είμι: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
m (Text replacement - "παῑδες" to "παῖδες")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἶμι]] (Α)<br />Ι. 1. [[έρχομαι]] («[[εἶμι]] δεῡρο», [[εἶμι]] [[εἴσω]]»)<br /><b>2.</b> [[πηγαίνω]] (α. «[[εἶμι]] [[οἴκαδε]]» β. «[[πάλιν]] [[εἶμι]]» — [[επιστρέφω]], [[ξαναγυρίζω]])<br /><b>3.</b> [[πορεύομαι]] («ὁδὸν [[εἶμι]]» — [[ακολουθώ]] [[πορεία]])<br /><b>4.</b> [[διέρχομαι]], [[περνώ]] [[ανάμεσα]] («[[εἶμι]] τὸ [[μέσον]] τοῦ οὐρανοῡ»)<br /><b>5.</b> κινούμαι, [[ταξιδεύω]], μετακινούμαι κ.λπ. (α. «ἐπὶ νηὸς [[εἶμι]]» — [[ταξιδεύω]] με [[πλοίο]]<br />β. «ἔθνεα μελισσάων [[εἶσι]]» — όπως πετούν τα [[σμήνη]] τών [[μελισσών]]<br />γ. «[[οἷος]] δ' ἀστὴρ [[εἶσι]] μετ' ἀστράσι... [[ἕσπερος]]» — όπως διαγράφει την [[τροχιά]] του [[ανάμεσα]] στ' άστρα ο [[έσπερος]])<br /><b>6.</b> ετοιμάζομαι να... («[[εἶμι]] θύσων»)<br />II. <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[εἶμι]] εἰς χεῑρας» — [[έρχομαι]] στα χέρια, συμπλέκομαι<br /><b>2.</b> «[[εἶμι]] εἰς πόλεμον, εἰς συμμαχίαν» — [[λαμβάνω]] [[μέρος]] στον πόλεμο, στη [[συμμαχία]]<br /><b>3.</b> «ὁδὸν ἄδικον [[εἶμι]]» — [[ακολουθώ]] άδικο δρόμο, [[συμπεριφέρομαι]] άδικα<br /><b>4.</b> «[[εἶμι]] ἐς τὰ παραγγελλόμενα» — [[υπακούω]] στις διαταγές<br /><b>5.</b> (οι τύποι της προστακτικής <i>ἴθι</i>, <i>ἴτω</i>, <i>ἴτε</i>)<br />α) (ως μόρια παρακελευσματικά) [[εμπρός]], [[εμπρός]] [[λοιπόν]] (ἴτε, παῖδες Ἑλλήνων ἐλευθεροῡτε [[πατρίδα]]») β) <i>ἴτω</i><br />ας [[είναι]], [[πάει]] καλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[είμι]] έχει σημ. ενεστώτα [[κυρίως]] στον Όμηρο, ενώ στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιείται ως [[μέλλοντας]], ο δε ενεστ. εκφράζεται με τον τ. [[έρχομαι]] (αόρ. <i>ήλθον</i>, παρακμ. <i>ελήλυθα</i>). Τα [[είμι]], <i>ει</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εί</i>-<i>si</i>), <i>εί</i>-<i>σι</i> ταυτίζονται τόσο μορφολογικά όσο και σημασιολογικά με τα αρχ. ινδ. <i>e</i>-<i>mi</i>, <i>e</i>-<i>si</i>, <i>e</i>-<i>ti</i> ([[πρβλ]]. [[επίσης]] λιθ. <i>ei</i>-<i>mi</i>, <i>ei</i>-<i>si</i>, <i>eĩ</i>-<i>ti</i> και χεττ. <i>p</i><i>ā</i><i>i</i>-<i>mi</i>, <i>p</i><i>ā</i><i>i</i>-<i>ši</i>, <i>p</i><i>ā</i><i>i</i>-<i>zi</i>, με προθηματ. <i>pe</i>-, <i>pa</i>-). To α' πληθ. πρόσ. <i>ίμεν</i> αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. <i>i</i>-<i>mas</i>, η προστ. <i>ί</i>-<i>θι</i> στο αρχ. ινδ. <i>i</i>-<i>hi</i> και ο ομηρ. πρτ. <i>ήϊα</i> με το αρχ. ινδ. <i>ā</i><i>yam</i>. Με το [[είμι]] εξάλλου συνδέονται και ορισμένοι ονοματικοί τ. όπως <i>ί</i>-<i>θματα</i>, [[ισθμός]], [[ιτός]], [[ιταμός]] [[καθώς]] και τα <i>εξ</i>-[[ίτηλος]], <i>εισ</i>-<i>ιτήριο</i>(-<i>ν</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[άνειμι]], [[άπειμι]], [[δίειμι]], [[είσειμι]], [[έξειμι]], [[έπειμι]], [[κάτειμι]], [[μέτειμι]], [[πάρειμι]], [[περίειμι]], [[πρόειμι]], [[πρόσειμι]], [[σύνειμι]], <i>ύπειμι</i>].
