μύστης: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν: ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δ' ἱστορία τὰ καθ' ἕκαστον λέγει → poetry is something more scientific and serious than history, because poetry tends to give general truths while history gives particular facts

Source
m (Text replacement - " as Adj." to " as adjective")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mystis
|Transliteration C=mystis
|Beta Code=mu/sths
|Beta Code=mu/sths
|Definition=ου, ὁ, (μυέω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one initiated]], <span class="bibl">Heraclit.14</span>, <span class="title">AP</span>9.147 (Antag. or Simon.), <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>56.4</span>, etc.; τοῖς μύστησιν καὶ τοῖς ἐπόπτῃσιν <span class="title">IG</span>12.6.49; ὁ τῶν μ. κῆρυξ <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>2.4.20</span>; τὰ μυστῶν ὄργια <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>613</span>: c.gen., Διὸς Ἰδαίου μύστης <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>472.10</span> (anap.), cf. <span class="title">IG</span>3.700; λύχνον μύστην σῶν θέτο παννυχίδων <span class="title">AP</span>6.162 (Mel.); μ. ἀποκρύφων <span class="bibl">Vett.Val. 7.30</span>, al.: as adjective, μ. χοροί <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>370</span>; μ. λύχνος <span class="title">AP</span>7.219 (Pomp. Jun.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> a name of Dionysus, <span class="bibl">Paus.8.54.5</span>; of Apollo, <span class="bibl">Artem. 2.70</span>.</span>
|Definition=μύστου, ὁ, ([[μυέω]])<br><span class="bld">A</span> [[one initiated]], Heraclit.14, ''AP''9.147 (Antag. or Simon.), Arist.''Ath.''56.4, etc.; τοῖς μύστησιν καὶ τοῖς ἐπόπτῃσιν ''IG''12.6.49; ὁ τῶν μ. κῆρυξ X.''HG''2.4.20; τὰ μυστῶν ὄργια E.''HF''613: c.gen., Διὸς Ἰδαίου μύστης Id.''Fr.''472.10 (anap.), cf. ''IG''3.700; λύχνον μύστην σῶν θέτο παννυχίδων ''AP''6.162 (Mel.); μ. ἀποκρύφων Vett.Val. 7.30, al.: as adjective, μ. χοροί Ar.''Ra.''370; μ. λύχνος ''AP''7.219 (Pomp. Jun.).<br><span class="bld">2</span> a name of [[Dionysus]], Paus.8.54.5; of [[Apollo]], Artem. 2.70.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0223.png Seite 223]] ὁ, der in die Mysterien Eingeweih'te; τὰ μυστῶν ὄργι' εὐτύχησ' ἰδών, Eur. Herc. F. 613; [[χορός]], Ar. Ran. 363; μυστῶν [[κήρυξ]], Xen. Hell. 2, 4, 20; auch Bacchus selbst heißt so, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 13). – Bei Sp. auch = [[μυσταγωγός]], z. B. Ep. ad. 517 (IX, 540); Mel. 64 (V, 191) sagt von sich Κύπρι, – ὁ [[μύστης]] τῶν κώμων. S. Lob. Aglaoph. 29.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0223.png Seite 223]] ὁ, der in die Mysterien Eingeweih'te; τὰ μυστῶν ὄργι' εὐτύχησ' ἰδών, Eur. Herc. F. 613; [[χορός]], Ar. Ran. 363; μυστῶν [[κήρυξ]], Xen. Hell. 2, 4, 20; auch Bacchus selbst heißt so, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 13). – Bei Sp. auch = [[μυσταγωγός]], z. B. Ep. ad. 517 (IX, 540); Mel. 64 (V, 191) sagt von sich Κύπρι, – ὁ [[μύστης]] τῶν κώμων. S. Lob. Aglaoph. 29.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[initié aux mystères]].