μαρμαρυγή: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=marmarugh/ | |Beta Code=marmarugh/ | ||
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[flashing]], [[sparkling]], [[gleaming]], λάμπει δ' ὑπὸ μαρμαρυγαῖς ὁ [[χρυσός]] B.3.17, cf. Pl.Criti.116c, Plu.Caes.69; ἡ τοῦ οὐρανοῦ μαρμαρυγή Dam.Pr.213; αἱ ἀπολάμπουσαι ἀπὸ τῶν ὀμμάτων μαρμαρυγαί Damian.Opt.2, cf. Adam.1.16.<br><span class="bld">2</span> '[[see]]ing [[spark]]s', Hp.Prog.24 (pl.), Pl.R.518a.<br><span class="bld">3</span> of any [[quick]] [[motion]], [[μαρμαρυγαὶ ποδῶν]] the [[quick]] [[twinkling]] of the [[dancer]]s' [[foot|feet]]. Od.8.265, cf.h.Ap.203. | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[flashing]], [[sparkling]], [[gleaming]], λάμπει δ' ὑπὸ μαρμαρυγαῖς ὁ [[χρυσός]] B.3.17, cf. Pl.Criti.116c, Plu.Caes.69; ἡ τοῦ οὐρανοῦ μαρμαρυγή Dam.Pr.213; αἱ ἀπολάμπουσαι ἀπὸ τῶν ὀμμάτων μαρμαρυγαί Damian.Opt.2, cf. Adam.1.16.<br><span class="bld">2</span> '[[see]]ing [[spark]]s', Hp.Prog.24 (pl.), Pl.R.518a.<br><span class="bld">3</span> of any [[quick]] [[motion]], [[μαρμαρυγαὶ ποδῶν]] the [[quick]] [[twinkling]] of the [[dancer]]s' [[foot|feet]]. Od.8.265, cf.h.Ap.203. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> [[mouvement vibratoire de la lumière]];<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> αἱ μαρμαρυγαί mouvement rapide et qui éblouit.<br />'''Étymologie:''' [[μάρμαρος]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ (s. [[μαρμαρύσσω]]), eigtl. <i>[[Geflimmer]], [[Gefunkel]]</i>, von [[jeder]] [[schnellen]] [[Bewegung]] des Lichtes, <i>[[Lichtschimmer]]</i>, dah. μαρμαρυγὰς θηεῖτο ποδῶν, <i>die [[schnelle]] [[Bewegung]] der Füße Tanzender, die an den [[Augen]] der [[Zuschauer]] vorüberflimmert, Od</i>. 8.265; <i>H.h. Apoll</i>. 203. – Übh. <i>[[Glanz]]</i>, Plat. <i>Critia</i>. 116c, <i>Rep</i>. VII.518b. – Vom [[schnellen]] Wurf, Opp. <i>Hal</i>. 4.569. – Von Körperschönheit, Sp. Vgl. [[ἀμαρυγή]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μαρμᾰρῠγή:''' ἡ (преимущ. pl.)<br /><b class="num">1</b> [[блеск]], [[сияние]] (ὑπὸ μαρμαρυγῆς ἐμπίπλασθαι Plat.; τῶν ὅπλων Plut.);<br /><b class="num">2</b> pl. [[мелькание]] (ποδῶν Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαρμᾰρῠγή''': ἡ, [[λάμψις]], [[ἀκτινοβολία]], ἐπὶ τοῦ φωτός, Ἱππ. Προγν. 46, Πλάτ. Πολ. 518Α, Κριτί. 116C· ἐπὶ πάσης ταχείας κινήσεως, μαρμαρυγαὶ ποδῶν, ἡ ταχεῖα [[κίνησις]] τῶν ποδῶν τῶν ὀρχουμένων, Ὀδ. Θ. 265, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 203· ― πρβλ. [[ἀμαρυγή]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μαρμαρυγή]]· φῶς. ἀστραπή. βῆμα. [[πήδημα]]. [[λαμπηδών]]. [[κίνησις]] ποδῶν [[συνεχής]]. αὐγὴ ὀφθαλμῶν». | |lstext='''μαρμᾰρῠγή''': ἡ, [[λάμψις]], [[ἀκτινοβολία]], ἐπὶ τοῦ φωτός, Ἱππ. Προγν. 46, Πλάτ. Πολ. 518Α, Κριτί. 