ἱπποδρόμος: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
mNo edit summary |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἱππόδρομος]])<br />[[τόπος]] στον οποίο εκτελούνται ιππικοί αγώνες, αλλ. [[ιπποδρόμιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δρόμος]] [[κατάλληλος]] για άρματα ( | |mltxt=ο (ΑΜ [[ἱππόδρομος]])<br />[[τόπος]] στον οποίο εκτελούνται ιππικοί αγώνες, αλλ. [[ιπποδρόμιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δρόμος]] [[κατάλληλος]] για άρματα («λεῖος δ' [[ἱππόδρομος]] [[ἀμφίς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δρομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), [[πρβλ]]. [[αμμόδρομος]], [[ναυσίδρομος]] (<b>βλ.</b> και [[ιππόδρομος]])].<br />[[ἱπποδρόμος]], ὁ (Α)<br />ελαφρό ιππικό («ἱπποδρόμοι ψιλοί», <b>Ηρόδ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[δρόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), [[πρβλ]]. [[αρματοδρόμος]], [[βοηδρόμος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στο συνθ. ενεργητική [[σημασία]], εν αντιθέσει [[προς]] την «περιγραφική» [[σημασία]] του προπαροξύτονου [[ιππόδρομος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 18:25, 27 April 2022
English (LSJ)
ὁ, light horseman, ἱ. ψιλοί Hdt. 7.158.
German (Pape)
[Seite 1259] ὁ, der Pferderenner, eine sicilische Art leichter Reiterei, Her. 7, 158.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
soldat de cavalerie légère, en Sicile.
Étymologie: ἵππος, δραμεῖν.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ἱππόδρομος)
τόπος στον οποίο εκτελούνται ιππικοί αγώνες, αλλ. ιπποδρόμιο
αρχ.
δρόμος κατάλληλος για άρματα («λεῖος δ' ἱππόδρομος ἀμφίς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. αμμόδρομος, ναυσίδρομος (βλ. και ιππόδρομος)].
ἱπποδρόμος, ὁ (Α)
ελαφρό ιππικό («ἱπποδρόμοι ψιλοί», Ηρόδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. αρματοδρόμος, βοηδρόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στο συνθ. ενεργητική σημασία, εν αντιθέσει προς την «περιγραφική» σημασία του προπαροξύτονου ιππόδρομος].
Greek Monotonic
ἱπποδρόμος: ὁ, ιππέας με ελαφρύ (ψιλό) οπλισμό, ἱπποδρόμοι ψιλοί, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἱπποδρόμος: ὁ (в Сицилии) конник, конный солдат: ἱπποδρόμοι ψιλοί Her. гипподромы, легковооруженная конница.