<br />'''Étymologie:''' [[μύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μύστης:''' ου adj. m<br /><b class="num">1</b> [[мистерийный]], [[исполняемый посвященными в священные таинства]] (χοροί Arph.);<br /><b class="num">2</b> перен. [[посвященный в]] (любовные) тайны ([[λύχνος]] Anth.).<br />ου ὁ [[посвященный в таинства]], [[участник мистерий]], [[мист]] (τὰ μυστῶν [[ὄργια]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μύστης''': -ου, ὁ, ([[μυέω]]) ὁ μεμυημένος, Σιμων. (;) 180· τὰ μυστῶν ὄργι’ ηὐτύχησ’ ἰδὼν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 613· μετὰ γεν., Διὸς Ἰδαίου [[μύστης]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 475. 10, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 390· μύστην σῶν θέτο παννυχίδων Ἀνθ. Π. 6. 162· - [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίθ., μύσταισι χοροῖς Ἀριστοφ. Βάτρ. 370· μ. [[λύχνος]] Ἀνθ. Π. 7. 219· - Ἡ [[διαίρεσις]] τῶν μυουμένων εἰς [[τρεῖς]] ἢ πλείονας τάξεις ἢ βαθμοὺς [[μέχρι]] τοῦ τῶν ἐποπτῶν εἶναί πως [[ἀμφίβολος]], πρβλ. ἑρμην. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 745, Λοβεκ. Ἀγλαοφ. 31 κἑξ., 128· μύσται καὶ ἐπόπται μνημονεύονται ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 71b. 5. 2) ἐπώνυμον τοῦ Διονύσου, πλησίον δὲ [[ἄλλο]] ἐστὶν ἱερὸν Διονύσου Μύστου Παυσ. 8. 54, 5· τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀρτεμίδωρ. 2. 70, ἐν τέλ.
|lstext='''μύστης''': -ου, ὁ, ([[μυέω]]) ὁ μεμυημένος, Σιμων. (;) 180· τὰ μυστῶν ὄργι’ ηὐτύχησ’ ἰδὼν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 613· μετὰ γεν., Διὸς Ἰδαίου [[μύστης]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 475. 10, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 390· μύστην σῶν θέτο παννυχίδων Ἀνθ. Π. 6. 162· - [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίθ., μύσταισι χοροῖς Ἀριστοφ. Βάτρ. 370· μ. [[λύχνος]] Ἀνθ. Π. 7. 219· - Ἡ [[διαίρεσις]] τῶν μυουμένων εἰς [[τρεῖς]] ἢ πλείονας τάξεις ἢ βαθμοὺς [[μέχρι]] τοῦ τῶν ἐποπτῶν εἶναί πως [[ἀμφίβολος]], πρβλ. ἑρμην. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 745, Λοβεκ. Ἀγλαοφ. 31 κἑξ., 128· μύσται καὶ ἐπόπται μνημονεύονται ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 71b. 5. 2) ἐπώνυμον τοῦ Διονύσου, πλησίον δὲ [[ἄλλο]] ἐστὶν ἱερὸν Διονύσου Μύστου Παυσ. 8. 54, 5· τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀρτεμίδωρ. 2. 70, ἐν τέλ.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />initié aux mystères.<br />'''Étymologie:''' [[μύω]].
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[μύστης]], θηλ. [[μύστις]], -ιδος)<br />αυτός που διδάχθηκε την [[έννοια]] τών μυστηριακών συμβόλων και τελετουργιών, μυημένος, κατηχημένος, [[ιεροφάντης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άτομο]] που κατέχει πλήρως και [[είναι]] αφοσιωμένο σε μία [[επιστήμη]] ή [[τέχνη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> έμπιστο [[πρόσωπο]], [[μυστικοσύμβουλος]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[οπαδός]], [[μαθητής]]<br />(αρχ) (και ως επίθ.) α) [[προσωνυμία]] μερικών θεών και θεαινών, όπως του Διονύσου, του Απόλλωνος και της Δήμητρος<br />β) [[μυστικός]], μυστηριακού χαρακτήρα («μύσταισι χοροῑς, <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μύστης]] παράγεται από το θ. <i>μυ</i>- του <i>μύω</i>, με [[παρέκταση]] -<i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>θύω</i>: [[θύστης]]). Η λ. θεωρείται για τη μυστηριακή [[λατρεία]] αντίθετη του [[επόπτης]] και σημαίνει αυτόν που κλείνει τα μάτια, σημ. που [[είναι]] [[κάπως]] ανεξήγητη. Πιθ. η λ. να σήμαινε αυτόν που κλείνει τα μάτια και τα αφτιά με την [[έννοια]] ότι δεν θα επαναλάβει, δεν θα αποκαλύψει ό,τι είδε και άκουσε στον χώρο που τελείται η μυστηριακή [[λατρεία]]. Η λ., [[πάντως]], είχε αυτή τη διφορούμενη σημ. που αρμόζει σε λ. σχετικές με μυστήρια και μυστηριακές λατρείες].