116C· ἐπὶ πάσης ταχείας κινήσεως, μαρμαρυγαὶ ποδῶν, ἡ ταχεῖα [[κίνησις]] τῶν ποδῶν τῶν ὀρχουμένων, Ὀδ. Θ. 265, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 203· ― πρβλ. [[ἀμαρυγή]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μαρμαρυγή]]· φῶς. ἀστραπή. βῆμα. [[πήδημα]]. [[λαμπηδών]]. [[κίνησις]] ποδῶν [[συνεχής]]. αὐγὴ ὀφθαλμῶν». | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 20: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[μαρμαρυγή]])<br />[[λάμψη]], [[λαμπύρισμα]], [[ακτινοβολία]] («λάμπει δ' ὑπὸ | |mltxt=η (AM [[μαρμαρυγή]])<br />[[λάμψη]], [[λαμπύρισμα]], [[ακτινοβολία]] («λάμπει δ' ὑπὸ μαρμαρυγαῖς ὁ [[χρυσός]]», Βακχυλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> παθολογική [[κατάσταση]] που χαρακτηρίζεται από [[διαδοχή]] τών ταχύτατων, άτακτων και αναποτελεσματικών συστολών τών μυϊκών ινών του μυοκαρδίου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μαρμαρυγή]] τών κοιλιών»<br /><b>ιατρ.</b> σοβαρότατη [[μορφή]] καρδιακής ταχυαρρυθμίας που, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, μπορεί να οδηγήσει σε θάνατο<br />β) «[[μαρμαρυγή]] τών κόλπων»<br /><b>ιατρ.</b> [[μορφή]] καρδιακής ταχυαρρυθμίας που αφορά τους κόλπους της καρδιάς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> φωσφορισμοί που βλέπουν όσοι βρίσκονται σε εγκεφαλική [[έξαψη]] ή αυτοί που έχουν δεχθεί κάποιο [[χτύπημα]] στο [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] γρήγορη [[κίνηση]], όπως η [[κίνηση]] τών ποδιών τών χορευτών («μαρμαρυγὰς θηεῖτο ποδῶν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μαρμαρ</i>- του [[μαρμαίρω]] «[[λάμπω]], [[αστράφτω]]» <span style="color: red;">+</span> εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>υγή</i>, [[κατά]] το [[ἀμαρυγή]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μαρμᾰρῠγή:''' ἡ ([[μαρμαίρω]]), αυτό που αστράφτει, ακτινοβολεί, λέγεται για φως, σε Πλάτ.· λέγεται για [[κάθε]] γοργή [[κίνηση]], <i>μαρμαρυγαὶ ποδῶν</i>, το γοργό [[σπίθισμα]] των ποδιών των χορευτών, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''μαρμᾰρῠγή:''' ἡ ([[μαρμαίρω]]), αυτό που αστράφτει, ακτινοβολεί, λέγεται για φως, σε Πλάτ.· λέγεται για [[κάθε]] γοργή [[κίνηση]], <i>μαρμαρυγαὶ ποδῶν</i>, το γοργό [[σπίθισμα]] των ποδιών των χορευτών, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 33: | Line 36: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[brightness]] | |woodrun=[[brightness]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[ἀκτινοβολία]]). Ἀπό τό [[μάρμαρος]] τοῦ [[μαρμαίρω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:42, 6 February 2024
English (LSJ)
ἡ,
A flashing, sparkling, gleaming, λάμπει δ' ὑπὸ μαρμαρυγαῖς ὁ χρυσός B.3.17, cf. Pl.Criti.116c, Plu.Caes.69; ἡ τοῦ οὐρανοῦ μαρμαρυγή Dam.Pr.213; αἱ ἀπολάμπουσαι ἀπὸ τῶν ὀμμάτων μαρμαρυγαί Damian.Opt.2, cf. Adam.1.16.
2 'seeing sparks', Hp.Prog.24 (pl.), Pl.R.518a.
