ὁλόσχοινος: Difference between revisions
Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso
m (Text replacement - "prov." to "prov.") |
mNo edit summary |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oloschoinos | |Transliteration C=oloschoinos | ||
|Beta Code=o(lo/sxoinos | |Beta Code=o(lo/sxoinos | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[club-rush]], [[Scirpus holoschoenus]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.12.1,9.12.1, Dsc.4.52: used in wicker-work, sts., like [[flax]] [[soak]]ed for use ([[βεβρεγμένος]]), sometimes without soaking ([[ἄβροχος]]), Ael.''NA''12.43: hence [[proverb|prov.]], [[ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ]] = [[stop]] [[Philip]]'s [[mouth]] with an [[unsoaked]] [[rush]] (for rushes were soaked to make them tough), i.e. without any [[trouble]], Aeschin.2.21; so ἀποφράξαι ὁλοσχοίνῳ στόμα ''AP''10.49 (Pall.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0327.png Seite 327]] ὁ, eine dicke Binsenart, juncus mariscus, die theils wie Flachs geröstet, βεβρεγμένος, theils ungeröstet, [[ἄβροχος]], zu Flechtwerk, wie Fischerreusen gebraucht wurde, Theophr. u. Sp. Sprichwörtlich ἀποῤῥάπτειν τὸ Φιλίππου [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ, ihm den Mund mit ungerösteter Binse zunähen, ihm mit leichter Mühe das Maul stopfen, Aesch. 2, 21; vgl. Pallad. ep. (X, 44), ὁλοσχοίνῳ [[στόμα]] ἀποφράξαι. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0327.png Seite 327]] ὁ, eine dicke Binsenart, juncus mariscus, die theils wie Flachs geröstet, βεβρεγμένος, theils ungeröstet, [[ἄβροχος]], zu Flechtwerk, wie Fischerreusen gebraucht wurde, Theophr. u. Sp. Sprichwörtlich ἀποῤῥάπτειν τὸ Φιλίππου [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ, ihm den Mund mit ungerösteter Binse zunähen, ihm mit leichter Mühe das Maul stopfen, Aesch. 2, 21; vgl. Pallad. ep. (X, 44), ὁλοσχοίνῳ [[στόμα]] ἀποφράξαι. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />sorte de jonc marin dont la tige est pleine et compacte, <i>plante ; ◊ [[proverb|prov.]]</i> ἀπορράπτειν τὸ [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ ESCHN coudre la bouche de qqn avec un jonc sec, <i>càd</i> sans se donner de peine (lui clouer le bec).<br />'''Étymologie:''' [[ὅλος]], [[σχοῖνος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁλόσχοινος:''' ὁ [[тростник]], [[камыш]] (который употреблялся для плетеных изделий или в высушенном виде - βεβρεγμένος, или в сыром - [[ἄβροχος]]) (διαρράψαι ὁλοσχοίνους περί τι Plut.): ἀπορράπτειν τινὶ [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ Aeschin. зашить кому-л. рот сырым тростником, т. е. без труда заставить кого-л. замолчать. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁλόσχοινος''': ὁ, [[εἶδος]] σχοινίου πολλῷ σαρκωδεστέρου καὶ παχυτέρου τῶν ἄλλων [[σχοινίων]], [[ἴσως]] τὸ Λατ. juncus mariscus, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 4. 12, 1, Διοσκ. 4. 52· ἐν χρήσει εἰς κατασκευὴν πλεγμάτων καὶ [[ἄλλοτε]] μεν, ὡς τὸ λινόν, βεβρεγμένον, [[ἄλλοτε]] δὲ ἄβροχον, Αἰλ. π. Ζ. 12. 43· - ἐντεῦθρν ἡ [[παροιμία]], ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ, ἀπόνως ([[ἐπειδὴ]] οἱ ὁλόσχοινοι ἔβρέχοντο διὰ νὰ [[εἶναι]] ἰσχυροί), Αἰσχίν. 31. 5· [[οὕτως]], ὁλοσχοίνῳ [[στόμα]] ἀποφράξαι Ἀνθ. Π. 10. 40. | |lstext='''ὁλόσχοινος''': ὁ, [[εἶδος]] σχοινίου πολλῷ σαρκωδεστέρου καὶ παχυτέρου τῶν ἄλλων [[σχοινίων]], [[ἴσως]] τὸ Λατ. juncus mariscus, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 4. 12, 1, Διοσκ. 4. 52· ἐν χρήσει εἰς κατασκευὴν πλεγμάτων καὶ [[ἄλλοτε]] μεν, ὡς τὸ λινόν, βεβρεγμένον, [[ἄλλοτε]] δὲ ἄβροχον, Αἰλ. π. Ζ. 12. 43· - ἐντεῦθρν ἡ [[παροιμία]], ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ, ἀπόνως ([[ἐπειδὴ]] οἱ ὁλόσχοινοι ἔβρέχοντο διὰ νὰ [[εἶναι]] ἰσχυροί), Αἰσχίν. 31. 5· [[οὕτως]], ὁλοσχοίνῳ [[στόμα]] ἀποφράξαι Ἀνθ. Π. 10. 40. