γνωστικός: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
mNo edit summary |
|||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=gnostikos | |Transliteration C=gnostikos | ||
|Beta Code=gnwstiko/s | |Beta Code=gnwstiko/s | ||
|Definition=ή, όν | |Definition=γνωστική, γνωστικόν, [[of knowing]] or [[for knowing]], [[cognitive]]: ἡ [[γνωστική]] (''[[sc.]]'' [[ἐπιστήμη]]), [[theoretical]] [[science]] (opp. [[πρακτική]]), [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 258e, etc.; [[τὸ γνωστικόν]] = [[cognitive faculty]] ib.261b; ἕξεις γ. Arist.''AP''0.100a11 (Comp.); γ. εἰκόνες Hierocl.''in CA''25p.475M.: c. gen., [[able to discern]], Ocell. 2.7. Adv. [[γνωστικῶς]] = [[intellectually]], [[concerning knowledge]], [[with knowledge]], [[wisely]], [[spiritually]] Procl.''Inst.''39, Dam.''Pr.''79, Phlp.''in Ph.''241.22. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> ref. al conocimiento y la ciencia<br /><b class="num">1</b> [[del conocimiento]], [[cognoscitivo]], [[teórico]] τέχναι Pl.<i>Plt</i>.259e, ἐπιστήμη Pl.<i>Plt</i>.267a, cf. 260a, συμπάσας ἐπιστήμας διαίρει, τὴν μὲν πρακτικὴν ... τὴν δὲ μόνον γνωστικήν Pl.<i>Plt</i>.258e<br /><b class="num">•</b>c. gen. [[que trata de conocer]], [[que se ocupa científicamente]] ὅλων Hero <i>Def</i>.136.22, τέχνη γ. ὑγιεινῶν καὶ νοσωδῶν Gal.17(2).227<br /><b class="num">•</b>subst. ἡ [[γνωστική]] = [[la ciencia teórica]] Pl.<i>Plt</i>.259d, 260b, 263e, tb. τὸ γ. Pl.<i>Plt</i>.261b.<br /><b class="num">2</b> [[cognoscitivo]], [[capaz de conocer]] ἕξεις Arist.<i>APo</i>.110<sup>a</sup>11, [[δύναμις]] Procl.<i>Inst</i>.39, cf. Porph.<i>Sent</i>.43, Dam.<i>Pr</i>.26, Olymp.<i>in Grg</i>.12.3, <i>in Alc</i>.9.3, c. gen. αἱ ψυχαὶ γνωστικὴν τοῦ αἰσθητοῦ δύναμιν ἔχουσιν Plu.2.1023d, γ. καὶ κριτικὴ πάντων [[ἁφή]] el sentido del tacto es capaz de conocer y discernir todo</i> Ocell.25, cf. Hierocl.<i>in CA</i> 25.3<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ γνωστικόν]] = [[la capacidad de conocimiento]] Strato Lamps.130, Clem.Al.<i>Strom</i>.6.11.91, Dion.Ar.<i>CH</i> 7.1.<br /><b class="num">II</b> rel. la relig.<br /><b class="num">1</b> [[conocedor del futuro]], [[vaticinador]] φασὶ ... γνωστικώτατον γεγονέναι de Epiménides, D.L.1.114 (cód.).<br /><b class="num">2</b> en lit. crist. [[intelectual]], [[de la mente]], [[del espíritu]] πίστις Clem.Al.<i>Strom</i>.6.8.68, [[διδασκαλία]] Clem.Al.<i>Strom</i>.6.15.119, [[ἀγωγή]] Clem.Al.<i>Strom</i>.6.15.131, de la interpretación de las Escrituras, Clem.Al.<i>Strom</i>.6.15.131, [[παράδοσις]] Clem.Al.<i>Strom</i>.5.10.64, θεωρήματα Clem.Al.<i>Strom</i>.6.17.150<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ γνωστικός = [[persona dedicada al intelecto o a la contemplación]], [[contemplativo]] Clem.Al.<i>Strom</i>.7.16.102, Diad.<i>Perf</i>.72.<br /><b class="num">3</b> [[gnóstico]] que pretende una interpretación intelectual teológica a partir de ciertos postulados, como la herejía valentiniana [[αἵρεσις]] Iren.Lugd.<i>Haer</i>.1.11.1<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ γνωστικός = [[gnóstico]], [[miembro de una secta gnóstica]] Iren.Lugd.<i>Haer</i>.1.25.6, Hippol.<i>Haer</i>.5.2.4, γνωστικῶν γνωστικώτεροι de ciertos desarrollos de tales sectas, Iren.Lugd.<i>Haer</i>.1.11.5<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ γνωστικώτερον [[conocimiento intelectual mayor]], o irón. [[gnosticismo exagerado]] ἐπὶ τὸ ὑψηλότερον καὶ γνωστικώτερον ἐπεκτεινόμενος Iren.Lugd.<i>Haer</i>.1.11.3.<br /><b class="num">III</b> adv. [[γνωστικῶς]]<br /><b class="num">1</b> [[por medio del conocimiento]] Procl.<i>Inst</i>.39, Dam.