1.8.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀστρύα''': (ἢ ὀστρύη), καὶ [[ὄστρυς]], υος, ἡ, [[δένδρον]] [[μετὰ]] [[λίαν]] σκληροῦ ξύλου, ὡς ἡ [[ὀξύα]], κοινῶς «ὀστρυά», ἀμφότερα παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. 3. 10, 3, πρβλ. Πλίν. 13. 37· ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 2, ὀστρυΐς, ίδος, ἡ.
|lstext='''ὀστρύα''': (ἢ ὀστρύη), καὶ [[ὄστρυς]], υος, ἡ, [[δένδρον]] μετὰ [[λίαν]] σκληροῦ ξύλου, ὡς ἡ [[ὀξύα]], κοινῶς «ὀστρυά», ἀμφότερα παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. 3. 10, 3, πρβλ. Πλίν. 13. 37· ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 2, ὀστρυΐς, ίδος, ἡ.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὀστρύα]] και ὀστρύη και ὀστρυΐς και [[ὄστρυς]])<br />[[γένος]] δένδρων με σκληρό [[ξύλο]], το οποίο, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] βετουλίδες και περιλαμβάνει 7 είδη, γνωστά [[σήμερα]] με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[οστρυά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται με [[τρεις]] διαφορετικές καταλήξεις: <i>ὀστρ</i>-<i>ύα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὀξ</i>-<i>ύα</i>), <i>ὀστρυΐς</i>, -[[ίδος]] με [[επίθημα]] -<i>ιδ</i>-, πιθ. δευτερογενές, και [[ὄστρυς]] (<b>πρβλ.</b> [[σίκυς]]). Πολλοί εντάσσουν τη λ. [[ὄστρυς]], όπως και τη λ. [[σίκυς]], σε μια [[σειρά]] δάνειων λέξων].
|mltxt=η (Α [[ὀστρύα]] και ὀστρύη και ὀστρυΐς και [[ὄστρυς]])<br />[[γένος]] δένδρων με σκληρό [[ξύλο]], το οποίο, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] βετουλίδες και περιλαμβάνει 7 είδη, γνωστά [[σήμερα]] με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[οστρυά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται με [[τρεις]] διαφορετικές καταλήξεις: <i>ὀστρ</i>-<i>ύα</i> ([[πρβλ]]. [[ὀξύα]]), <i>ὀστρυΐς</i>, -ίδος με [[επίθημα]] -<i>ιδ</i>-, πιθ. δευτερογενές, και [[ὄστρυς]] (<b>πρβλ.</b> [[σίκυς]]). Πολλοί εντάσσουν τη λ. [[ὄστρυς]], όπως και τη λ. [[σίκυς]], σε μια [[σειρά]] δάνειων λέξων].
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=(<b class="b3">-ύη</b>)<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: name of a tree with hard, white wood, [[hop hornbeam]], [[Ostrya carpinifolia]] (Thphr., Plin.).<br />Other forms: [[ὀστρύς]], <b class="b3">-ύος</b> (<b class="b3">-υς</b>, <b class="b3">-υος</b>?), <b class="b3">ὀστρυί̈ς</b>, <b class="b3">-ίδος</b><br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: That the word is semantically [[vereinbar]] with [[ὄστρεον]] (Frisk), is ununderstandable to me. The assumption of a syllable dissimilation from <b class="b3">*ὀστρο-δρυς</b> (Brugmann IF 19, 399) is quite doubtful (cf. Schwyzer 263). Heubeck Praegraeca 37 considers with Neumann Glotta 37(1958) 106-112 [[ὄστρυς]] as Pre-Greek. The enlargements <b class="b3">-ύς</b>, <b class="b3">-ύα</b>, <b class="b3">-υίς</b> are typical for an adapted foreign word (not in Furnée).
|etymtx=(<b class="b3">-ύη</b>)<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: name of a tree with hard, white wood, [[hop hornbeam]], [[Ostrya carpinifolia]] (Thphr., Plin.).<br />Other forms: [[ὀστρύς]], <b class="b3">-ύος</b> (<b class="b3">-υς</b>, <b class="b3">-υος</b>?), <b class="b3">ὀστρυί̈ς</b>, <b class="b3">-ίδος</b><br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: That the word is semantically [[vereinbar]] with [[ὄστρεον]] (Frisk), is ununderstandable to me. The assumption of a syllable dissimilation from <b class="b3">*ὀστρο-δρυς</b> (Brugmann IF 19, 399) is quite doubtful (cf. Schwyzer 263). Heubeck Praegraeca 37 considers with Neumann Glotta 37(1958) 106-112 [[ὄστρυς]] as Pre-Greek. The enlargements <b class="b3">-ύς</b>, <b class="b3">-ύα</b>, <b class="b3">-υίς</b> are typical for an adapted foreign word (not in Furnée).
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''ὀστρύα''': (-ύη),<br />{ostrúa}<br />'''Forms''': [[ὀστρύς]], -ύος (-υς, -υος?), ὀστρυϊς, -ίδος<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': N. eines Baumes mit hartem weißem Holz, [[Hopfenhainbuche]], [[Ostrya carpinifolia]] (Thphr., Plin.).<br />'''Etymology''' : Begrifflich mit [[ὄστρεον]] (s.d.) vereinbar, läßt sich das Wort in seinen verschiedenen Formen mit [[ὀξύα]], [[δρῦς]], ([[βότρυς]]?), [[ἀχερωΐς]] vergleichen; die Annahm einer Silbendissimilation für *ὀστροδρυς (Brugmann IF 19, 399) ist jedenfalls ganz fraglich (vgl. Schwyzer 263). Heubeck Praegraeca 37 betrachtet mit Neumann Glotta 37, 110f. [[ὄστρυς]] als vorgr.; daraus durch Erweiterung -ύα, -υΐς.<br />'''Page''' 2,438
|ftr='''ὀστρύα''': (-ύη),<br />{ostrúa}<br />'''Forms''': [[ὀστρύς]], -ύος (-υς, -υος?), ὀστρυϊς, -ίδος<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': N. eines Baumes mit hartem weißem Holz, [[Hopfenhainbuche]], [[Ostrya carpinifolia]] (Thphr., Plin.).<br />'''Etymology''' : Begrifflich mit [[ὄστρεον]] (s.d.) vereinbar, läßt sich das Wort in seinen verschiedenen Formen mit [[ὀξύα]], [[δρῦς]], ([[βότρυς]]?), [[ἀχερωΐς]] vergleichen; die Annahm einer Silbendissimilation für *ὀστροδρυς (Brugmann IF 19, 399) ist jedenfalls ganz fraglich (vgl. Schwyzer 263). Heubeck Praegraeca 37 betrachtet mit Neumann Glotta 37, 110f. [[ὄστρυς]] als vorgr.; daraus durch Erweiterung -ύα, -υΐς.<br />'''Page''' 2,438
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστρύα Medium diacritics: ὀστρύα Low diacritics: οστρύα Capitals: ΟΣΤΡΥΑ
Transliteration A: ostrýa Transliteration B: ostrya Transliteration C: ostrya Beta Code: o)stru/a