|mltxt=[[εἶμι]] (Α)<br />Ι. 1. [[έρχομαι]] («[[εἶμι]] δεῡρο», [[εἶμι]] [[εἴσω]]»)<br /><b>2.</b> [[πηγαίνω]] (α. «[[εἶμι]] [[οἴκαδε]]» β. «[[πάλιν]] [[εἶμι]]» — [[επιστρέφω]], [[ξαναγυρίζω]])<br /><b>3.</b> [[πορεύομαι]] («ὁδὸν [[εἶμι]]» — [[ακολουθώ]] [[πορεία]])<br /><b>4.</b> [[διέρχομαι]], [[περνώ]] [[ανάμεσα]] («[[εἶμι]] τὸ [[μέσον]] τοῦ οὐρανοῦ»)<br /><b>5.</b> κινούμαι, [[ταξιδεύω]], μετακινούμαι κ.λπ. (α. «ἐπὶ νηὸς [[εἶμι]]» — [[ταξιδεύω]] με [[πλοίο]]<br />β. «ἔθνεα μελισσάων [[εἶσι]]» — όπως πετούν τα [[σμήνη]] τών [[μελισσών]]<br />γ. «[[οἷος]] δ' ἀστὴρ [[εἶσι]] μετ' ἀστράσι... [[ἕσπερος]]» — όπως διαγράφει την [[τροχιά]] του [[ανάμεσα]] στ' άστρα ο [[έσπερος]])<br /><b>6.</b> ετοιμάζομαι να... («[[εἶμι]] θύσων»)<br />II. <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[εἶμι]] εἰς χεῖρας» — [[έρχομαι]] στα χέρια, συμπλέκομαι<br /><b>2.</b> «[[εἶμι]] εἰς πόλεμον, εἰς συμμαχίαν» — [[λαμβάνω]] [[μέρος]] στον πόλεμο, στη [[συμμαχία]]<br /><b>3.</b> «ὁδὸν ἄδικον [[εἶμι]]» — [[ακολουθώ]] άδικο δρόμο, [[συμπεριφέρομαι]] άδικα<br /><b>4.</b> «[[εἶμι]] ἐς τὰ παραγγελλόμενα» — [[υπακούω]] στις διαταγές<br /><b>5.</b> (οι τύποι της προστακτικής <i>ἴθι</i>, <i>ἴτω</i>, <i>ἴτε</i>)<br />α) (ως μόρια παρακελευσματικά) [[εμπρός]], [[εμπρός]] [[λοιπόν]] (ἴτε, παῖδες Ἑλλήνων ἐλευθεροῦτε [[πατρίδα]]») β) <i>ἴτω</i><br />ας [[είναι]], [[πάει]] καλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[είμι]] έχει σημ. ενεστώτα [[κυρίως]] στον Όμηρο, ενώ στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιείται ως [[μέλλοντας]], ο δε ενεστ. εκφράζεται με τον τ. [[έρχομαι]] (αόρ. <i>ήλθον</i>, παρακμ. <i>ελήλυθα</i>). Τα [[είμι]], <i>ει</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εί</i>-<i>si</i>), <i>εί</i>-<i>σι</i> ταυτίζονται τόσο μορφολογικά όσο και σημασιολογικά με τα αρχ. ινδ. <i>e</i>-<i>mi</i>, <i>e</i>-<i>si</i>, <i>e</i>-<i>ti</i> ([[πρβλ]]. [[επίσης]] λιθ. <i>ei</i>-<i>mi</i>, <i>ei</i>-<i>si</i>, <i>eĩ</i>-<i>ti</i> και χεττ. <i>p</i><i>ā</i><i>i</i>-<i>mi</i>, <i>p</i><i>ā</i><i>i</i>-<i>ši</i>, <i>p</i><i>ā</i><i>i</i>-<i>zi</i>, με προθηματ. <i>pe</i>-, <i>pa</i>-). To α' πληθ. πρόσ. <i>ίμεν</i> αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. <i>i</i>-<i>mas</i>, η προστ. <i>ί</i>-<i>θι</i> στο αρχ. ινδ. <i>i</i>-<i>hi</i> και ο ομηρ. πρτ. <i>ήϊα</i> με το αρχ. ινδ. <i>ā</i><i>yam</i>. Με το [[είμι]] εξάλλου συνδέονται και ορισμένοι ονοματικοί τ. όπως <i>ί</i>-<i>θματα</i>, [[ισθμός]], [[ιτός]], [[ιταμός]] [[καθώς]] και τα <i>εξ</i>-[[ίτηλος]], <i>εισ</i>-<i>ιτήριο</i>(-<i>ν</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[άνειμι]], [[άπειμι]], [[δίειμι]], [[είσειμι]], [[έξειμι]], [[έπειμι]], [[κάτειμι]], [[μέτειμι]], [[πάρειμι]], [[περίειμι]], [[πρόειμι]], [[πρόσειμι]], [[σύνειμι]], <i>ύπειμι</i>].