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ὁλόσχοινος]])<br />[[είδος]] σχοίνου πολύ σαρκώδους και παχύτερου από τους άλλους («πρὸς γὰρ τὰ πλέγματα χρησιμώτερος ὁ [[ὁλόσχοινος]], διὰ τὸ σαρκῶδες καὶ μαλακόν», Θεόφρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ὁλόσχοινος]], -<i>ον</i><br />ο κατασκευασμένος από [[λυγαριά]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ» — να κλείνεις το [[στόμα]] κάποιου [[χωρίς]] κόπο, [[επειδή]] τους ολοσχοίνους τους έβρεχαν για να [[είναι]] πιο ανθεκτικοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὅλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σχοῖνος]] ( | |mltxt=ο (Α [[ὁλόσχοινος]])<br />[[είδος]] σχοίνου πολύ σαρκώδους και παχύτερου από τους άλλους («πρὸς γὰρ τὰ πλέγματα χρησιμώτερος ὁ [[ὁλόσχοινος]], διὰ τὸ σαρκῶδες καὶ μαλακόν», Θεόφρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ὁλόσχοινος]], -<i>ον</i><br />ο κατασκευασμένος από [[λυγαριά]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ» — να κλείνεις το [[στόμα]] κάποιου [[χωρίς]] κόπο, [[επειδή]] τους ολοσχοίνους τους έβρεχαν για να [[είναι]] πιο ανθεκτικοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὅλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σχοῖνος]] ([[πρβλ]]. [[οξύσχοινος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁλόσχοινος:''' ὁ, είδος του φυτού [[σχίνος]] με παχύ, σαρκώδη κορμό, απ' όπου κατασκευάζεται χοντρό είδος σχοινιού που χρησιμοποιείται στην [[κατασκευή]] πλεγμάτων· απ' όπου παροιμ. ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ, [[κλείνω]] το [[στόμα]] του Φιλίππου με [[σχοινί]] από [[κλαδί]] σχίνου που δεν έχει βραχεί ([[επειδή]] μούλιαζαν τα κλαδιά για να είναι ανθεκτικά), δηλ. [[χωρίς]] καμία [[δυσκολία]], σε Αισχίν. | |lsmtext='''ὁλόσχοινος:''' ὁ, είδος του φυτού [[σχίνος]] με παχύ, σαρκώδη κορμό, απ' όπου κατασκευάζεται χοντρό είδος σχοινιού που χρησιμοποιείται στην [[κατασκευή]] πλεγμάτων· απ' όπου παροιμ. ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ, [[κλείνω]] το [[στόμα]] του Φιλίππου με [[σχοινί]] από [[κλαδί]] σχίνου που δεν έχει βραχεί ([[επειδή]] μούλιαζαν τα κλαδιά για να είναι ανθεκτικά), δηλ. [[χωρίς]] καμία [[δυσκολία]], σε Αισχίν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὁλό-σχοινος, ὁ,<br />a [[coarse]] [[rush]], used in [[wicker]]-[[work]]: —[[hence]] the [[proverb]], ἀπορράπτειν τὸ φιλίππου [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ to [[stop]] [[Philip]]'s [[mouth]] with an unsoaked [[rush]], (for rushes were soaked to make them [[tough]]), i. e. without any [[trouble]], Aeschin. | |mdlsjtxt=ὁλό-σχοινος, ὁ,<br />a [[coarse]] [[rush]], used in [[wicker]]-[[work]]: —[[hence]] the [[proverb]], ἀπορράπτειν τὸ φιλίππου [[στόμα]] ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ to [[stop]] [[Philip]]'s [[mouth]] with an unsoaked [[rush]], (for rushes were soaked to make them [[tough]]), i. e. without any [[trouble]], Aeschin. | ||
}} | |||
{{wkpen | |||
|wketx=[[Scirpoides holoschoenus]] (syn. [[Holoschoenus vulgaris]], [[Scirpus holoschoenus]]) is a species of perennial sedge in the family Cyperaceae, commonly called the roundhead bulrush. It has a self-supporting growth form and simple, broad leaves. They are associated with freshwater habitat. Individuals can grow to 0.75 m. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 18:37, 13 February 2024
English (LSJ)
ὁ, club-rush, Scirpus holoschoenus, Thphr. HP 4.12.1,9.12.1, Dsc.4.52: used in wicker-work, sts., like flax soaked for use (βεβρεγμένος), sometimes without soaking (ἄβροχος), Ael.NA12.43: hence prov., ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ = stop Philip's mouth with an unsoaked rush (for rushes were soaked to make them tough), i.e. without any trouble, Aeschin.2.21; so ἀποφράξαι ὁλοσχοίνῳ στόμα AP10.49 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 327] ὁ, eine dicke Binsenart, juncus mariscus, die theils wie Flachs geröstet, βεβρεγμένος, theils ungeröstet, ἄβροχος, zu Flechtwerk, wie Fischerreusen gebraucht wurde, Theophr. u. Sp. Sprichwörtlich ἀποῤῥάπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ, ihm den Mund mit ungerösteter Binse zunähen, ihm mit leichter Mühe das Maul stopfen, Aesch. 2, 21; vgl. Pallad. ep. (X, 44), ὁλοσχοίνῳ στόμα ἀποφράξαι.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sorte de jonc marin dont la tige est pleine et compacte, plante ; ◊ prov. ἀπορράπτειν τὸ στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ ESCHN coudre la bouche de qqn avec un jonc sec, càd sans se donner de peine (lui clouer le bec).