<i>Pr</i>.79, Phlp.<i>in Ph</i>.241.22, op. [[διὰ πίστεως]] Clem.Al.<i>Strom</i>.4.18.113.<br /><b class="num">2</b> [[sabia]], [[intelectual]] o [[espiritualmente]] Clem.Al.<i>Strom</i>.4.23.148. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0499.png Seite 499]] das Erkennen, Einsehen betreffend; ἡ γνωστική, sc. [[ἐπιστήμη]], im | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0499.png Seite 499]] das Erkennen, Einsehen betreffend; ἡ γνωστική, ''[[sc.]]'' [[ἐπιστήμη]], im <span class="ggns">Gegensatz</span> der πρακτική, Plat. Polit. 258 e ff; τὸ γνωστικόν 261 b; leicht einsehend, D. L. 1, 114; Plut. – Adv., oft Clem. Al. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[apte à connaître]], [[capable de connaissance]].<br />'''Étymologie:''' [[γιγνώσκω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γνωστικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[познавательный]], [[познающий]] ([[ἕξεις]] Arst.; τοῦ αἰσθητοιῦ [[δύναμις]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[сведущий]], [[знающий]], [[ученый]], Diog. L.<br /><b class="num">II</b> ὁ поздн. филос. [[гностик]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γνωστικός''': -ή, -όν, [[ἱκανός]] εἰς τὸ γιγνώσκειν· ἡ γνωστικὴ (ἐνν. [[δύναμις]]), ἡ [[δύναμις]] ἢ [[ἱκανότης]] τοῦ γιγνώσκειν, ἀντίθ. τῷ ἡ πρακτική, Πλάτ. Πολιτ. 258Ε, κτλ.· οὕτω, τό γνωστικόν [[αὐτόθι]] 261Β·)·-οἱ γνωστικοί, φιλόσοφοι ἰσχυριζόμενοι ὅτι εἶχον βαθυτέραν σοφίαν, Ἐκκλ.― Ἐπίρρ.–κῶς, συχν. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 292c, 1020a, κ. ἀλλ. (Migne). | |lstext='''γνωστικός''': -ή, -όν, [[ἱκανός]] εἰς τὸ γιγνώσκειν· ἡ γνωστικὴ (ἐνν. [[δύναμις]]), ἡ [[δύναμις]] ἢ [[ἱκανότης]] τοῦ γιγνώσκειν, ἀντίθ. τῷ ἡ πρακτική, Πλάτ. Πολιτ. 258Ε, κτλ.· οὕτω, τό γνωστικόν [[αὐτόθι]] 261Β·)·-οἱ γνωστικοί, φιλόσοφοι ἰσχυριζόμενοι ὅτι εἶχον βαθυτέραν σοφίαν, Ἐκκλ.― Ἐπίρρ.–κῶς, συχν. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 292c, 1020a, κ. ἀλλ. (Migne). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γνωστικός:''' -ή, -όν ([[γιγνώσκω]]), [[ικανός]] προς [[μάθηση]]· <i>ἡ γνωστική</i> (ενν. [[δύναμις]]), η [[δύναμη]], η [[ικανότητα]] της μάθησης, σε Πλάτ. | |lsmtext='''γνωστικός:''' -ή, -όν ([[γιγνώσκω]]), [[ικανός]] προς [[μάθηση]]· <i>ἡ γνωστική</i> (ενν. [[δύναμις]]), η [[δύναμη]], η [[ικανότητα]] της μάθησης, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[γιγνώσκω]]<br />[[good]] at [[knowing]]: ἡ -κή (sc. [[δύναμις]]) the [[faculty]] of [[knowing]], Plat. | |mdlsjtxt=[[γιγνώσκω]]<br />[[good]] at [[knowing]]: ἡ -κή (''[[sc.]]'' [[δύναμις]]) the [[faculty]] of [[knowing]], Plat. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:15, 26 January 2024
English (LSJ)
γνωστική, γνωστικόν, of knowing or for knowing, cognitive: ἡ γνωστική (sc. ἐπιστήμη), theoretical science (opp. πρακτική), Pl.Plt. 258e, etc.; τὸ γνωστικόν = cognitive faculty ib.261b; ἕξεις γ. Arist.AP0.100a11 (Comp.); γ. εἰκόνες Hierocl.in CA25p.475M.: c. gen., able to discern, Ocell. 2.7. Adv. γνωστικῶς = intellectually, concerning knowledge, with knowledge, wisely, spiritually Procl.Inst.39, Dam.Pr.79, Phlp.in Ph.241.22.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I ref. al conocimiento y la ciencia
1 del conocimiento, cognoscitivo, teórico τέχναι Pl.Plt.259e, ἐπιστήμη Pl.Plt.267a, cf. 260a, συμπάσας ἐπιστήμας διαίρει, τὴν μὲν πρακτικὴν ... τὴν δὲ μόνον γνωστικήν Pl.Plt.258e
•c. gen. que trata de conocer, que se ocupa científicamente ὅλων Hero Def.136.22, τέχνη γ. ὑγιεινῶν καὶ νοσωδῶν Gal.17(2).227
•subst. ἡ γνωστική = la ciencia teórica Pl.Plt.259d, 260b, 263e, tb. τὸ γ. Pl.Plt.261b.