}}
}}

Latest revision as of 19:50, 13 June 2022

Greek Monolingual

εἶμι (Α)
Ι. 1. έρχομαιεἶμι δεῡρο», εἶμι εἴσω»)
2. πηγαίνω (α. «εἶμι οἴκαδε» β. «πάλιν εἶμι» — επιστρέφω, ξαναγυρίζω)
3. πορεύομαι («ὁδὸν εἶμι» — ακολουθώ πορεία)
4. διέρχομαι, περνώ ανάμεσαεἶμι τὸ μέσον τοῦ οὐρανοῦ»)
5. κινούμαι, ταξιδεύω, μετακινούμαι κ.λπ. (α. «ἐπὶ νηὸς εἶμι» — ταξιδεύω με πλοίο
β. «ἔθνεα μελισσάων εἶσι» — όπως πετούν τα σμήνη τών μελισσών
γ. «οἷος δ' ἀστὴρ εἶσι μετ' ἀστράσι... ἕσπερος» — όπως διαγράφει την τροχιά του ανάμεσα στ' άστρα ο έσπερος)
6. ετοιμάζομαι να... («εἶμι θύσων»)
II. φρ.
1. «εἶμι εἰς χεῖρας» — έρχομαι στα χέρια, συμπλέκομαι
2. «εἶμι εἰς πόλεμον, εἰς συμμαχίαν» — λαμβάνω μέρος στον πόλεμο, στη συμμαχία
3. «ὁδὸν ἄδικον εἶμι» — ακολουθώ άδικο δρόμο, συμπεριφέρομαι άδικα
4. «εἶμι ἐς τὰ παραγγελλόμενα» — υπακούω στις διαταγές
5. (οι τύποι της προστακτικής ἴθι, ἴτω, ἴτε)
α) (ως μόρια παρακελευσματικά) εμπρός, εμπρός λοιπόν (ἴτε, παῖδες Ἑλλήνων ἐλευθεροῦτε πατρίδα») β) ἴτω
ας είναι, πάει καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. είμι έχει σημ. ενεστώτα κυρίως στον Όμηρο, ενώ στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιείται ως μέλλοντας, ο δε ενεστ. εκφράζεται με τον τ. έρχομαι (αόρ. ήλθον, παρακμ. ελήλυθα). Τα είμι, ει (< εί-si), εί-σι ταυτίζονται τόσο μορφολογικά όσο και σημασιολογικά με τα αρχ. ινδ. e-mi, e-si, e-ti (πρβλ. επίσης λιθ. ei-mi, ei-si, -ti και χεττ. pāi-mi, pāi-ši, pāi-zi, με προθηματ. pe-, pa-). To α' πληθ. πρόσ. ίμεν αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. i-mas, η προστ. ί-θι στο αρχ. ινδ. i-hi και ο ομηρ. πρτ. ήϊα με το αρχ. ινδ. āyam. Με το είμι εξάλλου συνδέονται και ορισμένοι ονοματικοί τ. όπως ί-θματα, ισθμός, ιτός, ιταμός καθώς και τα εξ-ίτηλος, εισ-ιτήριο(-ν).
ΣΥΝΘ. αρχ. άνειμι, άπειμι, δίειμι, είσειμι, έξειμι, έπειμι, κάτειμι, μέτειμι, πάρειμι, περίειμι, πρόειμι, πρόσειμι, σύνειμι, ύπειμι].