|mltxt=ο (ΑΜ [[μύστης]], θηλ. [[μύστις]], -ιδος)<br />αυτός που διδάχθηκε την [[έννοια]] τών μυστηριακών συμβόλων και τελετουργιών, μυημένος, κατηχημένος, [[ιεροφάντης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άτομο]] που κατέχει πλήρως και [[είναι]] αφοσιωμένο σε μία [[επιστήμη]] ή [[τέχνη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> έμπιστο [[πρόσωπο]], [[μυστικοσύμβουλος]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[οπαδός]], [[μαθητής]]<br />(αρχ) (και ως επίθ.) α) [[προσωνυμία]] μερικών θεών και θεαινών, όπως του Διονύσου, του Απόλλωνος και της Δήμητρος<br />β) [[μυστικός]], μυστηριακού χαρακτήρα («μύσταισι χοροῖς, <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μύστης]] παράγεται από το θ. <i>μυ</i>- του <i>μύω</i>, με [[παρέκταση]] -<i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>θύω</i>: [[θύστης]]). Η λ. θεωρείται για τη μυστηριακή [[λατρεία]] αντίθετη του [[επόπτης]] και σημαίνει αυτόν που κλείνει τα μάτια, σημ. που [[είναι]] [[κάπως]] ανεξήγητη. Πιθ. η λ. να σήμαινε αυτόν που κλείνει τα μάτια και τα αφτιά με την [[έννοια]] ότι δεν θα επαναλάβει, δεν θα αποκαλύψει ό,τι είδε και άκουσε στον χώρο που τελείται η μυστηριακή [[λατρεία]]. Η λ., [[πάντως]], είχε αυτή τη διφορούμενη σημ. που αρμόζει σε λ. σχετικές με μυστήρια και μυστηριακές λατρείες].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μύστης:''' -ου, ὁ ([[μυέω]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει εισαχθεί στα μυστήρια, σε Ευρ.·<br /><b class="num">2.</b> ως επίθ., [[μυστικός]], σε Αριστοφ., σε Ανθ.
|lsmtext='''μύστης:''' -ου, ὁ ([[μυέω]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει εισαχθεί στα μυστήρια, σε Ευρ.·<br /><b class="num">2.</b> ως επίθ., [[μυστικός]], σε Αριστοφ., σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μύστης:''' ου adj. m<br /><b class="num">1)</b> мистерийный, исполняемый посвященными в священные таинства (χοροί Arph.);<br /><b class="num">2)</b> перен. посвященный в (любовные) тайны ([[λύχνος]] Anth.).<br />ου ὁ посвященный в таинства, участник мистерий, мист (τὰ μυστῶν [[ὄργια]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 36: Line 36:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[one initiated in mysteries]], [[one instructed in the mysteries]]
|woodrun=[[one initiated in mysteries]], [[one instructed in the mysteries]]
}}
{{elmes
|esmgtx=ὁ [[iniciado]] en ritos y prácticas mágicas ὦ μακάριε μύστα τῆς ἱερᾶς μαγείας <b class="b3">oh feliz iniciado en la sagrada magia</b> P I 127 μύσται τῆς ἡμετέρας δυνάμεως ταύτης <b class="b3">iniciados en este nuestro poder</b> P IV 477 τὰ δὲ ἑξῆς ὡς μ. λέγε αὐτοῦ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἀτόνῳ φθόγγῳ <b class="b3">lo que sigue pronúncialo como un iniciado, sobre su cabeza, con una voz suave</b> P IV 744
}}
}}