3 of any quick motion, μαρμαρυγαὶ ποδῶν the quick twinkling of the dancers' feet. Od.8.265, cf.h.Ap.203.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 mouvement vibratoire de la lumière;
2 p. anal. αἱ μαρμαρυγαί mouvement rapide et qui éblouit.
Étymologie: μάρμαρος.
German (Pape)
ἡ (s. μαρμαρύσσω), eigtl. Geflimmer, Gefunkel, von jeder schnellen Bewegung des Lichtes, Lichtschimmer, dah. μαρμαρυγὰς θηεῖτο ποδῶν, die schnelle Bewegung der Füße Tanzender, die an den Augen der Zuschauer vorüberflimmert, Od. 8.265; H.h. Apoll. 203. – Übh. Glanz, Plat. Critia. 116c, Rep. VII.518b. – Vom schnellen Wurf, Opp. Hal. 4.569. – Von Körperschönheit, Sp. Vgl. ἀμαρυγή.
Russian (Dvoretsky)
μαρμᾰρῠγή: ἡ (преимущ. pl.)
1 блеск, сияние (ὑπὸ μαρμαρυγῆς ἐμπίπλασθαι Plat.; τῶν ὅπλων Plut.);
2 pl. мелькание (ποδῶν Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
μαρμᾰρῠγή: ἡ, λάμψις, ἀκτινοβολία, ἐπὶ τοῦ φωτός, Ἱππ. Προγν. 46, Πλάτ. Πολ. 518Α, Κριτί. 116C· ἐπὶ πάσης ταχείας κινήσεως, μαρμαρυγαὶ ποδῶν, ἡ ταχεῖα κίνησις τῶν ποδῶν τῶν ὀρχουμένων, Ὀδ. Θ. 265, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 203· ― πρβλ. ἀμαρυγή. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μαρμαρυγή· φῶς. ἀστραπή. βῆμα. πήδημα. λαμπηδών. κίνησις ποδῶν συνεχής. αὐγὴ ὀφθαλμῶν».
English (Autenrieth)
(μαρμαρύσσω = μαρμαίρω): the quick twinkling of dancers' feet, pl., Od. 8.265†.
Greek Monolingual
η (AM μαρμαρυγή)
λάμψη, λαμπύρισμα, ακτινοβολία («λάμπει δ' ὑπὸ μαρμαρυγαῖς ὁ χρυσός», Βακχυλ.)
νεοελλ.
1. ιατρ. παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από διαδοχή τών ταχύτατων, άτακτων και αναποτελεσματικών συστολών τών μυϊκών ινών του μυοκαρδίου
2. φρ. α) «μαρμαρυγή τών κοιλιών»
ιατρ. σοβαρότατη μορφή καρδιακής ταχυαρρυθμίας που, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, μπορεί να οδηγήσει σε θάνατο
β) «μαρμαρυγή τών κόλπων»
ιατρ. μορφή καρδιακής ταχυαρρυθμίας που αφορά τους κόλπους της καρδιάς
αρχ.
1. φωσφορισμοί που βλέπουν όσοι βρίσκονται σε εγκεφαλική έξαψη ή αυτοί που έχουν δεχθεί κάποιο χτύπημα στο κεφάλι
2. κάθε γρήγορη κίνηση, όπως η κίνηση τών ποδιών τών χορευτών («μαρμαρυγὰς θηεῖτο ποδῶν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαρμαρ- του μαρμαίρω «λάμπω, αστράφτω» + εκφραστικό επίθημα -υγή, κατά το ἀμαρυγή].
Greek Monotonic
μαρμᾰρῠγή: ἡ (μαρμαίρω), αυτό που αστράφτει, ακτινοβολεί, λέγεται για φως, σε Πλάτ.· λέγεται για κάθε γοργή κίνηση, μαρμαρυγαὶ ποδῶν, το γοργό σπίθισμα των ποδιών των χορευτών, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
μαρμᾰρῠγή, ἡ, μαρμαίρω
a flashing, sparkling, of light, Plat.: of any quick motion, μαρμαρυγαὶ ποδῶν the quick twinkling of dancers' feet, Od.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ἀκτινοβολία). Ἀπό τό μάρμαρος τοῦ μαρμαίρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.