English (LSJ)

(or ὀστρύη), and ὄστρυς, υος, ἡ, hop hornbeam, Ostrya carpinifolia, Thphr.HP3.10.3, cf. 3.3.1, 3.6.1, Plin.HN13.117; also ὀστρυΐς, ΐδος, ἡ, Thphr.HP1.8.2.

German (Pape)

[Seite 401] ἡ, auch ὀστρύς, ύος, ἡ, ein Baum von hartem Holze, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστρύα: (ἢ ὀστρύη), καὶ ὄστρυς, υος, ἡ, δένδρον μετὰ λίαν σκληροῦ ξύλου, ὡς ἡ ὀξύα, κοινῶς «ὀστρυά», ἀμφότερα παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. 3. 10, 3, πρβλ. Πλίν. 13. 37· ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 2, ὀστρυΐς, ίδος, ἡ.

Greek Monolingual

η
βοτ. βλ. οστρύα.

Greek Monolingual

η (Α ὀστρύα και ὀστρύη και ὀστρυΐς και ὄστρυς)
γένος δένδρων με σκληρό ξύλο, το οποίο, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια βετουλίδες και περιλαμβάνει 7 είδη, γνωστά σήμερα με την κοινή ονομασία οστρυά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται με τρεις διαφορετικές καταλήξεις: ὀστρ-ύα (πρβλ. ὀξύα), ὀστρυΐς, -ίδος με επίθημα -ιδ-, πιθ. δευτερογενές, και ὄστρυς (πρβλ. σίκυς). Πολλοί εντάσσουν τη λ. ὄστρυς, όπως και τη λ. σίκυς, σε μια σειρά δάνειων λέξων].

Frisk Etymological English

(-ύη)
Grammatical information: f.
Meaning: name of a tree with hard, white wood, hop hornbeam, Ostrya carpinifolia (Thphr., Plin.).
Other forms: ὀστρύς, -ύος (-υς, -υος?), ὀστρυί̈ς, -ίδος
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: That the word is semantically vereinbar with ὄστρεον (Frisk), is ununderstandable to me. The assumption of a syllable dissimilation from *ὀστρο-δρυς (Brugmann IF 19, 399) is quite doubtful (cf. Schwyzer 263). Heubeck Praegraeca 37 considers with Neumann Glotta 37(1958) 106-112 ὄστρυς as Pre-Greek. The enlargements -ύς, -ύα, -υίς are typical for an adapted foreign word (not in Furnée).

Frisk Etymology German

ὀστρύα: (-ύη),
{ostrúa}
Forms: ὀστρύς, -ύος (-υς, -υος?), ὀστρυϊς, -ίδος
Grammar: f.
Meaning: N. eines Baumes mit hartem weißem Holz, Hopfenhainbuche, Ostrya carpinifolia (Thphr., Plin.).
Etymology : Begrifflich mit ὄστρεον (s.d.) vereinbar, läßt sich das Wort in seinen verschiedenen Formen mit ὀξύα, δρῦς, (βότρυς?), ἀχερωΐς vergleichen; die Annahm einer Silbendissimilation für *ὀστροδρυς (Brugmann IF 19, 399) ist jedenfalls ganz fraglich (vgl. Schwyzer 263). Heubeck Praegraeca 37 betrachtet mit Neumann Glotta 37, 110f. ὄστρυς als vorgr.; daraus durch Erweiterung -ύα, -υΐς.
Page 2,438