Latest revision as of 10:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύστης Medium diacritics: μύστης Low diacritics: μύστης Capitals: ΜΥΣΤΗΣ
Transliteration A: mýstēs Transliteration B: mystēs Transliteration C: mystis Beta Code: mu/sths

English (LSJ)

μύστου, ὁ, (μυέω)
A one initiated, Heraclit.14, AP9.147 (Antag. or Simon.), Arist.Ath.56.4, etc.; τοῖς μύστησιν καὶ τοῖς ἐπόπτῃσιν IG12.6.49; ὁ τῶν μ. κῆρυξ X.HG2.4.20; τὰ μυστῶν ὄργια E.HF613: c.gen., Διὸς Ἰδαίου μύστης Id.Fr.472.10 (anap.), cf. IG3.700; λύχνον μύστην σῶν θέτο παννυχίδων AP6.162 (Mel.); μ. ἀποκρύφων Vett.Val. 7.30, al.: as adjective, μ. χοροί Ar.Ra.370; μ. λύχνος AP7.219 (Pomp. Jun.).
2 a name of Dionysus, Paus.8.54.5; of Apollo, Artem. 2.70.

German (Pape)

[Seite 223] ὁ, der in die Mysterien Eingeweih'te; τὰ μυστῶν ὄργι' εὐτύχησ' ἰδών, Eur. Herc. F. 613; χορός, Ar. Ran. 363; μυστῶν κήρυξ, Xen. Hell. 2, 4, 20; auch Bacchus selbst heißt so, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 13). – Bei Sp. auch = μυσταγωγός, z. B. Ep. ad. 517 (IX, 540); Mel. 64 (V, 191) sagt von sich Κύπρι, – ὁ μύστης τῶν κώμων. S. Lob. Aglaoph. 29.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
initié aux mystères.
Étymologie: μύω.

Russian (Dvoretsky)

μύστης: ου adj. m
1 мистерийный, исполняемый посвященными в священные таинства (χοροί Arph.);
2 перен. посвященный в (любовные) тайны (λύχνος Anth.).
ου ὁ посвященный в таинства, участник мистерий, мист (τὰ μυστῶν ὄργια Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μύστης: -ου, ὁ, (μυέω) ὁ μεμυημένος, Σιμων. (;) 180· τὰ μυστῶν ὄργι’ ηὐτύχησ’ ἰδὼν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 613· μετὰ γεν., Διὸς Ἰδαίου μύστης ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 475. 10, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 390· μύστην σῶν θέτο παννυχίδων Ἀνθ. Π. 6. 162· - ὡσαύτως ὡς ἐπίθ., μύσταισι χοροῖς Ἀριστοφ. Βάτρ. 370· μ. λύχνος Ἀνθ. Π. 7. 219· - Ἡ διαίρεσις τῶν μυουμένων εἰς τρεῖς ἢ πλείονας τάξεις ἢ βαθμοὺς μέχρι τοῦ τῶν ἐποπτῶν εἶναί πως ἀμφίβολος, πρβλ. ἑρμην. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 745, Λοβεκ. Ἀγλαοφ. 31 κἑξ., 128· μύσται καὶ ἐπόπται μνημονεύονται ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 71b. 5. 2) ἐπώνυμον τοῦ Διονύσου, πλησίον δὲ ἄλλο ἐστὶν ἱερὸν Διονύσου Μύστου Παυσ. 8. 54, 5· τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀρτεμίδωρ. 2. 70, ἐν τέλ.

Spanish

iniciado

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μύστης, θηλ. μύστις, -ιδος)
αυτός που διδάχθηκε την έννοια τών μυστηριακών συμβόλων και τελετουργιών, μυημένος, κατηχημένος, ιεροφάντης
νεοελλ.
άτομο που κατέχει πλήρως και είναι αφοσιωμένο σε μία επιστήμη ή τέχνη
μσν.
1. έμπιστο πρόσωπο, μυστικοσύμβουλος
2. (κατ' επέκτ.) οπαδός, μαθητής
(αρχ) (και ως επίθ.) α) προσωνυμία μερικών θεών και θεαινών, όπως του Διονύσου, του Απόλλωνος και της Δήμητρος
β) μυστικός, μυστηριακού χαρακτήρα («μύσταισι χοροῖς, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μύστης παράγεται από το θ. μυ- του μύω, με παρέκταση -σ- (πρβλ. θύω: θύστης). Η λ. θεωρείται για τη μυστηριακή λατρεία αντίθετη του επόπτης και σημαίνει αυτόν που κλείνει τα μάτια, σημ. που είναι κάπως ανεξήγητη. Πιθ. η λ. να σήμαινε αυτόν που κλείνει τα μάτια και τα αφτιά με την έννοια ότι δεν θα επαναλάβει, δεν θα αποκαλύψει ό,τι είδε και άκουσε στον χώρο που τελείται η μυστηριακή λατρεία. Η λ., πάντως, είχε αυτή τη διφορούμενη σημ. που αρμόζει σε λ. σχετικές με μυστήρια και μυστηριακές λατρείες].

Greek Monotonic

μύστης: -ου, ὁ (μυέω),·
1. αυτός που έχει εισαχθεί στα μυστήρια, σε Ευρ.·
2. ως επίθ., μυστικός, σε Αριστοφ., σε Ανθ.

Middle Liddell

μύστης, ου, ὁ, μυέω
1. one initiated, Eur.
2. as adj. mystic, Ar., Anth.

English (Woodhouse)

one initiated in mysteries, one instructed in the mysteries

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

iniciado en ritos y prácticas mágicas ὦ μακάριε μύστα τῆς ἱερᾶς μαγείας oh feliz iniciado en la sagrada magia P I 127 μύσται τῆς ἡμετέρας δυνάμεως ταύτης iniciados en este nuestro poder P IV 477 τὰ δὲ ἑξῆς ὡς μ. λέγε αὐτοῦ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἀτόνῳ φθόγγῳ lo que sigue pronúncialo como un iniciado, sobre su cabeza, con una voz suave P IV 744