Étymologie: ὅλος, σχοῖνος.
Russian (Dvoretsky)
ὁλόσχοινος: ὁ тростник, камыш (который употреблялся для плетеных изделий или в высушенном виде - βεβρεγμένος, или в сыром - ἄβροχος) (διαρράψαι ὁλοσχοίνους περί τι Plut.): ἀπορράπτειν τινὶ στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ Aeschin. зашить кому-л. рот сырым тростником, т. е. без труда заставить кого-л. замолчать.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλόσχοινος: ὁ, εἶδος σχοινίου πολλῷ σαρκωδεστέρου καὶ παχυτέρου τῶν ἄλλων σχοινίων, ἴσως τὸ Λατ. juncus mariscus, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 4. 12, 1, Διοσκ. 4. 52· ἐν χρήσει εἰς κατασκευὴν πλεγμάτων καὶ ἄλλοτε μεν, ὡς τὸ λινόν, βεβρεγμένον, ἄλλοτε δὲ ἄβροχον, Αἰλ. π. Ζ. 12. 43· - ἐντεῦθρν ἡ παροιμία, ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ, ἀπόνως (ἐπειδὴ οἱ ὁλόσχοινοι ἔβρέχοντο διὰ νὰ εἶναι ἰσχυροί), Αἰσχίν. 31. 5· οὕτως, ὁλοσχοίνῳ στόμα ἀποφράξαι Ἀνθ. Π. 10. 40.
Greek Monolingual
ο (Α ὁλόσχοινος)
είδος σχοίνου πολύ σαρκώδους και παχύτερου από τους άλλους («πρὸς γὰρ τὰ πλέγματα χρησιμώτερος ὁ ὁλόσχοινος, διὰ τὸ σαρκῶδες καὶ μαλακόν», Θεόφρ.)
αρχ.
1. ως επίθ. ὁλόσχοινος, -ον
ο κατασκευασμένος από λυγαριά
2. παροιμ. «ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ» — να κλείνεις το στόμα κάποιου χωρίς κόπο, επειδή τους ολοσχοίνους τους έβρεχαν για να είναι πιο ανθεκτικοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅλ(ο)- + σχοῖνος (πρβλ. οξύσχοινος)].
Greek Monotonic
ὁλόσχοινος: ὁ, είδος του φυτού σχίνος με παχύ, σαρκώδη κορμό, απ' όπου κατασκευάζεται χοντρό είδος σχοινιού που χρησιμοποιείται στην κατασκευή πλεγμάτων· απ' όπου παροιμ. ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ, κλείνω το στόμα του Φιλίππου με σχοινί από κλαδί σχίνου που δεν έχει βραχεί (επειδή μούλιαζαν τα κλαδιά για να είναι ανθεκτικά), δηλ. χωρίς καμία δυσκολία, σε Αισχίν.
Middle Liddell
ὁλό-σχοινος, ὁ,
a coarse rush, used in wicker-work: —hence the proverb, ἀπορράπτειν τὸ φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ to stop Philip's mouth with an unsoaked rush, (for rushes were soaked to make them tough), i. e. without any trouble, Aeschin.
Wikipedia EN
Scirpoides holoschoenus (syn. Holoschoenus vulgaris, Scirpus holoschoenus) is a species of perennial sedge in the family Cyperaceae, commonly called the roundhead bulrush. It has a self-supporting growth form and simple, broad leaves. They are associated with freshwater habitat. Individuals can grow to 0.75 m.