ευλαβούμαι: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ εὐλαβοῦμαι, -έομαι) [[ευλαβής]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[διακριτικός]], [[προσέχω]] να μη βλάψω ή να μην προσβάλω κανέναν ( | |mltxt=(ΑΜ εὐλαβοῦμαι, -έομαι) [[ευλαβής]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[διακριτικός]], [[προσέχω]] να μη βλάψω ή να μην προσβάλω κανέναν («εὐλαβοῦ μὴ φανῇ κακὸς [[γεγώς]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σέβομαι]], [[τιμώ]], [[εκδηλώνω]], [[ευλάβεια]] («εὐλαβοῦμαι τὸν δῆμον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[διστάζω]] από σεβασμό [[προς]] κάποιον, [[ντρέπομαι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (μτχ. ενεστ.) <i>ευλαβούμενος</i>, -<i>μένη</i>, -<i>ον</i><br />[[ευλαβικός]], [[ευσεβής]]<br /><b>2.</b> [[ανησυχώ]], [[φοβάμαι]] για [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσέχω]], [[φροντίζω]] («εὐλαβούμενον περὶ τροφήν τε καὶ παιδείαν ὀρφανῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διατρέχω]] κίνδυνο<br /><b>3.</b> έχω [[φροντίδα]] για κάποιον, [[προσέχω]] κάποιον («εὐλαβεῖσθαι τὴν [[κύνα]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[φυλάγομαι]], [[μένω]] [[μακριά]] από κάποιον ή [[κάτι]] («εὐλαβοῦ τὸ ψεῡδος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[φοβάμαι]] («εὐλαβηθήσονται ἀπὸ τοῦ ὀνόματος Κυρίου», ΠΔ)<br /><b>6.</b> [[περιμένω]] [[ήσυχα]], [[αναμένω]] («καιρόν ευλαβούμενος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>7.</b> προφυλάγομαι από [[βλάβη]], απαλλάσσομαι από [[ζημιά]] («ευλαβούμενος τά κοίλα γαστρός», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>ενεργ.</b> <i>εὐλαβῶ</i>, -<i>έω</i><br />[[προσέχω]], προφυλάσσομαι. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:55, 13 June 2022
Greek Monolingual
(ΑΜ εὐλαβοῦμαι, -έομαι) ευλαβής
1. είμαι διακριτικός, προσέχω να μη βλάψω ή να μην προσβάλω κανέναν («εὐλαβοῦ μὴ φανῇ κακὸς γεγώς», Σοφ.)
2. σέβομαι, τιμώ, εκδηλώνω, ευλάβεια («εὐλαβοῦμαι τὸν δῆμον», Πλούτ.)
νεοελλ.-μσν.
διστάζω από σεβασμό προς κάποιον, ντρέπομαι
μσν.
1. (μτχ. ενεστ.) ευλαβούμενος, -μένη, -ον
ευλαβικός, ευσεβής
2. ανησυχώ, φοβάμαι για κάτι
αρχ.
1. προσέχω, φροντίζω («εὐλαβούμενον περὶ τροφήν τε καὶ παιδείαν ὀρφανῶν», Πλάτ.)
2. διατρέχω κίνδυνο
3. έχω φροντίδα για κάποιον, προσέχω κάποιον («εὐλαβεῖσθαι τὴν κύνα», Αριστοφ.)
4. φυλάγομαι, μένω μακριά από κάποιον ή κάτι («εὐλαβοῦ τὸ ψεῡδος», Αριστοτ.)
5. φοβάμαι («εὐλαβηθήσονται ἀπὸ τοῦ ὀνόματος Κυρίου», ΠΔ)
6. περιμένω ήσυχα, αναμένω («καιρόν ευλαβούμενος», Ευρ.)
7. προφυλάγομαι από βλάβη, απαλλάσσομαι από ζημιά («ευλαβούμενος τά κοίλα γαστρός», Ευρ.)
8. ενεργ. εὐλαβῶ, -έω
προσέχω, προφυλάσσομαι.