2 cognoscitivo, capaz de conocer ἕξεις Arist.APo.110a11, δύναμις Procl.Inst.39, cf. Porph.Sent.43, Dam.Pr.26, Olymp.in Grg.12.3, in Alc.9.3, c. gen. αἱ ψυχαὶ γνωστικὴν τοῦ αἰσθητοῦ δύναμιν ἔχουσιν Plu.2.1023d, γ. καὶ κριτικὴ πάντων ἁφή el sentido del tacto es capaz de conocer y discernir todo Ocell.25, cf. Hierocl.in CA 25.3
•subst. τὸ γνωστικόν = la capacidad de conocimiento Strato Lamps.130, Clem.Al.Strom.6.11.91, Dion.Ar.CH 7.1.
II rel. la relig.
1 conocedor del futuro, vaticinador φασὶ ... γνωστικώτατον γεγονέναι de Epiménides, D.L.1.114 (cód.).
2 en lit. crist. intelectual, de la mente, del espíritu πίστις Clem.Al.Strom.6.8.68, διδασκαλία Clem.Al.Strom.6.15.119, ἀγωγή Clem.Al.Strom.6.15.131, de la interpretación de las Escrituras, Clem.Al.Strom.6.15.131, παράδοσις Clem.Al.Strom.5.10.64, θεωρήματα Clem.Al.Strom.6.17.150
•subst. ὁ γνωστικός = persona dedicada al intelecto o a la contemplación, contemplativo Clem.Al.Strom.7.16.102, Diad.Perf.72.
3 gnóstico que pretende una interpretación intelectual teológica a partir de ciertos postulados, como la herejía valentiniana αἵρεσις Iren.Lugd.Haer.1.11.1
•subst. ὁ γνωστικός = gnóstico, miembro de una secta gnóstica Iren.Lugd.Haer.1.25.6, Hippol.Haer.5.2.4, γνωστικῶν γνωστικώτεροι de ciertos desarrollos de tales sectas, Iren.Lugd.Haer.1.11.5
•subst. τὸ γνωστικώτερον conocimiento intelectual mayor, o irón. gnosticismo exagerado ἐπὶ τὸ ὑψηλότερον καὶ γνωστικώτερον ἐπεκτεινόμενος Iren.Lugd.Haer.1.11.3.
III adv. γνωστικῶς
1 por medio del conocimiento Procl.Inst.39, Dam.Pr.79, Phlp.in Ph.241.22, op. διὰ πίστεως Clem.Al.Strom.4.18.113.
2 sabia, intelectual o espiritualmente Clem.Al.Strom.4.23.148.
German (Pape)
[Seite 499] das Erkennen, Einsehen betreffend; ἡ γνωστική, sc. ἐπιστήμη, im Gegensatz der πρακτική, Plat. Polit. 258 e ff; τὸ γνωστικόν 261 b; leicht einsehend, D. L. 1, 114; Plut. – Adv., oft Clem. Al.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
apte à connaître, capable de connaissance.
Étymologie: γιγνώσκω.
Russian (Dvoretsky)
γνωστικός:
1 познавательный, познающий (ἕξεις Arst.; τοῦ αἰσθητοιῦ δύναμις Plut.);
2 сведущий, знающий, ученый, Diog. L.
II ὁ поздн. филос. гностик.
Greek (Liddell-Scott)
γνωστικός: -ή, -όν, ἱκανός εἰς τὸ γιγνώσκειν· ἡ γνωστικὴ (ἐνν. δύναμις), ἡ δύναμις ἢ ἱκανότης τοῦ γιγνώσκειν, ἀντίθ. τῷ ἡ πρακτική, Πλάτ. Πολιτ. 258Ε, κτλ.· οὕτω, τό γνωστικόν αὐτόθι 261Β·)·-οἱ γνωστικοί, φιλόσοφοι ἰσχυριζόμενοι ὅτι εἶχον βαθυτέραν σοφίαν, Ἐκκλ.― Ἐπίρρ.–κῶς, συχν. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 292c, 1020a, κ. ἀλλ. (Migne).
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γνωστικός, -ή, -όν) γνώστης
1. αυτός που αναφέρεται στη γνώση
2. το ουδ. ως ουσ. το γνωστικό(ν)
η σύνεση, η φρονιμάδα
3. (το αρσ. πληθ.) Γνωστικοί, οι
οι οπαδοί του γνωστικισμού
νεοελλ.
φρόνιμος, συνετός
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ γνωστική
η δύναμη ή δυνατότητα του να κατανοήσει κάποιος κάτι.
Greek Monotonic
γνωστικός: -ή, -όν (γιγνώσκω), ικανός προς μάθηση· ἡ γνωστική (ενν. δύναμις), η δύναμη, η ικανότητα της μάθησης, σε Πλάτ.
Middle Liddell
γιγνώσκω
good at knowing: ἡ -κή (sc. δύναμις) the faculty of knowing, Plat.